Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

1 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΔΕΘ ως αρένα υποσχέσεων και προεκλογικών αυταπατών

Η ακρίβεια αποτελεί ένα από τα πιο πρόσφορα και αποδοτικά πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης. Όπως άλλοτε τα σκάνδαλα διαπλοκής και οι τραγωδίες που αποδίδονται σε κακοδιοίκηση, έτσι και τώρα η άνοδος των τιμών μετατρέπεται σε βασικό όπλο για τα κόμματα που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, προκειμένου να πλήξουν την κυβέρνηση και να εμφανιστούν ως έτοιμοι σωτήρες του λαού.

Το πολίτευμα, με τον τρόπο που λειτουργεί, προσφέρει ανέκαθεν σε κάθε αντιπολίτευση το πλεονέκτημα της θέσης της: μπορεί να καταγγέλλει, να καταλογίζει ευθύνες και να υπόσχεται χωρίς το βάρος της διακυβέρνησης. Έτσι, η αντιπαράθεση γύρω από την ακρίβεια εξελίσσεται σε ένα παιχνίδι εξουσίας, με στόχο τη διεκδίκηση της καρέκλας, ενώ στο μεταξύ η κοινωνία καλείται να αντέξει το βάρος των συνεπειών. Δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρος ο δυτικός κόσμος έχει ταυτίσει τον ρεπουμπλικανισμό με τη δημοκρατία, παρότι στην ουσία δεν έχουν καμία συγγένεια.

Τα τελευταία άρθρα και σχόλια γύρω από την ακρίβεια πληθαίνουν, καθώς πλησιάζει η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης και οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πρωτογενές πλεόνασμα φτάνει τα 11,4 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά το ζήτημα ακόμη πιο επίκαιρο.

Η αντιπολίτευση σπεύδει να το αξιοποιήσει, τονίζοντας ότι η αγοραστική δύναμη των πολιτών είναι προτελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πως ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί κατά 16,5% στην εξαετία της διακυβέρνησης της ΝΔ, ενώ τα τρόφιμα καταγράφουν συνολική αύξηση 38% και το κόστος στέγης έχει εκτιναχθεί. Τα δεδομένα αυτά συνθέτουν μια εικόνα πίεσης και δυσφορίας, που η αντιπολίτευση μετατρέπει σε πολιτικό επιχείρημα.

Η συνταγή που προτείνεται δεν είναι καινούρια: εντατικοί έλεγχοι στην αγορά, για να τιθασευτούν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας. Όμως το ερώτημα παραμένει: έχουν ποτέ οι έλεγχοι αυτοί φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα; Η εμπειρία δείχνει πως οι επιπτώσεις τους ήταν περιορισμένες. Ακόμη και σε εποχές υψηλού πληθωρισμού, όταν επιχειρήθηκε τιμαριθμοποίηση εισοδημάτων, το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν η τροφοδότηση ενός φαύλου κύκλου αυξήσεων.

Οι έλεγχοι, στην πράξη, βοήθησαν κυρίως κάποιους ελεγκτές να αυξήσουν τα προσωπικά τους εισοδήματα, αλλά δεν προσέφεραν ουσιαστική προστασία στους καταναλωτές. Η ελεύθερη αγορά, υπό καθεστώς καπιταλισμού, δεν παύει να καθορίζεται από τους νόμους της κερδοφορίας και του ανταγωνισμού, και αυτό είναι κάτι που όλοι οι πολιτικοί χώροι, ανεξαρτήτως ιδεολογικών ταμπελών, αποδέχονται στην πράξη.

Η Νέα Δημοκρατία δηλώνει ανοιχτά υπέρμαχος του καπιταλισμού. Η αντιπολίτευση, από την άλλη, αυτοχαρακτηρίζεται προοδευτική, σοσιαλιστική, αριστερή ή σοσιαλδημοκρατική, χωρίς όμως να παύει να κινείται στο ίδιο πλαίσιο. Καμία δύναμη δεν αμφισβητεί έμπρακτα το σύστημα· όλοι απλώς ανταγωνίζονται για το ποιος θα διαχειριστεί καλύτερα την εξουσία που αυτό παράγει, στηριζόμενοι σε μηχανισμούς διαπλοκής και σε δίκτυα συμφερόντων.

Στον πυρήνα του, το καθεστώς παραμένει ολιγαρχικό. Τα μονοπώλια και τα καρτέλ διαμορφώνουν την αγορά, εξασφαλίζουν τα κέρδη που θέλουν και επηρεάζουν άμεσα την πολιτική. Σε αυτό το περιβάλλον, οι μορφές εξουσίας που γεννιούνται είναι πάντα ολιγαρχικές, με τις πιο ακραίες εκφράσεις τους να αγγίζουν τις δικτατορίες.

Η μόνη πραγματική απάντηση θα μπορούσε να προέλθει από μια γνήσια δημοκρατία, με ένα νέο μοντέλο οικονομίας που θα σέβεται τις ανάγκες όλων των πολιτών, με θεσμούς όπως εκείνος της «καταναλωκρατίας» που προτείνεται ως εναλλακτική.

Με την έναρξη της ΔΕΘ, η κυβέρνηση θα παρουσιάσει τις δικές της εξαγγελίες και η αντιπολίτευση θα βρει την ευκαιρία να αντεπιτεθεί, κατηγορώντας την ότι επιστρέφει μόνο ψίχουλα στον λαό, τη στιγμή που έχει συγκεντρώσει τεράστια πλεονάσματα μέσω της φορολογικής αφαίμαξης και του υψηλού ΦΠΑ. Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση θα τάξει 13ο και 14ο μισθό, καθώς και μείωση του ΦΠΑ.

Όμως τέτοιες εξαγγελίες έχουν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα: η μείωση του ΦΠΑ θα ωφελήσει δυσανάλογα τους πιο εύπορους, που καταναλώνουν περισσότερα, ενώ θα περιορίσει τα έσοδα του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι οι πρόσθετοι μισθοί θα μείνουν χωρίς αντίκρισμα, καθώς η χώρα οφείλει να πληρώνει τόκους δανεισμού ύψους 6 δισ. για το 2024 και να μειώνει το δημόσιο χρέος, που στο τέλος του ίδιου έτους ανερχόταν στα 365 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 1,5 του ΑΕΠ. Με αυτά τα δεδομένα, το πλεόνασμα των 11,4 δισ. μοιάζει λιγότερο γενναιόδωρο απ’ όσο φαίνεται στην αρχή.

Η μείωση του ΦΠΑ, που εισηγείται η αντιπολίτευση, θα συρρικνώσει περαιτέρω το πρωτογενές πλεόνασμα. Αν η ανάπτυξη μείνει στο 2,2%, το αποτέλεσμα θα είναι ανεπαρκές ακόμη και για να καλυφθούν οι τόκοι και οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους. Η κοινωνική πολιτική, υπό τέτοιες συνθήκες, θα παραμείνει γράμμα κενό. Έτσι, οι «κομπογιαννίτικες» αυτές προτάσεις δεν είναι ικανές να πείσουν ή να διευρύνουν τα ποσοστά της αντιπολίτευσης.

Ένα άλλο σημείο που αξιοποιείται έντονα στον πολιτικό λόγο είναι ο νόμος για τα τεκμήρια των ελεύθερων επαγγελματιών. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τον τρόπο αυτόν περιορίζεται η φοροδιαφυγή, ενώ η αντιπολίτευση καταγγέλλει φορολογική εξόντωση.

Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η μεγάλη πλειονότητα, περίπου 400.000 επαγγελματίες, αποδέχθηκε να πληρώσει φόρους βάσει τεκμηρίων για να αποφύγει τον αναδρομικό έλεγχο της προηγούμενης πενταετίας. Μόνο 2.603 προτίμησαν να υποστούν τον έλεγχο. Το γεγονός αυτό αποδυναμώνει το αφήγημα της αντιπολίτευσης περί γενικευμένης αδικίας.

Η κριτική, ωστόσο, παραμένει: ποια είναι η αλληλεγγύη της αντιπολίτευσης απέναντι στους συνταξιούχους και τους δημόσιους υπαλλήλους που επωμίζονται τα βάρη της φοροδιαφυγής; Οι υποσχέσεις για κοινωνικά μερίσματα μοιάζουν με επιταγές χωρίς αντίκρισμα.

Σε ένα καθεστώς όπου η δημοσιονομική πραγματικότητα υπαγορεύει αυστηρά όρια, η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από την ακρίβεια καταλήγει να είναι περισσότερο μια μάχη εντυπώσεων παρά ουσίας, ενώ οι πολίτες συνεχίζουν να δοκιμάζονται από τις ίδιες πιέσεις που γέννησαν την αντιπαράθεση εξαρχής.

Ετικέτες: