Την τελευταία δεκαετία και πλέον, από την απαρχή της Οικονομικής Κρίσης και των Μνημονίων έως την παγκόσμια υγειονομική κρίση της πανδημίας Covid-19, στην Ελλάδα παρατηρείται με αυξανόμενη ένταση το φαινόμενο της απαξίωσης των θεσμών και της βαθιάς κρίσης αντιπροσώπευσης. Το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν βρίσκεται απλώς υπό πίεση, αλλά δέχεται μια συστηματική αμφισβήτηση από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Η δυσπιστία των πολιτών εκφράζεται ποικιλοτρόπως: από τη μαζική αποχή από τις εκλογές έως τις ακραίες μορφές λαϊκής διαμαρτυρίας, καθώς και τη στροφή σε κόμματα και μορφώματα με σαφώς αντισυστημικό ή ακόμα και αυταρχικό χαρακτήρα.
Η αμφισβήτηση αυτή δεν περιορίζεται στους θεσμούς της διακυβέρνησης, ούτε εξαντλείται σε πρόσωπα ή κόμματα που συμμετέχουν στο πολιτικό σύστημα. Αντιθέτως, προεκτείνεται στο ίδιο το θεσμικό οικοδόμημα της χώρας, την ίδια τη βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι η συχνότητα με την οποία τίθενται υπό αίρεση, όχι μόνο η πολιτική ηθική των κομμάτων, αλλά και η χρησιμότητα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και η ίδια η αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Στην Ελλάδα, η κατάσταση αυτή αποκτά χαρακτηριστικά πολιτικής παθογένειας. Πρώτον, καταγράφεται εκρηκτική αύξηση της αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες. Στις εθνικές εκλογές του 2023 η αποχή άγγιξε σχεδόν το 40%, ποσοστό το οποίο ισοδυναμεί με σιωπηρή – ή μη – καταδίκη του συστήματος, από μερίδα της κοινωνίας που δεν βλέπει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των κομμάτων ή δεν πιστεύει στην επίδραση της ψήφου στο πολιτικό γίγνεσθαι. Δεύτερον, λαμβάνουν χώρα πρωτοφανείς σε μέγεθος κινητοποιήσεις, με αφορμή γεγονότα υψηλής συναισθηματικής φόρτισης, όπως το δυστύχημα στα Τέμπη, που όμως εκφράζουν συσσωρευμένη απογοήτευση και απαίτηση για απόδοση δικαιοσύνης, διαφάνεια και αλήθεια.
Τρίτον, παρατηρείται έξαρση της λεγόμενης αντισυστημικής ψήφου. Αυτή εκδηλώνεται με την εκλογική ενίσχυση κομμάτων ή πολιτικών σχημάτων που είτε διατείνονται ότι εκφράζουν τον “λαό” απέναντι στην “ελίτ”, είτε προτείνουν ριζική ανατροπή της δημοκρατικής οργάνωσης του κράτους. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής το 2012 και το 2015, η είσοδος των Σπαρτιατών στη Βουλή το 2023, η πορεία της Πλεύσης Ελευθερίας υπό την Ζωή Κωνσταντοπούλου με σημείο αναφοράς την υπόθεση Τεμπών, καθώς και η διαρκής παρουσία του λαϊκιστικού και εθνικιστικού λόγου του Κυριάκου Βελόπουλου, αποτελούν παραδείγματα αυτής της τάσης.
Η βαθύτερη αιτία της αποξένωσης των πολιτών από τη Δημοκρατία φαίνεται να εδράζεται στην εδραίωση ενός πρωθυπουργοκεντρικού και συγκεντρωτικού μοντέλου διακυβέρνησης. Από το 2019 και έπειτα, με τη Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη να κατέχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η Κυβέρνηση εμφανίζει υψηλό βαθμό ελέγχου όχι μόνο επί της εκτελεστικής, αλλά και της νομοθετικής και – εμμέσως – της δικαστικής εξουσίας. Η σύνθεση της Κυβέρνησης, ο προγραμματισμός και η ψήφιση των νομοσχεδίων, ο έλεγχος των ανεξάρτητων αρχών, ακόμη και ο διορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης περνούν ουσιαστικά από το Γραφείο του Πρωθυπουργού.
Το ισχύον εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής ενισχύει αυτή τη μονοκομματική κυριαρχία, παρέχοντας στην πλειοψηφούσα παράταξη σχεδόν απρόσκοπτη δυνατότητα νομοθέτησης και καθορισμού της πολιτικής ατζέντας. Η Βουλή έχει περιθωριοποιηθεί ως θεσμός ουσιαστικού διαλόγου, ενώ η Δικαιοσύνη, παρά τις θεσμικές εγγυήσεις της ανεξαρτησίας της, εμφανίζεται ευάλωτη στις πιέσεις του πολιτικού προσωπικού. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, χωρίς αρμοδιότητες πέραν εκείνων του τυπικού συμβολισμού, καθίσταται διακοσμητικό στοιχείο του πολιτεύματος.
Η Αντιπολίτευση, από την πλευρά της, αποτυγχάνει να αρθρώσει συνεκτικό και πειστικό λόγο. Ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει εσωτερικές ανακατατάξεις, διασπάσεις και απώλεια συνοχής, η Πλεύση Ελευθερίας εμμένει σε μονοθεματική και προσωποπαγή στρατηγική, ο Κυριάκος Βελόπουλος επιδίδεται σε επικίνδυνο εθνικολαϊκισμό, ενώ το ΚΚΕ διατηρεί έναν αυστηρά απομονωμένο και αμετάβλητο λόγο. Το ΠΑΣΟΚ υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη αποφεύγει τις ευρύτερες συναινέσεις και πρωτοβουλίες, που θα μπορούσαν να επανασυστήσουν έναν ισχυρό προοδευτικό αντιπολιτευτικό πόλο.
Η έλλειψη αντιστάσεων στο κυβερνητικό έργο, η απουσία μιας στιβαρής και εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, καθιστούν τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας δυσλειτουργική. Σε αυτό το περιβάλλον, ενισχύεται η αίσθηση ενός δημοκρατικού κενού. Οι πολίτες είτε αποσύρονται από τα κοινά, είτε αναζητούν λύσεις έξω από το θεσμικό πλαίσιο, ενίοτε ακόμα και σε αντιδημοκρατικές εκδοχές εξουσίας.
Αν προστεθούν τα φαινόμενα αστυνομικής αυθαιρεσίας, η αδιαφάνεια στη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, οι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου, η εξάρτηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης από την κρατική διαφήμιση και η γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης προς τους δημόσιους λειτουργούς, τότε γίνεται φανερό ότι η κρίση είναι πολυεπίπεδη. Δεν αφορά μόνον το σύστημα της διακυβέρνησης, αλλά επεκτείνεται και στο συλλογικό φαντασιακό, δηλαδή στην ίδια την αντίληψη των πολιτών για το τι σημαίνει κοινωνική συνύπαρξη, πολιτική συμμετοχή και δημοκρατία.
Οι αναφορές σε «καθεστωτισμό», «παρακράτος», «θεσμική εκτροπή» και άλλα συναφή, παρότι συχνά χαρακτηρίζονται υπερβολικές ή σκόπιμες, αποτυπώνουν μια εδραιωμένη ανασφάλεια της κοινωνίας. Η απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων δεν είναι αποτέλεσμα μόνο πολιτικής αστοχίας ή οικονομικών αδιεξόδων. Είναι και συνέπεια της συστηματικής απομάκρυνσης των πολιτών από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Το πολίτευμα χάνει τη νομιμοποίησή του όταν διαρκώς διαψεύδει τις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Μπορεί να ανακοπεί αυτή η φθίνουσα πορεία; Μπορεί η κοινοβουλευτική δημοκρατία να αποκαταστήσει τη χαμένη της αξιοπιστία; Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ένας συνολικός θεσμικός και πολιτικός επανασχεδιασμός. Η αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για έναν τέτοιο μετασχηματισμό. Απαραίτητες είναι αλλαγές που να ενισχύουν την διάκριση των εξουσιών, να μειώνουν τις αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού, να καθιστούν την Βουλή κέντρο διαβούλευσης και ελέγχου, να επαναφέρουν τη Δικαιοσύνη στο ρόλο του ανεξάρτητου εγγυητή.
Η ουσιαστική αναβάθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης, η καθιέρωση διαδικασιών συμμετοχικής δημοκρατίας (π.χ. τοπικά δημοψηφίσματα, ενίσχυση θεσμών κοινωνικού ελέγχου), η απεξάρτηση των ΜΜΕ από την κρατική χρηματοδότηση, η ίση μεταχείριση όλων των πολιτικών σχημάτων και η θεσμική προστασία του πλουραλισμού είναι επίσης αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγέννηση της Δημοκρατίας.
Η μεγάλη κοινωνική κινητοποίηση που ακολούθησε το δυστύχημα των Τεμπών αποτελεί απόδειξη ότι η κοινωνία, παρά την κόπωση και την απαξίωση, παραμένει ζωντανή. Αναζητά δικαιοσύνη, διαφάνεια, αξιοκρατία. Επιθυμεί μια πολιτική τάξη που να υπηρετεί και όχι να εξουσιάζει. Ζητάει τη δυνατότητα συμμετοχής και επιρροής στις αποφάσεις που την αφορούν. Αυτή η δυναμική πρέπει να βρει θεσμική διέξοδο.
Εν κατακλείδι, η απαξίωση των θεσμών και του πολιτεύματος στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας δεν είναι ένα φαινόμενο συγκυριακό. Είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων στρεβλώσεων και συσσωρευμένων λαθών. Η διόρθωσή τους απαιτεί γενναίες τομές, πολιτική βούληση και κοινωνική συμμετοχή. Η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη. Είναι μια συνεχής διεκδίκηση. Και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς αυτήν, ίσως να είναι η σημαντικότερη πρόκληση της επόμενης ημέρας.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Όταν το παρελθόν γίνεται καταφύγιο
Σκιές πολέμου στο κατώφλι του 2026