Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

13 Δεκεμβρίου 2025

Ένα μέλλον χωρίς ανθρώπους – Η Ευρώπη του 2035 όπως την περιγράφει η Europol

Η Ευρώπη του μέλλοντος δεν περιγράφεται πια μόνο μέσα από πολιτικές διακηρύξεις, οικονομικούς δείκτες ή εκλογικούς χάρτες. Περιγράφεται όλο και περισσότερο μέσα από σενάρια. Και ένα από τα πιο αποκαλυπτικά σενάρια δεν γράφτηκε από συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας, αλλά από το Europol Innovation Lab.

Η έκθεση με τίτλο «The Unmanned Future(s): The impact of robotics and unmanned systems on law enforcement» δεν αποτελεί απλώς μια τεχνολογική χαρτογράφηση εξελίξεων. Συνιστά μια πρόβα μέλλοντος, με όρους ασφάλειας, διαχείρισης και προσαρμογής κοινωνιών σε μια νέα κανονικότητα. Και αυτή η κανονικότητα, όπως περιγράφεται, είναι εύθραυστη και βαθιά ανήσυχη.

Στο κείμενο-σενάριο που συνοδεύει την έκθεση, η Ευρώπη του 2035 εμφανίζεται ως ένας χώρος όπου τα ρομπότ και τα μη επανδρωμένα συστήματα έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην καθημερινή ζωή. Κινούνται αθόρυβα σε εμπορικά κέντρα, σταθμούς, νοσοκομεία και δημόσιους χώρους.

Παραδίδουν πακέτα, καθαρίζουν υποδομές, ρυθμίζουν κυκλοφορία, χορηγούν φάρμακα. Η παρουσία τους δεν προκαλεί πια εντύπωση. Θεωρείται δεδομένη. Ωστόσο, αυτή η αίσθηση κανονικότητας είναι επιφανειακή.

Κάτω από την ήρεμη επιφάνεια, το ίδιο το σενάριο περιγράφει κοινωνίες σε ένταση. Κοινωνίες όπου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχουν εκτοπιστεί από την αυτοματοποίηση, όπου εργαζόμενοι βλέπουν τις θέσεις τους να χάνονται και να αντικαθίστανται από συστήματα που δεν κουράζονται, δεν διεκδικούν και δεν ασθενούν. Σε αυτές τις συνθήκες, η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν εκφράζεται πλέον μόνο με λόγια ή πολιτικά αιτήματα. Εκδηλώνεται και με πράξεις.

Η Europol καταγράφει την εμφάνιση ενός νέου φαινομένου: επιθέσεις σε ρομπότ και αυτοματοποιημένες υποδομές. Βανδαλισμοί, εμπρησμοί και αυτό που ήδη ονομάζεται «bot-bashing» παρουσιάζονται ως μορφές κοινωνικής σύγκρουσης.

Δεν πρόκειται απλώς για καταστροφή περιουσίας, αλλά για μια συμβολική αντίδραση απέναντι σε ένα σύστημα που έγινε απρόσωπο και απρόσιτο. Οι μηχανές μετατρέπονται σε ορατό στόχο μιας ευρύτερης αποξένωσης.

Αντί όμως η έκθεση να σταθεί στο κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο αυτής της εξέλιξης, μετατοπίζει το κέντρο βάρους αλλού. Το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στον ρόλο των αρχών επιβολής του νόμου.

Η Europol περιγράφει την αστυνομία ως παγιδευμένη ανάμεσα στην τεχνολογική αναγκαιότητα και την κοινωνική δυσπιστία. Από τη μία πλευρά, καλείται να υιοθετήσει drones, αυτόνομα οχήματα και ρομποτικά συστήματα επιτήρησης. Από την άλλη, αντιμετωπίζει εσωτερικές αντιστάσεις από προσωπικό που βλέπει τον ρόλο του να μεταβάλλεται ριζικά.

Για πρώτη φορά, το έγγραφο αναγνωρίζει ότι αστυνομικοί νιώθουν απαξιωμένοι από την τεχνολογία, όχι μόνο επειδή αντικαθίστανται σε καθήκοντα ρουτίνας, αλλά επειδή η ανθρώπινη κρίση, η διακριτική ευχέρεια και η ευθύνη συμπιέζονται από αλγοριθμικές διαδικασίες. Η αστυνόμευση παύει σταδιακά να είναι ανθρώπινη πράξη και μετατρέπεται σε τεχνική λειτουργία.

Το σενάριο προχωρά ακόμη περισσότερο, περιγράφοντας εγκλήματα που διαπράττονται με τη βοήθεια ρομπότ, αλλά και εγκλήματα που διαπράττονται κατά ρομπότ. Η αστυνομία καλείται να προστατεύει όχι μόνο πολίτες και δημόσια τάξη, αλλά και τεχνολογικά συστήματα. Σε αυτό το σημείο, το κείμενο περνά ένα όριο που μέχρι πρόσφατα θα φαινόταν αδιανόητο.

Γίνεται λόγος για συζητήσεις περί «δικαιωμάτων ρομπότ», όχι με φιλοσοφική διάσταση, αλλά ως πρακτικό ζήτημα ασφάλειας και διαχείρισης. Πώς αντιμετωπίζεται μια επίθεση σε μηχανή; Ως απλή φθορά, ως κοινωνική διαμαρτυρία ή ως απειλή κατά της δημόσιας τάξης; Το ερώτημα δεν απαντάται πολιτικά. Καταγράφεται ως τεχνικό πρόβλημα προς διαχείριση.

Ακόμη και τα λάθη, όπως η λανθασμένη χορήγηση φαρμάκου από ρομπότ σε νοσοκομείο, αντιμετωπίζονται πρωτίστως ως κίνδυνος για την εμπιστοσύνη στο σύστημα και όχι ως αποτυχία μιας επιλογής που υποκατέστησε τον άνθρωπο. Η απάντηση που προκρίνεται δεν είναι η επανεξέταση του μοντέλου, αλλά η ενίσχυση του ελέγχου και της επιτήρησης.

Στο τέλος της έκθεσης, η Europol παραδέχεται ότι οι αρχές βρίσκονται υπό διπλή πίεση: να εκσυγχρονιστούν και ταυτόχρονα να διατηρήσουν τη δημόσια εμπιστοσύνη. Και τότε διατυπώνεται η φράση που συμπυκνώνει όλη τη λογική αυτού του μέλλοντος: ότι το δόγμα «προστατεύω και υπηρετώ» ίσως χρειαστεί να εφαρμόζεται όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στις μηχανές.

Αυτή η διατύπωση συνιστά ιδεολογική μετατόπιση που υποδηλώνει μια κοινωνία όπου οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως δυνητικός παράγοντας αστάθειας και οι τεχνολογικές υποδομές ως υπέρτατη αξία προς προστασία. Μια κοινωνία όπου η πολιτική υποχωρεί και τη θέση της καταλαμβάνει η διαχείριση κινδύνων.

Η έκθεση δεν μιλά για δημοκρατία, πολιτική λογοδοσία ή κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά για ασφάλεια, αποδοτικότητα και έλεγχο. Και αυτό είναι ίσως το πιο αποκαλυπτικό στοιχείο της. Η κοινωνική αντίδραση στην αυτοματοποίηση δεν αντιμετωπίζεται ως πολιτικό ζήτημα που απαιτεί πολιτικές απαντήσεις, αλλά ως πρόβλημα ασφάλειας που απαιτεί αστυνομική διαχείριση.

Η Europol δεν προβλέπει απλώς ένα μέλλον. αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό το μέλλον θεωρείται ήδη δεδομένο. Το ερώτημα που μένει ανοιχτό και για την ώρα αναπάντητο, είναι βαθιά υπαρξιακό και αφορά το ποιος αποφασίζει, για ποιον και με ποια κριτήρια. Και κυρίως αφορά το αν η Ευρώπη θα συνεχίσει να ορίζει τον άνθρωπο ως υποκείμενο της πολιτικής ή ως μεταβλητή σε ένα σύστημα που πρέπει απλώς να παραμένει λειτουργικό.

Το ανατριχιαστικό μέλλον που περιγράφεται δεν είναι απάνθρωπο επειδή περιλαμβάνει μηχανές αλλά επειδή φαίνεται να έχει ξεχάσει να αναρωτηθεί ποια θέση έχει ο άνθρωπος, η κοινωνία και το έθνος μέσα σε αυτό.

Και αυτό το ερώτημα, όσο κι αν επιχειρεί να το παρακάμψει η τεχνοκρατική γλώσσα των εκθέσεων, δεν θα μπορέσει να το αποφύγει η κοινωνία όταν έρθει η ώρα να το απαντήσει στην πράξη.

Ετικέτες: