Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

29 Σεπτεμβρίου 2025

Η διπλωματία των υποτακτικών

Η παρουσία του Ταγίπ Ερντογάν στο Οβάλ Γραφείο προκάλεσε δέος, επιβεβαιώνοντας το εκτόπισμα ενός ηγέτη με αυξημένο πολιτικό βάρος. Η επιβλητική είσοδός του, χωρίς να μιλήσει λέξη στα αγγλικά, ανέδειξε την εικόνα ενός statesman που συνομιλεί επί ίσοις όροις με τον επικεφαλής της παγκόσμιας υπερδύναμης, ενώ παράλληλα απαξιώνει, με ειρωνικό τρόπο, πολιτικές φιγούρες όπως ο Εμανουέλ Μακρόν. Η εικόνα αυτή έρχεται σε έντονη αντίθεση με την παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού, του οποίου η δημόσια εικόνα περιορίζεται σε πρόχειρες αναρτήσεις και επιφανειακές διπλωματικές εμφανίσεις, απομακρυσμένος από τα κέντρα αποφάσεων και το διεθνές κύρος.

Η διαφορά μεταξύ των δύο ηγετών είναι εμφανής και αρνείται να την αναγνωρίσει μόνο όποιος επιλέγει τη σκόπιμη άγνοια ή αδυνατεί να δεχθεί τη σκληρή πραγματικότητα της διπλωματικής μας υποβάθμισης. Υπάρχει, βέβαια, και η κατηγορία εκείνων που, επικαλούμενοι την παρηγορητική σοφία του λαού περί εθνικών παπουτσιών, αρνούνται πεισματικά να παραδεχθούν την ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής τάξης, προβάλλοντας μια επίπλαστη υπερηφάνεια. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φορείς μιας κούφιας ρητορικής που αρνείται να αντικρίσει την ευρωπαϊκή υποβάθμιση της χώρας, ειδικά σε επίπεδο πολιτικής αντιπροσώπευσης.

Οι θιασώτες της κυβερνητικής αφήγησης, τα υπερασπιστικά τρολ που σιτίζονται στα παχυλά τραπέζια της εξουσίας, δεν ανέχονται καμία αμφισβήτηση. Υπερασπίζονται τον Κυριάκο Μητσοτάκη σαν να πρόκειται για το μοναδικό σημείο αναφοράς της ελληνικής πολιτικής, θεωρώντας πως όποιος τον κρίνει είναι προδότης, πράκτορας ή, ακόμα χειρότερα, εργαλείο ξένων δυνάμεων. Η μονολιθική αυτή υπεράσπιση, όμως, δείχνει περισσότερο φόβο παρά πίστη, καθώς επιβεβαιώνει την αποτυχία να διαχειριστούν την προφανή αντίθεση μεταξύ εικόνας και ουσίας.

Η χυδαία αυτή αντιστροφή ρόλων, όπου οι πραγματικοί Έλληνες πατριώτες στοχοποιούνται από τους κρατικοδίαιτους μηχανισμούς προπαγάνδας, δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή. Η αναγκαία αποκατάσταση της αλήθειας είναι επιβεβλημένη. Η Τουρκία του Ερντογάν αγωνίζεται στη διπλωματική Premier League, ενώ η Ελλάδα εμφανίζεται με ηγέτη τρίτης κατηγορίας, ο οποίος παίζει ρόλο κομπάρσου, όταν δεν περιορίζεται σε επικοινωνιακά τερτίπια. Η διαφορά κύρους, ωστόσο, δεν οφείλεται μόνο στη διαφορά ισχύος των δύο κρατών. Αν και η Τουρκία έχει αναπτύξει ισχυρή αμυντική βιομηχανία και παραγωγικό δυναμικό, εντός της αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις, όπως οι κοινωνικές ανισότητες και η πολιτισμική διχοτόμηση. Το έλλειμμα δημοκρατίας, αν και υπαρκτό, δεν αποτελεί σαφή διαχωριστική γραμμή, καθώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει παρόμοια φαινόμενα εκφυλισμού των θεσμών.

Η Ελλάδα, παρά την οικονομική της εξάρτηση και τις επιπτώσεις της μακρόχρονης λιτότητας, παραμένει ένα μεσαίο ευρωπαϊκό κράτος, με σημαντική γεωστρατηγική θέση, ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και συμμετοχή σε βασικούς ευρωατλαντικούς θεσμούς. Παρ’ όλα αυτά, η φθίνουσα παρουσία της στον διεθνή στίβο, ακόμη και σε πεδία όπου διατηρούσε σαφές προβάδισμα, αποτυπώνει το έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας. Η Ελλάδα δεν έχει περάσει στην τρίτη Εθνική ως κράτος, αλλά το πολιτικό της προσωπικό αδυνατεί να υπηρετήσει τη διεθνή της θέση με επάρκεια και αξιοπιστία.

Το προσωπικό παράδειγμα από τη συνάντηση με τον Ταγίπ Ερντογάν το 2010, στο περιθώριο της επίσκεψής του στην Αθήνα, αναδεικνύει τη διαφορά προσέγγισης. Στη διάρκεια εκείνης της συνάντησης, ο Τούρκος πρόεδρος διατήρησε μια επιβλητική παρουσία, παρά τις αιχμηρές ερωτήσεις για την προκλητικότητα της Άγκυρας στο Αιγαίο. Όταν επισημάνθηκε η ανεπίτρεπτη στάση του απέναντι στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, αντέδρασε με αυστηρότητα, αλλά και αυτοσυγκράτηση. Η προσωπική μου παρέμβαση για το ρόλο των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και τις θεσμικές εκτροπές της Άγκυρας προκάλεσε την ενόχλησή του, αλλά η αντίδρασή του έμεινε στο πλαίσιο του πολιτικού πολιτισμού, χωρίς να χαθεί η ψυχραιμία.

Η στάση του, ακόμα και στο φινάλε της έντονης συζήτησης, όταν επέλεξε να πλησιάσει με χειραψία και έναν άτυπο μορφασμό συμφιλίωσης, αποδεικνύει το επίπεδο ενός ηγέτη που μπορεί να ελέγξει το αφήγημα, να διαχειριστεί αντιπαραθέσεις και να μην φοβάται τη σύγκρουση με μέσα και ανθρώπους που δεν βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Η αντίθεση είναι σαφής: Ο σημερινός Έλληνας πρωθυπουργός αποφεύγει επιμελώς τις «μη φιλικές» δημοσιογραφικές συνθήκες, ακόμα και σε εσωτερικό επίπεδο, αποστρέφεται τις μη προγραμματισμένες ερωτήσεις και δεν επιδιώκει δημόσιες τοποθετήσεις σε ανεξάρτητα φόρα.

Η απροθυμία αυτή να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής, σε συνδυασμό με την επικοινωνιακή προσήλωση και την έλλειψη εθνικού σθένους, αποδεικνύει ένα συνολικό έλλειμμα πολιτικής στόφας. Η παρουσία στο εξωτερικό, όταν γίνεται με αποκλειστικό στόχο την εικόνα και την προβολή, χωρίς ουσία, στρατηγική ή ιδεολογικό προσανατολισμό, εκθέτει τελικά όχι μόνο τον ίδιο αλλά και τη χώρα. Κι όσο η εξωτερική πολιτική εκτελείται από managers και επικοινωνιολόγους, αντί από πολιτικούς με εθνικό όραμα, τόσο θα μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στη γεωπολιτική δυναμική της Ελλάδας και στην πραγματική της θέση στον παγκόσμιο χάρτη.

Η επιστροφή του «ασώτου»

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέβηκε στην εξουσία με τη στήριξη της Ουάσινγκτον και του Γκιουλέν, που τότε βρισκόταν στις ΗΠΑ, όμως η σχέση αυτή άρχισε να ψυχραίνεται μετά το 2014, όταν οι Αμερικανοί στήριξαν τους Κούρδους της Συρίας στην πολιορκία του Κομπάνι ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος. Η Τουρκία θεώρησε αυτή την υποστήριξη ως απειλή, εκλαμβάνοντας τα αμερικανικά βήματα ως προσπάθεια δημιουργίας ενός δεύτερου αυτόνομου κουρδικού κράτους, κάτι που η Άγκυρα θεωρεί ζωτικής σημασίας εθνικό κίνδυνο. Η καχυποψία του Ερντογάν έναντι των ΗΠΑ και του Γκιουλέν κορυφώθηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, οδηγώντας τον Τούρκο πρόεδρο σε στροφή προς τη Ρωσία και τον Πούτιν, απομακρυνόμενος από τις ΗΠΑ των Τραμπ και Μπάιντεν.

Από εκεί και πέρα, ο Ερντογάν εφάρμοσε μια τακτική εκκρεμούς, ισορροπώντας ανάμεσα σε Μόσχα και Ουάσινγκτον, αναζητώντας την επιρροή και τη στήριξη της Ρωσίας στο συριακό ζήτημα, όπου η Μόσχα είχε μεγάλη επιρροή μέσω του καθεστώτος Άσαντ. Αυτή η στρατηγική οδήγησε στη δημιουργία της διαδικασίας της Αστανά, που περιελάμβανε Τουρκία, Ρωσία και Ιράν για τη διαχείριση της κρίσης στη Συρία. Παράλληλα, με την ώθηση και του εθνικιστή εταίρου του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο Ερντογάν στράφηκε και προς τις τουρκόφωνες χώρες της Ευρασίας και ακόμη και την Κίνα, επιδιώκοντας να εντάξει την Τουρκία σε διεθνείς οργανισμούς όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σανγκάης και οι BRICS.

Ωστόσο, η επανεκλογή του Τραμπ και η σχετική αποδυνάμωση της ρωσικής παρουσίας στη Συρία, σε συνδυασμό με την αυξημένη εμπλοκή του Ισραήλ, ανάγκασε τον Ερντογάν να αναθεωρήσει προσωρινά την πολιτική του και να επιστρέψει ως «άσωτος υιός» στην αγκαλιά των ΗΠΑ, προσπαθώντας να διασφαλίσει νομιμοποίηση, να συγκρουστεί με το Ισραήλ στην περιοχή και να αποτρέψει τη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους στη βορειοανατολική Συρία. Η επιστροφή αυτή δεν θα έχει την αγνότητα της παραβολής του Ιησού, καθώς ο Τραμπ δεν πρόκειται να υποδεχτεί τον Ερντογάν με τιμές, αλλά θα τον εκμεταλλευτεί για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Η δυναμική αυτής της σχέσης φάνηκε ξεκάθαρα από τον τρόπο που ο Τραμπ χειρίστηκε τον Τούρκο πρόεδρο, υπενθυμίζοντας δημοσίως την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, που είχε καταδικαστεί σε 35 χρόνια φυλάκιση στην Τουρκία και αφέθηκε ελεύθερος μετά από τηλεφώνημα του Αμερικανού προέδρου. Με αυτή την κίνηση, ο Τραμπ έδειξε ποιος έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις, ενώ δεν δίστασε να εκθέσει τον Ερντογάν κατηγορώντας τον για «σημαδεμένες» εκλογές, συγκρίνοντας τις με τις αμφισβητούμενες αμερικανικές εκλογές του 2020.

Πριν από το ταξίδι στην Ουάσινγκτον, ο Ερντογάν συμφώνησε με τον γιο του Τραμπ την αγορά 225 αεροσκαφών Boeing από την Turkish Airlines, αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και την άρση δασμών σε αμερικανικά προϊόντα, με εξαίρεση εκείνους στο αλουμίνιο και χάλυβα που είχε επιβάλει ο Τραμπ. Παράλληλα, η τουρκική πολεμική αεροπορία επιδιώκει την επιστροφή στο πρόγραμμα F-35 και την αγορά 40 F-16 Viper μαζί με την αναβάθμιση 79 παλιών F-16, με προγράμματα που υπερβαίνουν τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα, η Τουρκία θα πρέπει να αντιμετωπίσει το οικονομικό κόστος της σταδιακής αντικατάστασης του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου με αμερικανικό υγροποιημένο αέριο, μέσω μιας 20ετούς συμφωνίας της BOTAS με την Mercuria.

Σε ό,τι αφορά τον βασικό πολιτικό στόχο, δηλαδή την αποτροπή ίδρυσης αυτόνομου κουρδικού κράτους στη Συρία, η έκβαση θα εξαρτηθεί σημαντικά από τη στάση του Ισραήλ και των ίδιων των Κούρδων. Η διεθνής σκηνή παραμένει σε αγωνία, καθώς οι επόμενες κινήσεις των πρωταγωνιστών θα καθορίσουν την εξέλιξη μιας κρίσιμης γεωπολιτικής εξίσωσης στην περιοχή.

Ετικέτες: