Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

26 Δεκεμβρίου 2025

Εμβάσματα δισεκατομμυρίων εκτός χώρας αποδομούν τον μύθο της μεταναστευτικής επένδυσης

Στην ελληνική δημόσια συζήτηση έχει εδραιωθεί ένα συγκεκριμένο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο οι μετανάστες παρουσιάζονται ως πολύτιμοι «επενδυτές» της οικονομίας. Περιγράφονται ως ανθρώπινο κεφάλαιο που στηρίζει την ανάπτυξη, καλύπτει ελλείψεις στην αγορά εργασίας και ενισχύει τα δημόσια οικονομικά. Το αφήγημα αυτό επαναλαμβάνεται με συνέπεια, συχνά χωρίς αναφορά σε μετρήσιμα αποτελέσματα.

Η εικόνα που προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία είναι διαφορετική. Σύμφωνα με τα δεδομένα της Eurostat, το 2024 το ισοζύγιο προσωπικών εμβασμάτων της Ελλάδας κατέγραψε έλλειμμα 1,27 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 0,5% του ΑΕΠ. Σε καθαρούς όρους, από την ελληνική οικονομία εξήλθαν σημαντικά περισσότερα χρήματα απ’ όσα εισήλθαν, μέσω εμβασμάτων μεταναστών που εργάζονται στη χώρα και μεταφέρουν εισόδημα στο εξωτερικό.

Το έλλειμμα αυτό αυξήθηκε σε σχέση με το 2022, όταν ανερχόταν σε 0,95 δισ. ευρώ. Η μεταβολή συνδέεται άμεσα με τη διεύρυνση της μεταναστευτικής απασχόλησης και με βελτιωμένες αποδοχές, οι οποίες επιτρέπουν μεγαλύτερες μεταφορές χρημάτων προς τις χώρες προέλευσης. Η οικονομική συμπεριφορά αυτή ακολουθεί τη λογική κάθε ορθολογικού οικονομικού δρώντος, ο οποίος αξιοποιεί το εισόδημα εκεί όπου θεωρεί ότι αποδίδει περισσότερο.

Το ζήτημα δεν αφορά ατομικές επιλογές, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα για μια οικονομία που λειτουργεί υπό καθεστώς δημοσιονομικών πιέσεων, χαμηλών μισθών και υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης για τους μόνιμους κατοίκους της. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεχής εκροή πόρων περιορίζει την εγχώρια ζήτηση και την αποταμίευση, ενώ ταυτόχρονα οι δημόσιοι πόροι που στηρίζουν την κοινωνική και διοικητική ένταξη χρηματοδοτούνται κυρίως από τον εγχώριο πληθυσμό.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αρνητικά ισοζύγια εμβασμάτων εμφανίζουν και άλλες χώρες, όπως η Μάλτα, η Κύπρος, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Γαλλία. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί το πρόβλημα, αλλά αναδεικνύει μια δομική παθογένεια του ευρωπαϊκού μεταναστευτικού μοντέλου απασχόλησης. Αντίθετα, χώρες όπως η Κροατία, η Βουλγαρία και η Πορτογαλία εμφανίζουν πλεονάσματα άνω του 1% του ΑΕΠ, χάρη στα εμβάσματα των δικών τους πολιτών που εργάζονται στο εξωτερικό και διοχετεύουν εισόδημα πίσω στις εθνικές τους οικονομίες.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα μεγέθη είναι αποκαλυπτικά. Το 2024 οι εκροές προσωπικών εμβασμάτων ανήλθαν σε 52,1 δισ. ευρώ, ενώ οι εισροές περιορίστηκαν στα 14,8 δισ., δημιουργώντας καθαρό έλλειμμα 37,3 δισ. ευρώ. Πρόκειται για μαζική εκροή πόρων από την ευρωπαϊκή οικονομία, σε μια περίοδο κατά την οποία η πολιτική ρητορική επιμένει να μιλά για αναπτυξιακή συμβολή.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα παραμένει στην πρώτη γραμμή του μεταναστευτικού. Παρά τη μείωση των ροών προς την ΕΕ το 2023, η καθαρή μετανάστευση εξακολουθεί να είναι έντονα θετική, με σχεδόν τρία εκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους να εισέρχονται στην Ένωση απ’ όσους αποχωρούν. Ως χώρα πρώτης υποδοχής, η Ελλάδα δέχεται δυσανάλογες πιέσεις, τόσο σε επίπεδο αιτήσεων ασύλου όσο και στη δομή των αδειών διαμονής, οι οποίες βασίζονται κυρίως σε καθεστώτα διεθνούς προστασίας και ανθρωπιστικούς λόγους, όχι σε στοχευμένη απασχόληση υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Το αποτέλεσμα είναι διπλό. Από τη μία πλευρά αυξάνονται οι δημοσιονομικές και κοινωνικές δαπάνες σε μια οικονομία περιορισμένων αντοχών. Από την άλλη, ενισχύεται μια σταθερή οικονομική διαρροή προς το εξωτερικό, μέσω εμβασμάτων, που αποδυναμώνει τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική.

Τα δημογραφικά στοιχεία επιβεβαιώνουν την κλίμακα του φαινομένου. Το 2024 περίπου 43 εκατομμύρια κάτοικοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζούσαν σε χώρα διαφορετική από εκείνη της ιθαγένειάς τους, εκ των οποίων 29 εκατομμύρια ήταν πολίτες τρίτων χωρών. Οι αλλοδαποί πληθυσμοί είναι κατά μέσο όρο νεότεροι, με υψηλή συγκέντρωση στις ηλικίες 20 έως 49 ετών, γεγονός που επηρεάζει άμεσα την αγορά εργασίας και τα ασφαλιστικά συστήματα.

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η πολιτική των αδειών διαμονής. Το 2024 εκδόθηκαν 3,5 εκατομμύρια πρώτες άδειες σε πολίτες τρίτων χωρών στην ΕΕ, με κύριο λόγο την εργασία. Η Ελλάδα, ωστόσο, καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό αδειών για «άλλους λόγους», κυρίως διεθνή προστασία και ανθρωπιστικά καθεστώτα, γεγονός που υπογραμμίζει τον ρόλο της ως πύλης εισόδου προσφύγων και αιτούντων άσυλο.

Το ίδιο έτος υποβλήθηκαν σχεδόν 913.000 αιτήσεις ασύλου στην ΕΕ. Αν και οι περισσότερες συγκεντρώθηκαν σε μεγάλες χώρες σε απόλυτους αριθμούς, αναλογικά με τον πληθυσμό η Ελλάδα και η Κύπρος βρέθηκαν στην κορυφή. Οι πιέσεις αυτές αποτυπώνονται και στο χαμηλό ποσοστό επιστροφών, παρά τον μεγάλο αριθμό εντολών αποχώρησης.

Το συμπέρασμα προκύπτει χωρίς ρητορικές υπερβολές. Καμία οικονομία δεν μπορεί να οικοδομήσει βιώσιμη ανάπτυξη όταν οι πόροι που παράγονται στο εσωτερικό της μεταφέρονται συστηματικά εκτός συνόρων. Στο σημερινό πλαίσιο, η Ελλάδα λειτουργεί περισσότερο ως ενδιάμεσος σταθμός άντλησης εισοδήματος παρά ως τελικός αποδέκτης επένδυσης.

Ετικέτες: