- Η ψήφος ως προϊόν εργαλειακής λογικής και όχι αξιακού προσανατολισμού.
- Όταν η “ηθική της ευθύνης” γίνεται πρόσχημα και το θυμικό σιωπά.
- Στην Ελλάδα των μνημονίων, της εξάρτησης και της παρακμής, ακόμα αναζητείται η αυθεντική αντιπολίτευση.
Το φαινόμενο της διατήρησης υψηλής πολιτικής αντοχής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, παρά τις διαδοχικές κρίσεις, τα σκάνδαλα, τις αποτυχίες σε βασικούς τομείς άσκησης πολιτικής – όπως τα εθνικά ζητήματα, η ακρίβεια, η μεταναστευτική πολιτική και η κοινωνική συνοχή – αποτελεί, δίχως αμφιβολία, ένα πολιτικό παράδοξο που αξίζει διερεύνησης. Η δημοσκοπική της σταθερότητα, η οποία παραμένει σημαντικά πάνω από το 20% ακόμα και μετά από έξι έτη διακυβέρνησης, και η διατήρηση της κυριαρχίας της μέσα σε ένα κατακερματισμένο κομματικό σύστημα, δεν μπορούν να αποδοθούν μόνο σε επικοινωνιακά τεχνάσματα ή σε δημοσκοπικά τεχνάσματα.
Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις για την αξιοπιστία των μετρήσεων κοινής γνώμης – που σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν ως εργαλεία προπαγάνδας και κατασκευής πολιτικής πραγματικότητας – η στήριξη που συνεχίζει να απολαμβάνει η ΝΔ σε κρίσιμα κοινωνικά στρώματα, είναι ένα υπαρκτό κοινωνικοπολιτικό δεδομένο. Η ερμηνεία του φαινομένου, ωστόσο, δεν πρέπει να εστιάζει μόνο στην επικαιρότητα, αλλά να αντλεί εργαλεία από τη βαθύτερη κοινωνιολογική και πολιτική ανάλυση.
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ, μέσα από τα έργα του «Οικονομία και Κοινωνία» και «Η Πολιτική ως Επάγγελμα», δίνει ένα θεωρητικό πλαίσιο που μπορεί να ρίξει φως στο “μυστήριο” της αντοχής του κυβερνώντος κόμματος. Στην ανάλυσή του για το «ατομικό πράττειν», ο Βέμπερ προσδιορίζει τέσσερις τύπους κοινωνικής δράσης: την παραδοσιακή (πράξη από συνήθεια), τη θυμική (παρόρμηση), την ορθολογική ως προς τα μέσα (εργαλειακός ορθολογισμός ή ωφελιμισμός) και την ορθολογική ως προς τις αξίες (ιδεολογική). Παράλληλα, διαχωρίζει δύο τύπους «πολιτικής ηθικής»: την «ηθική του φρονήματος» και την «ηθική της ευθύνης».
Η περίπτωση του ψηφοφόρου της σημερινής Νέας Δημοκρατίας, μπορεί να ιδωθεί πρωτίστως μέσα από το πρίσμα του εργαλειακού ορθολογισμού, δηλαδή της ψυχρής, ωφελιμιστικής προσέγγισης της πολιτικής επιλογής: «εγώ να μην χάσω τα κεκτημένα μου, εγώ να είμαι με τους νικητές, με αυτούς που εξυπηρετούν – ή μπορούν δυνητικά να εξυπηρετήσουν – τα συμφέροντά μου». Αυτή η στάση, συχνά, ντύνεται με ένα προσωπείο δήθεν «ηθικής ευθύνης», με το επιχείρημα ότι ο σημερινός πρωθυπουργός «τουλάχιστον κρατά σταθερό το τιμόνι», ότι «είναι καλύτερος από τους άλλους», ότι «στηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας», κι ας διαλύονται εν τω μεταξύ ολόκληρες κοινωνικές ομάδες.
Πρόκειται για ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 15%-20% του εκλογικού σώματος που είναι «εντός του συστήματος»: δημόσιοι υπάλληλοι, εργολάβοι, μεσαία στελέχη, ωφελούμενοι επιδοματικών πολιτικών ή κρατικών συμβάσεων, ψηφοφόροι που έχουν άμεση ή έμμεση εξάρτηση από τη διανομή εξουσίας και πόρων. Είναι οι «δεδομένοι» – το σταθερό πυρήνα που δύσκολα κλονίζεται ακόμα και από ηχηρά σκάνδαλα ή από συσσωρευμένη πολιτική φθορά. Σε αυτήν την κατηγορία, προστίθενται και όσοι λειτουργούν με βάση την παραδοσιακή συνήθεια – η ψήφος ως οικογενειακή κληρονομιά.
Η ιδεολογική ταύτιση (ηθική του φρονήματος) και η θυμική αντίδραση αποκλείονται από τη συγκεκριμένη ψηφολογική συμπεριφορά. Οι ψηφοφόροι αυτοί δεν ψηφίζουν «για την πατρίδα», ούτε από οργή ή αγανάκτηση. Ψηφίζουν με όρους στεγνής ιδιοτέλειας και προσωπικού υπολογισμού, κι αυτό τους καθιστά πολιτικά σταθερούς και ταυτόχρονα απαθείς απέναντι σε πολιτικά και κοινωνικά εγκλήματα.
Όλα τα υπόλοιπα – από την πολιτική επικοινωνία και την προβολή του «ηγέτη» έως τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης μέσω των ελεγχόμενων ΜΜΕ, τη διοχέτευση ευρωπαϊκών κονδυλίων, την εξαγορά συνειδήσεων μέσα από επιλεκτικές παροχές και το μάρκετινγκ ψευδαισθήσεων – απλώς έρχονται να συμπληρώσουν και να ενισχύσουν αυτήν τη βάση. Σε μία χώρα με υποθηκευμένη εθνική κυριαρχία και περιορισμένα περιθώρια ανεξάρτητης πολιτικής βούλησης, όπου οι μεγάλες αποφάσεις καθορίζονται από τις Βρυξέλλες, την Ουάσινγκτον ή και την Άγκυρα, το παιχνίδι παίζεται κυρίως στο πεδίο της διαχείρισης της εξάρτησης – και όχι στην ανατροπή της.
Όσο για την αντιπολίτευση, η ανυπαρξία μιας σοβαρής, αξιόπιστης, οργανωμένης πολιτικής εναλλακτικής αφήνει πεδίο ελεύθερο στο κυβερνών κόμμα να κινείται χωρίς πραγματικό έλεγχο και χωρίς να φοβάται το πολιτικό κόστος. Το ερώτημα δεν είναι μόνο γιατί αντέχει η Νέα Δημοκρατία – αλλά και γιατί δεν αναδύεται τίποτα αυθεντικά νέο, τίποτα συγκροτημένο, τίποτα που να εμπνέει εμπιστοσύνη και ελπίδα. Στη θέση της ριζοσπαστικής αλλαγής, κυριαρχεί ο πολιτικός κυνισμός. Και στη θέση της εναλλακτικής, οι “νεκραναστάσεις” και οι προσωπικές περιπέτειες που δεν συγκροτούν σοβαρή προοπτική εξουσίας.
Ίσως, τελικά, το «πολιτικό παράδοξο» να μην είναι τόσο παράδοξο όσο φαίνεται. Είναι η λογική κατάληξη ενός πολιτικού συστήματος που λειτουργεί με όρους προσοδοθηρίας, διαχείρισης εξάρτησης και ψυχολογικού συμβιβασμού. Και που – όσο κι αν καταρρέει αξιακά – συνεχίζει να στέκει εκλογικά, πάνω στα θεμέλια ενός λαού που έχει μάθει να επιβιώνει και όχι να διεκδικεί.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»