Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

13 Νοεμβρίου 2025

Η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει το Αιγαίο στο όνομα της οικολογίας

Η ετήσια διάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, COP30, που λαμβάνει χώρα αυτές τις ημέρες στην πόλη Μπελέμ της Βραζιλίας, προσελκύει για ακόμη μία φορά την προσοχή της διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο, το ενδιαφέρον δεν επικεντρώνεται μόνο στις διακηρύξεις περί μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, αλλά και στο ρήγμα που διαφαίνεται ανάμεσα στις ευρωπαϊκές επιδιώξεις και την παγκόσμια πραγματικότητα.

Η απουσία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος έχει χαρακτηρίσει τη Συμφωνία των Παρισίων ως επιβλαβή για την αμερικανική οικονομία – δημιουργεί ήδη ένα κλίμα μετριοπαθούς σκεπτικισμού ως προς τη δυνατότητα υλοποίησης των ευρωπαϊκών στόχων.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικότερα η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, επιμένουν στη μείωση των εκπομπών CO₂ κατά 90% έως το 2040, προβάλλοντας ως αδήριτη αναγκαιότητα τη συγκράτηση της αύξησης της πλανητικής θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου. Ωστόσο, αρκετές από τις 147 συμμετέχουσες χώρες εμφανίζονται επιφυλακτικές ακόμη και σε επίπεδο θεωρητικής αποδοχής της ανθρωπογενούς κλιματικής μεταβολής.

Το γεγονός αυτό δεν είναι αμελητέο, καθώς οι βασικότεροι καταναλωτές άνθρακα – Κίνα, Ινδία, Ρωσία και προσφάτως η Τουρκία – συνεχίζουν απρόσκοπτα την επέκταση του ενεργειακού τους μοντέλου. Έτσι, η παγκόσμια προσπάθεια απανθρακοποίησης κινδυνεύει να αποδειχθεί μια γεωπολιτική άσκηση χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, μια «σταγόνα εν ωκεανώ» που ενδέχεται να επιβραδύνει την ανάπτυξη όχι των πλουσίων, αλλά των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών.

Η συζήτηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα. Δεν είναι μόνο ότι η χώρα έχει ήδη δοκιμαστεί σκληρά από τις συνέπειες ενεργειακών μεταβολών, αλλά ότι βρίσκεται σήμερα εκτεθειμένη σε μια δεύτερη, βαθύτερη αντιπαράθεση: αυτήν που αφορά το Αιγαίο και τον προσδιορισμό της ελληνικής κυριαρχίας.

Το πολιτικό σκηνικό περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την πρόσφατη ένταξη της Μαρίας Δαμανάκη στη Νέα Δημοκρατία, εξέλιξη που έφερε στο προσκήνιο παλαιότερες προτάσεις για θαλάσσια πάρκα και «ωκεανοποίηση» του Αιγαίου – ιδέες που, όπως θυμήθηκαν πολλοί, είχαν απορριφθεί ακόμη και από τον Κώστα Σημίτη το 2003. Η επιστροφή αυτών των προτάσεων δημιουργεί την αίσθηση ότι συγκεκριμένοι κύκλοι επιχειρούν να ξανανοίξουν ζητήματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας υπό το πρόσχημα περιβαλλοντικής διαχείρισης.

Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει ήδη σοβαρό πολιτικό πρόβλημα. Η μετατόπιση του κόμματος προς θέσεις που εκλαμβάνονται από μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ως «μετριοπαθώς αριστερίζουσες» προκαλεί διαρροές προς τα δεξιά, ενώ η παρέμβαση του Αντώνη Σαμαρά ανέδειξε την ανησυχία για ένα πιθανό εκλογικό αποτέλεσμα που θα άφηνε τη μισή κοινοβουλευτική της ομάδα εκτός Βουλής.

Ο συνδυασμός ιδεολογικής αστάθειας και πτώσης της κοινωνικής επιρροής τροφοδοτεί το δίλημμα που πλέον τίθεται ανοικτά: θα κινηθεί η Νέα Δημοκρατία σε πατριωτική κατεύθυνση ή θα υιοθετήσει μια στάση τύπου «Ανταλκίδα», παραχωρώντας στον «μεγάλο βασιλέα» – κατά την αρχαία, σήμερα όμως δραματικά επίκαιρη αναλογία – όσα η χώρα έχει κερδίσει με κόπο και αίμα;

Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο. Με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, η Ανατολική Μεσόγειος εκτιμάται ότι διαθέτει σημαντικά αποθέματα φυσικού αερίου, ενώ οι θαλάσσιες ζώνες του Αιγαίου λειτουργούν ως κρίσιμος άξονας για το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ. Η Τουρκία επιδιώκει σταθερά να αποκτήσει συνδιαχειριστικό ρόλο, είτε με πρόσχημα τις περιβαλλοντικές συμφωνίες, είτε μέσω διαπραγματεύσεων που θα «παγώσουν» την ελληνική κυριαρχία.

Η προοπτική ενός σεναρίου όπου η Ελλάδα θα διατηρήσει μόλις το 33% του Αιγαίου, έναντι 65% σήμερα και 75% σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος στα 12 ναυτικά μίλια, αποτελεί για πολλούς όχι απλώς αδιανόητη αλλά και επικίνδυνη.

Πάνω σε αυτό το σκηνικό, έρχεται να προστεθεί το ερώτημα γύρω από τη στάση που θα κρατήσει η νέα Αμερικανίδα πρέσβης, Κίμπερλι Γκιλφόιλ. Η παρουσία της στην Αθήνα έχει ήδη προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον, καθώς εκπροσωπεί μια κυβέρνηση που, σε αντίθεση με την προηγούμενη αμερικανική διοίκηση, δεν δείχνει διατεθειμένη να αποδεχθεί λογικές «διαμεσολάβησης» εις βάρος εθνικών κυριαρχιών των συμμάχων.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι αντιμετωπίζει με μεγαλύτερο σεβασμό τις εθνικές προτεραιότητες των εταίρων της, ενώ αντιλαμβάνεται τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό όχι ως πεδίο συμβιβασμών αλλά ως διακύβευμα ισχύος.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται το εύλογο ερώτημα: πώς θα αντιδρούσε η Γκιλφόιλ σε μια ενδεχόμενη ελληνική παραχώρηση στο Αιγαίο υπό περιβαλλοντικό ή διπλωματικό μανδύα; Οι πρώτες ενδείξεις από την παρουσία της στην Αθήνα – η ενεργή διάθεση, η απευθείας επικοινωνία με την κοινωνία, η λιγότερο τεχνοκρατική αλλά περισσότερο πολιτική αντίληψη της διπλωματίας – υποδηλώνουν ότι δεν θα αντιμετώπιζε με ευκολία ή ανοχή κινήσεις που υπονομεύουν την εδαφική ακεραιότητα ενός συμμάχου. Η παράδοση Τραμπ, άλλωστε, έχει αποδείξει ότι θεωρεί συστατικό στοιχείο της γεωπολιτικής σταθερότητας την αποφασιστικότητα κάθε χώρας να υπερασπίζεται τα σύνορά της.

Η Ελλάδα, ωστόσο, βρίσκεται σε λεπτή θέση. Από το 2020 έως σήμερα έχει υιοθετήσει πολιτικές που φανερώνουν έντονη εξάρτηση από την ευρωπαϊκή γραμμική λογική περί «πράσινης μετάβασης», την ώρα που οι χώρες που καθορίζουν το ενεργειακό ισοζύγιο του πλανήτη συνεχίζουν αδιάλειπτα να αυξάνουν τη χρήση άνθρακα.

Παράλληλα, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης έχει χαρακτηρίζεται από εναλλαγές, αντιφάσεις και απουσία σταθερού στρατηγικού προσανατολισμού. Η απουσία εθνικού αφηγήματος, η προσκόλληση σε επικοινωνιακές πρακτικές και η υποχώρηση σε θέματα κυριαρχίας προκαλούν ενδογενή κρίση.

Αν σε όλα αυτά προστεθεί η πολιτική φθορά των τελευταίων ετών, οι υποθέσεις που έχουν ταλανίσει την κυβέρνηση, οι εσωτερικές τριβές στη Νέα Δημοκρατία και η κοινωνική δυσπιστία απέναντι στην πολιτική ηγεσία, γίνεται αντιληπτό ότι η Αθήνα δεν εισέρχεται σε αυτή την κρίσιμη διεθνή συγκυρία με τα ισχυρότερα δυνατά εφόδια.

Το ερώτημα προς την Αμερικανίδα πρέσβη, λοιπόν, δεν είναι απλώς θεωρητικό. Αγγίζει την ουσία της ελληνοαμερικανικής σχέσης. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία από τις πιο κρίσιμες γεωπολιτικές φάσεις της τελευταίας τριακονταετίας: ενεργειακές ανακατατάξεις, τουρκικές διεκδικήσεις, πιέσεις για περιβαλλοντικές ζώνες που μεταβάλλουν το καθεστώς κυριαρχίας, ανάγκη για ισχυρές στρατηγικές συμμαχίες. Η Ουάσιγκτον, από την πλευρά της, χρειάζεται μία Ελλάδα σταθερή, αξιόπιστη και αποφασιστική· όχι μία Ελλάδα αβέβαιη, ιδεολογικά αμφίθυμη και διπλωματικά εύθραυστη.

Υπό αυτό το πρίσμα, η Γκιλφόιλ έχει μπροστά της μια διπλή πρόκληση: να αντιληφθεί τη σύνθετη πραγματικότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος και παράλληλα να διατηρήσει το στρατηγικό βάθος της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας.

Το πώς θα απαντήσει στο ενδεχόμενο «Ανταλκίδειων» επιλογών από ελληνικής πλευράς δεν θα καθορίσει μόνο τη στάση της αμερικανικής διπλωματίας· θα αποτελέσει ένδειξη για το εάν οι ΗΠΑ εξακολουθούν να βλέπουν την Ελλάδα ως πυλώνα σταθερότητας ή ως χώρα που κινείται χωρίς πυξίδα.

Η ελληνική κυβέρνηση καλείται, λοιπόν, να αποφασίσει όχι μόνο πώς θα κινηθεί στο περιβαλλοντικό πεδίο των διεθνών διασκέψεων, αλλά κυρίως πώς θα διαφυλάξει τη συνοχή και την κυριαρχία της χώρας σε μια περίοδο όπου η γεωπολιτική ρευστότητα εντείνεται. Και το ερώτημα που πλανάται πάνω από το Αιγαίο είναι απλό και ταυτόχρονα κρίσιμο: θα σταθεί η Ελλάδα ως κράτος με αυτοτελή στρατηγική ή θα αφεθεί να παρασυρθεί από την ιδεολογική αστάθεια και τη διπλωματική ατολμία της τελευταίας περιόδου;

Και σε αυτό το ερώτημα, θέλοντας και μη, η νέα Αμερικανίδα πρέσβης θα χρειαστεί κάποια στιγμή να τοποθετηθεί – διότι η απάντησή της δεν αφορά απλώς τη διπλωματική ευγένεια, αλλά τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο που αναδύεται.

Ετικέτες: