Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

18 Δεκεμβρίου 2025

Η χώρα σε ρόλο Τρούμπας

Στα μεταπολεμικά χρόνια της Τρούμπας, μέσα στη γενικευμένη φτώχεια και την κοινωνική ερήμωση, ίσχυαν τουλάχιστον καθαροί – όσο σκληροί κι αν ήταν – όροι συναλλαγής. Οι γυναίκες που πουλούσαν το κορμί τους το έκαναν για να επιβιώσουν και, κυρίως, πληρώνονταν.

Η οικονομία της ανέχειας είχε κανόνες, η προσδοκία ήταν συγκεκριμένη και το αντάλλαγμα άμεσο. Η ιστορική μνήμη εκείνης της περιόδου, όπως αποτυπώθηκε και στον κινηματογράφο, δεν εξιδανικεύει τη μιζέρια· απλώς τη φωτίζει χωρίς αυταπάτες.

Σήμερα, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια διαφορετική αλλά επικίνδυνα γνώριμη φάση. Η παρατεταμένη φτωχοποίηση, αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών δεκαετιών, διαμορφώνει ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου η προσδοκία αντικαθιστά τη στρατηγική και το αφήγημα υποκαθιστά το σχέδιο.

Η χώρα εμφανίζεται ξανά ως πεδίο εκμετάλλευσης, αυτή τη φορά όχι στο επίπεδο της ανθρώπινης εξαθλίωσης της πιάτσας, αλλά στο επίπεδο των φυσικών πόρων, των γεωπολιτικών υποσχέσεων και των ενεργειακών «θαυμάτων» που προβάλλονται ως λύτρωση.

Η δημόσια συζήτηση για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο καλλιεργεί μια νέα συλλογική προσμονή. Όχι για κοινωνική ανασυγκρότηση, όχι για παραγωγική ανασύνταξη, αλλά για μια εξωτερική σωτηρία που θα έρθει απ’ έξω και θα λύσει αυτομάτως τα προβλήματα.

Σε αυτή τη λογική, οι πολίτες μετατρέπονται σε παθητικούς θεατές, που περιμένουν το «μεγάλο εύρημα» όπως κάποτε περίμεναν το δολάριο. Η διαφορά είναι κρίσιμη: τότε κάποιοι έπαιρναν έστω ένα αντίτιμο. Σήμερα, ο κίνδυνος είναι να μη μείνει τίποτα, ούτε καν η ψευδαίσθηση του οφέλους.

Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι η εκμετάλλευση φυσικών πόρων δεν οδηγεί αυτομάτως σε ευημερία. Χωρίς θεσμική ισχύ, χωρίς εθνική στρατηγική, χωρίς κοινωνικό έλεγχο και διαφάνεια, τα οφέλη συσσωρεύονται αλλού και οι κοινωνίες μένουν με τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Η Ελλάδα, σε συνθήκες αδυναμίας και εξάρτησης, κινδυνεύει να επαναλάβει αυτό το μοτίβο, επενδύοντας ξανά σε ένα αφήγημα εύκολης λύσης.

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο δεν είναι η ίδια η φτώχεια, αλλά η ψυχολογία που τη συνοδεύει. Ένας λαός κουρασμένος και απογοητευμένος είναι πιο ευάλωτος σε υποσχέσεις, πιο δεκτικός σε απλοϊκές αφηγήσεις και λιγότερο πρόθυμος να διεκδικήσει ουσιαστικές αλλαγές.

Η ιστορία δείχνει ότι τέτοιες κοινωνίες εγκλωβίζονται σε φαύλους κύκλους, όπου η απογοήτευση γεννά απάθεια και η απάθεια διαιωνίζει τις ίδιες αποτυχημένες επιλογές.

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν η Ελλάδα διαθέτει πόρους ή γεωπολιτική αξία. Το ερώτημα είναι γιατί, επανειλημμένα, αποτυγχάνει να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος. Γιατί οι συλλογικές εμπειρίες δεν μετατρέπονται σε γνώση και πολιτική ωριμότητα.

Γιατί, όπως και στο ατομικό επίπεδο, οι κοινωνίες αναπαράγουν τις ίδιες «συναισθηματικές παραλύσεις», αδυνατώντας να σπάσουν τα δεσμά της εξάρτησης και της αυταπάτης.

Σε αυτό το σημείο, η σάτιρα και ο ρεαλισμός συγγραφέων όπως ο Τσιφόρος αποκτούν διαχρονική αξία. Όχι ως λογοτεχνική νοσταλγία, αλλά ως καθρέφτης μιας κοινωνίας που επαναλαμβάνει τα ίδια μοτίβα, με διαφορετικά σκηνικά και ίδιους πρωταγωνιστές. Οι ιστορίες της «πιάτσας» δεν μιλούν μόνο για το παρελθόν· μιλούν για μια διαρκή παθογένεια που μεταλλάσσεται αλλά δεν εξαφανίζεται.

Αν η χώρα συνεχίσει να αντιμετωπίζει κάθε κρίση ως ευκαιρία για ένα νέο αφήγημα και όχι ως αφορμή για ουσιαστική αλλαγή, τότε το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Οι προσδοκίες θα διαψευστούν, το κόστος θα μετακυλιστεί ξανά στην κοινωνία και ο κύκλος θα επαναληφθεί.

Το πραγματικό στοίχημα δεν είναι το πετρέλαιο ή το αέριο. Είναι αν, αυτή τη φορά, η Ελλάδα θα αρνηθεί να παίξει τον ρόλο που της αποδίδουν και θα διεκδικήσει επιτέλους κάτι περισσότερο από μια ακόμη αυταπάτη.

Ετικέτες: