Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Η Ελλάδα χωρίς στρατηγική πυξίδα, χάνεται μέσα στη γεωπολιτική θύελλα

Η γεωπολιτική καταιγίδα που σαρώνει σήμερα τον πλανήτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο για εφησυχασμό. Από την Ουκρανία μέχρι τη Γάζα και από τη Λιβύη μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο, τα πάντα βρίσκονται σε μια ρευστότητα που θυμίζει περισσότερο προοίμιο γενικευμένων ανατροπών παρά συγκυριακές κρίσεις. Κι όμως, η ελληνική εξωτερική πολιτική δίνει την εικόνα χώρας που παρακολουθεί τις εξελίξεις αντί να τις καθορίζει, που στοιχίζεται μηχανικά σε «γραμμές» άλλων αντί να χαράσσει δικό της εθνικό σχέδιο, που περιορίζεται στον ρόλο του παρατηρητή αντί να απαιτεί ρόλο πρωταγωνιστή.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι όπου οι επιλογές δεν είναι απλώς ζήτημα διπλωματικής τακτικής, αλλά αφορούν την ίδια την εθνική επιβίωση. Η εικόνα που εκπέμπει η Αθήνα είναι πως «παίζει» σε πολλαπλά ταμπλό χωρίς συνεκτική στρατηγική, με συνέπεια να εμφανίζεται ανακόλουθη, αδύναμη και ενίοτε υποτελής στις διαθέσεις τρίτων. Σε έναν κόσμο που αναδιατάσσεται βίαια, η παθητικότητα δεν είναι ουδετερότητα, αλλά συνταγή περιθωριοποίησης.

Η πρώτη και πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της στρατηγικής αμηχανίας είναι το Ουκρανικό. Από την πρώτη στιγμή της ρωσικής εισβολής, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να στοιχηθεί απόλυτα με το Κίεβο και τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, χωρίς όμως να ξεκαθαρίσει ποια είναι τα απτά οφέλη για την Ελλάδα. Ενίσχυσε στρατιωτικά την Ουκρανία, συμμετείχε με ενθουσιασμό σε όλα τα πακέτα κυρώσεων κατά της Ρωσίας, στήριξε διπλωματικά κάθε πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά σήμερα, τριάμισι χρόνια μετά, είναι εμφανές πως ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, οι Ευρωπαίοι διαφωνούν για τη στρατηγική, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Ντόναλντ Τραμπ δείχνουν να προσανατολίζονται σε μια «ρεαλιστική ειρήνη» που μπορεί να περιλαμβάνει παραχωρήσεις εδαφών στη Ρωσία. Η συνάντηση Τραμπ–Πούτιν στην Αλάσκα, με αντικείμενο την αναστολή εχθροπραξιών και την de facto αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής, κατέδειξε ότι η Ουάσιγκτον αναζητεί συμφωνία απευθείας με τη Μόσχα, παρακάμπτοντας το Κίεβο.

Ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ ξεκαθάρισε πως «ασφάλεια της Ευρώπης χωρίς τη Ρωσία δεν υπάρχει», ενώ ο Αμερικανός ομόλογός του Μάρκο Ρούμπιο παραδέχτηκε πως «η Ουκρανία πρέπει να αισθάνεται ασφαλής για να δεχθεί οποιαδήποτε συμφωνία». Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα εμφανίζεται να στηρίζει και τον Ζελένσκι και τον Τραμπ, και τις κυρώσεις αλλά και τις πρωτοβουλίες ειρήνης που παγιώνουν εδαφικά τετελεσμένα. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει από τη μία ότι «δεν υπάρχει ασφάλεια στην Ευρώπη όσο η Ρωσία επιχειρεί να επιβάλλεται με τα όπλα», και από την άλλη «χαιρετίζει την προσπάθεια Τραμπ για βιώσιμη ειρηνευτική λύση». Πρόκειται για μια αντίφαση που δεν μπορεί να αποκρυφτεί.

Η ελληνική διπλωματική στάση στο Ουκρανικό μοιάζει με σχοινοβασία χωρίς δίχτυ. Επισήμως, η κυβέρνηση επικαλείται το διεθνές δίκαιο και την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, στην πράξη όμως συντάσσεται με έναν διχασμένο δυτικό κόσμο που δεν γνωρίζει ούτε πώς θα τελειώσει ο πόλεμος ούτε ποια θα είναι η μορφή της ειρήνης. Ο Εμανουέλ Μακρόν προτείνει αποστολή ευρωπαϊκής ειρηνευτικής δύναμης στην Ουκρανία, κάτι που η Ρωσία αντιμετωπίζει ως «εχθρική ενέργεια». Ο Τραμπ αφήνει να εννοηθεί ότι θα επιβάλει προσωπικά συμφωνία Ζελένσκι–Πούτιν «μέσα σε δυο εβδομάδες».

Η Γερμανία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ οικονομικών συμφερόντων και ατλαντικής πειθαρχίας. Η Ελλάδα, αντί να έχει χαράξει δική της σταθερή γραμμή, ταλαντεύεται ανάμεσα σε αντιφατικές επιλογές, με μοναδικό κριτήριο να μη δυσαρεστήσει κανέναν ισχυρό παίκτη. Στην πραγματικότητα, δεν προωθεί ούτε εθνικά συμφέροντα ούτε διαμορφώνει ρόλο, απλώς δηλώνει παρούσα με δηλώσεις. Και αυτό, σε ένα μέτωπο που επηρεάζει ενεργειακά, οικονομικά και αμυντικά την Ευρώπη, ισοδυναμεί με αυτοακύρωση.

Αντίστοιχα αντιφατική και ανίσχυρη εμφανίζεται η Αθήνα στη Μέση Ανατολή. Η επίθεση στο νοσοκομείο Νάσερ στη Γάζα, που στοίχισε τη ζωή σε αμάχους και δημοσιογράφους, αναδείχθηκε διεθνώς ως πιθανό έγκλημα πολέμου, με τον ΟΗΕ να καταδικάζει απερίφραστα. Η Ελλάδα, ωστόσο, επέλεξε να σταθεί σταθερά δίπλα στο Ισραήλ, επικαλούμενη την αμυντική συμφωνία Αθήνας–Τελ Αβίβ, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα παρέμβασης στην ανθρωπιστική κρίση.

Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, επιμένοντας στην «ασφάλεια του Ισραήλ», αναπαράγει το κλασικό δυτικό αφήγημα για λύση δύο κρατών, την ώρα που η ίδια η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει το παλαιστινιακό κράτος. Το αποτέλεσμα είναι να εξοργίζει και τους Παλαιστινίους που βλέπουν την Αθήνα να συντάσσεται άκριτα με το Τελ Αβίβ, αλλά και να μην ικανοποιεί το ίδιο το Ισραήλ, που ζητεί χειροπιαστή στρατιωτική συνδρομή. Μια ακόμη ελληνική διπλωματική αποτυχία που επιβεβαιώνει τον ρόλο του ουραγού.

Στη Λιβύη, η εικόνα είναι ακόμη χειρότερη. Μετά τη ρήξη με τον στρατάρχη Χάφταρ, στον οποίο η Αθήνα είχε επενδύσει τα προηγούμενα χρόνια, η Τουρκία κινείται μεθοδικά, συνομιλεί τόσο με την Τρίπολη όσο και με τη Βεγγάζη, κατοχυρώνει de facto το τουρκολιβυκό μνημόνιο και προετοιμάζει νέες ενεργειακές συνεργασίες. Η συνάντηση του Ιμπραήμ Καλίν, επικεφαλής της ΜΙΤ, με τον Χάφταρ στη Βεγγάζη, ανοίγει τον δρόμο για πιθανή άδεια του λιβυκού κοινοβουλίου στην Τουρκία να διεξάγει έρευνες υδρογονανθράκων σε περιοχές που αγγίζουν την ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Αν συμβεί αυτό, η Άγκυρα θα έχει κατορθώσει να νομιμοποιήσει πλήρως τις μονομερείς της αξιώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Ελλάδα θα περιορίζεται σε διαμαρτυρίες. Το ίδιο μοτίβο παρατηρείται και στις σχέσεις με την Αίγυπτο. Το μερικό ελληνοαιγυπτιακό σύμφωνο οριοθέτησης ΑΟΖ έχει ουσιαστικά παγώσει, η συνεργασία ατονεί, ενώ η Τουρκία ενισχύει τις επαφές της ακόμη και με το Κάιρο.

Ανατολική Μεσόγειος και η σκιά της Τουρκίας

Η Τουρκία κινείται μεθοδικότητα που η Αθήνα δεν διαθέτει. Αξιοποιεί την ασάφεια της ελληνικής πολιτικής, προβάλλει το τουρκολιβυκό σύμφωνο ως διεθνές τετελεσμένο, διατηρεί στρατιωτική παρουσία σε κρίσιμα σημεία της περιοχής, και ταυτόχρονα εμφανίζεται ως «αναγκαίος συνομιλητής» τόσο για τη Ρωσία όσο και για τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Ενώ η Αθήνα αρκείται σε δηλώσεις και συμμετοχές σε πολυμερείς διασκέψεις, η Άγκυρα παράγει γεγονότα. Υπογράφει συμφωνίες, διεξάγει έρευνες, προωθεί στρατιωτικές συνεργασίες, αναδεικνύει τον εαυτό της ως περιφερειακό ηγεμόνα. Η ελληνική διπλωματία δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι στον κόσμο της ισχύος και των στρατηγικών συμφερόντων, όποιος δεν διεκδικεί χάνει. Το αποτέλεσμα είναι πως το στρατηγικό κενό που αφήνει η Αθήνα, το καλύπτει η Άγκυρα.

Η ίδια εικόνα αποτυπώνεται και στην Ανατολική Μεσόγειο συνολικά. Η Τουρκία επιδιώκει επέκταση ΑΟΖ γύρω από Κύπρο, Ρόδο, Καστελλόριζο, απομονώνει Ελλάδα και Κύπρο μέσω συμμαχιών με Λιβύη, Κατάρ, Τυνησία, διατηρεί στρατιωτική παρουσία και ενεργειακά σχέδια, αποφεύγοντας ωστόσο μεθοδικά την ανοιχτή σύγκρουση με την Αίγυπτο. Η Αθήνα, αντιθέτως, προβάλλει την τυπική της προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, αλλά χωρίς πρακτικά εργαλεία για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Στηρίζει τη Λευκωσία λεκτικά, αλλά αφήνει το τουρκικό γεωτρύπανο να κάνει βόλτες στην κυπριακή ΑΟΖ. Προβάλλει στρατηγική συμμαχία με το Παρίσι, αλλά δεν έχει λάβει καμία πραγματική εγγύηση στρατιωτικής στήριξης. Προσδένεται στις ΗΠΑ του Τραμπ, αλλά χωρίς να γνωρίζει ποιο είναι το πραγματικό βάθος της δέσμευσης. Και κρατά ισορροπίες με το Ισραήλ, με αντάλλαγμα να βλέπει τη διεθνή εικόνα της να πλήττεται για την ανοχή σε εγκλήματα πολέμου.

Η Ελλάδα χωρίς στρατηγική πυξίδα

Αν κάτι καθίσταται σαφές μέσα από όλα αυτά, είναι ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει εθνικό στρατηγικό σχέδιο. Η διπλωματική προσαρμοστικότητα μπορεί να είναι αρετή, αλλά όταν γίνεται χωρίς πυξίδα, μετατρέπεται σε παθητική εξάρτηση. Η χώρα χρειάζεται σαφείς προτεραιότητες, μετρήσιμα κέρδη, κόκκινες γραμμές και ιεράρχηση συμμαχιών. Χρειάζεται να ξέρει τι θέλει από τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, τι περιμένει από τη Γαλλία, τι διαπραγματεύεται με την ΕΕ, πώς απαντάει στην Τουρκία. Διαφορετικά, θα συνεχίσει να πορεύεται σε μια ασταθή διεθνή πραγματικότητα ως θεατής και όχι ως πρωταγωνιστής. Σε έναν γεωπολιτικό χώρο που εκτείνεται από τη Βαλτική μέχρι τη Μεσόγειο και από την Ουκρανία μέχρι τη Γάζα, η ισχύς και τα συμφέροντα διαμορφώνουν την πραγματικότητα, όχι οι ευχές και οι ανακοινώσεις.

Ο κόσμος μπαίνει σε μια εποχή τριπολικότητας, με ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα να καθορίζουν τους όρους. Η Ευρώπη παραπαίει χωρίς ενιαία στρατηγική. Η Τουρκία διεκδικεί με αξιώσεις ρόλο περιφερειακού ηγεμόνα. Και η Ελλάδα; Αν δεν αρθρώσει άμεσα δικό της σχέδιο ισχύος, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί ως θεατής σε ένα θέατρο συγκρούσεων που θα καθορίσει το μέλλον της. Το διεθνές δίκαιο υποχωρεί μπροστά στη γεωπολιτική ισχύ και τη στρατιωτική πυγμή. Όποιος δεν χαράζει στρατηγική, απλώς γίνεται έρμαιο. Η Ελλάδα καλείται να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να πορεύεται ως παθητικός παρατηρητής ή αν θα βρει το θάρρος να αρθρώσει λόγο, να σχεδιάσει και να υπερασπιστεί το μέλλον της. Γιατί η εθνική ιστορία δεν γράφεται με δηλώσεις συμπαράστασης, αλλά με πράξεις που διαμορφώνουν πραγματικότητες. Και η πραγματικότητα της Ελλάδας, σήμερα, είναι πως κινδυνεύει να χαθεί μέσα στη θύελλα αν δεν αποκτήσει πυξίδα.

Ετικέτες: