Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Η διπλωματική ανυπαρξία της Ελλάδας σε εποχή γεωπολιτικών ανατροπών

Ο βομβαρδισμός της Δαμασκού από τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, με στόχο ακόμα και την περιοχή γύρω από το προεδρικό μέγαρο, φέρνει με εκκωφαντικό τρόπο στην επιφάνεια τη χαώδη απόσταση ανάμεσα στην αποφασιστικότητα του Ισραήλ να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του και την παθητική, σχεδόν ηττοπαθή στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι σε διαρκείς προκλήσεις και απειλές.

Ενώ το Ισραήλ επιλέγει την πράξη αντί της αναμονής και της αδράνειας, προβαίνοντας σε στοχευμένα πλήγματα κατά στόχων που θεωρεί απειλητικούς, μεταξύ των οποίων και ηγετικά στελέχη αντικαθεστωτικών δυνάμεων όπως ο Αμπού Μοχάμεντ αλ-Τζολάνι – ο οποίος, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Δαμασκό και να μεταβεί στην Τουρκία για λόγους ασφαλείας – η Αθήνα επιμένει να αντιμετωπίζει τις γεωπολιτικές απειλές με… συναντήσεις, χαμόγελα και διαλόγους χωρίς αντίκρισμα.

Το Ισραήλ, ανεξαρτήτως της συχνά βάναυσης και υπερβολικής στρατιωτικής του απάντησης – η οποία έχει προκαλέσει διεθνή κριτική για τα χιλιάδες θύματα στη Γάζα – καταφέρνει να εκπέμπει με σαφήνεια ένα μήνυμα: η επιβίωση και η ασφάλεια του κράτους του δεν τίθενται σε διαπραγμάτευση. Αντίθετα, η Ελλάδα, μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, μοιάζει ανήμπορη να απαντήσει ακόμη και σε προσβολές από περιφερειακά κρατίδια ή μη αναγνωρισμένες οντότητες – από την Αλβανία και τα Σκόπια, έως τις αντίπαλες κυβερνήσεις της Λιβύης και τις παρεμβάσεις παραστρατιωτικών οργανώσεων όπως οι Χούθι.

Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, υπό την ηγεσία του Γιώργου Γεραπετρίτη, παρουσιάζει μια εικόνα πλήρους διπλωματικής απραξίας. Χωρίς στρατηγικό οδικό χάρτη, χωρίς ενεργό διπλωματική πίεση, χωρίς καμία διάθεση να καταφύγει σε μέτρα αποτροπής, επιμένει σε έναν «διάλογο για τον διάλογο», ακόμη κι όταν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας βάλλονται ανοιχτά. Αντί να δημιουργεί μοχλούς πίεσης και κόστη για την απέναντι πλευρά, η Αθήνα προτιμά να πορεύεται με μια ρητορική ήπιων τόνων, την οποία ουδείς λαμβάνει σοβαρά υπόψη.

Την ίδια στιγμή, η Ιερουσαλήμ κινείται σταθερά για να διαμορφώσει νέα δεδομένα στο συριακό μέτωπο. Μετά από σειρά σφαγών αμάχων Δρούζων από το φιλοϊρανικό συριακό καθεστώς και τις ισλαμιστικές παραφυάδες του, το Ισραήλ εξαπολύει επιθέσεις με σκοπό την αποστρατιωτικοποίηση της νότιας Συρίας και τη διασφάλιση της εδαφικής ουδετερότητας στην περιοχή. Οι αναλύσεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε μορφή ομοσπονδιοποίησης του συριακού κράτους, με αύξηση της αυτονομίας μειονοτήτων όπως οι Δρούζοι και, ενδεχομένως, σε ένα πρώτο βήμα για την ανακήρυξη κουρδικού κρατικού μορφώματος στη βόρεια Συρία – εξέλιξη που αποτελεί στρατηγικό εφιάλτη για την Τουρκία.

Παράλληλα, το Ισραήλ έχει ήδη απευθύνει κάλεσμα προς την Ελλάδα για εμβάθυνση της στρατηγικής τους σχέσης. Και δεν είναι τυχαίο: οι απειλές των φονταμενταλιστών αγγίζουν άμεσα τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Συρίας, πολλοί από τους οποίους διατηρούν εθνοθρησκευτικούς δεσμούς με τον Ελληνισμό. Η ερώτηση που ανακύπτει είναι απλή και πιεστική: πού βρίσκεται η Ελλάδα σε όλα αυτά;

Αντί να αδράξει την ευκαιρία να ενταχθεί ενεργά σε έναν άξονα περιφερειακής σταθερότητας με αντικαθεστωτική και αντιτουρκική κατεύθυνση, όπως έκανε στους Βαλκανικούς Πολέμους, η Αθήνα μοιάζει να προτιμά τη φινλανδοποίηση και την αποδοχή ενός καθεστώτος υποταγής στη βούληση της Άγκυρας. Το παράδειγμα της Λιβύης είναι αποκαλυπτικό: μια χώρα διαλυμένη, με δύο αντίπαλες κυβερνήσεις και καμία διεθνή ισχύ, κατορθώνει να εκβιάζει την Ελλάδα σε ζητήματα ΑΟΖ και μεταναστευτικής πολιτικής.

Κι ενώ το Ισραήλ κινείται με πρότυπο την αθηναϊκή περιγραφή των Κορινθίων στον Θουκυδίδη – θεωρώντας κάθε χαμένη ευκαιρία ως στέρηση κεκτημένου και κάθε επιτυχία ως εφαλτήριο για νέες κατακτήσεις – η Ελλάδα μοιάζει καθηλωμένη σε μια διπλωματία κατευνασμού, που μόνο ως φύλλο συκής μπορεί να περιγραφεί για την απουσία στρατηγικής βούλησης. Δεν πρόκειται απλώς για έλλειψη ρητορικής τόλμης ή επιτελικού σχεδιασμού. Πρόκειται για έλλειψη γεωπολιτικού ρεαλισμού και κατανόησης της νέας πραγματικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

Η ευθύνη, φυσικά, δεν σταματά στον υπουργό Εξωτερικών. Το συνολικό πολιτικό στίγμα δίνεται από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος φαίνεται να αποδέχεται αυτή τη στρατηγική ελαφρότητα ως επίσημη εξωτερική πολιτική της χώρας. Κι όμως, όσο ο διεθνής περίγυρος γίνεται πιο επικίνδυνος και απρόβλεπτος, τόσο η ανάγκη για στροφή σε αποφασιστική, ενεργητική και προληπτική διπλωματία γίνεται επιτακτική.

Με τις απειλές κατά της Ελλάδας να πολλαπλασιάζονται και τη γεωπολιτική ρευστότητα να αυξάνεται, η διατήρηση της υφιστάμενης πορείας δεν αποτελεί επιλογή, αλλά εγγύηση αποτυχίας. Ή η Ελλάδα θα προσχωρήσει σε συμμαχίες που ενισχύουν έμπρακτα τη στρατηγική της θέση – όπως αυτή με το Ισραήλ – ή θα παγιωθεί ως περιφερειακός κομπάρσος, ακυρώνοντας το γεωπολιτικό της κεφάλαιο. Οι συγκρίσεις μιλούν από μόνες τους και το διακύβευμα πλέον είναι η ίδια η εθνική αξιοπρέπεια και επιβίωση.

Ετικέτες: