Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

23 Αυγούστου 2025

Η Ελλάδα που μικραίνει – Από την υπογεννητικότητα στη συρρίκνωση του έθνους

Το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί ίσως τον μεγαλύτερο, αλλά και τον πιο υποτιμημένο, κίνδυνο που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα. Δεν πρόκειται για μια ακαδημαϊκή συζήτηση περί αριθμών και ποσοστών, αλλά για μια βόμβα με αργό φυτίλι που ήδη αλλάζει τη φυσιογνωμία της χώρας. Η μείωση των γεννήσεων, η γήρανση του πληθυσμού, η ατεκνία και η μετανάστευση νέων διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό μίγμα, ικανό να υπονομεύσει την κοινωνική συνοχή, την οικονομική ανάπτυξη και – κυρίως – τη συνέχεια του έθνους.

Τα στοιχεία είναι αμείλικτα. Το 2023 καταγράφηκαν μόλις 72.300 γεννήσεις, σχεδόν οι μισές σε σχέση με τον ετήσιο μέσο όρο της εικοσαετίας 1951–1970. Η χώρα που μεταπολεμικά βίωσε εκρηκτική πληθυσμιακή αύξηση, σήμερα αντιμετωπίζει το φάσμα της συρρίκνωσης. Και η τάση δεν είναι συγκυριακή: όλες οι επιστημονικές μελέτες προβλέπουν ότι τις επόμενες τρεις δεκαετίες ο πληθυσμός θα συνεχίσει να μειώνεται και να γερνά.

Η Επίκουρη Καθηγήτρια και Διευθύντρια του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ιφιγένεια Κόκκαλη, στην πρόσφατη ανάλυσή της με τίτλο «Δημογραφικό και υπογεννητικότητα στην Ελλάδα σήμερα: δημογραφικές αδράνειες και κοινωνικές προκλήσεις» υπογραμμίζει ότι το ισοζύγιο γεννήσεων–θανάτων θα παραμείνει αρνητικό. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο θα χάνουμε πληθυσμό, ακόμη κι αν τα μεταναστευτικά ισοζύγια ισορροπούν.

Μισό εκατομμύριο λιγότεροι σε μια δεκαετία

Μεταξύ 2011 και 2024, η Ελλάδα έχασε σχεδόν 500.000 κατοίκους. Ο συνδυασμός αρνητικών φυσικών ισοζυγίων (περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις) και αρνητικών μεταναστευτικών ισοζυγίων (περισσότερες έξοδοι από εισόδους) οδήγησε σε αυτή τη συρρίκνωση.

Η χώρα μας βρίσκεται σήμερα ανάμεσα στις τελευταίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε δείκτη γονιμότητας: μόλις 1,3–1,4 παιδιά ανά γυναίκα, όταν το όριο αναπλήρωσης είναι 2,07. Με απλά λόγια, κάθε γενιά Ελλήνων είναι αριθμητικά μικρότερη από την προηγούμενη. Παράλληλα, σχεδόν το 23% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών – σχεδόν ένα εκατομμύριο περισσότεροι ηλικιωμένοι από τα παιδιά 0–14 ετών.

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ζοφερή αν προσθέσουμε την αύξηση της ατεκνίας: για τις γενιές που γεννήθηκαν γύρω στο 1980, περίπου ένας στους πέντε δεν θα αποκτήσει ποτέ παιδί.

Η μείωση του πληθυσμού ξεκίνησε ουσιαστικά το 2011. Μέχρι τότε, η Ελλάδα είχε επωφεληθεί από ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο. Μεταξύ 1991 και 2010 εισήλθαν περίπου 795.000 αλλοδαποί, κυρίως νέοι σε αναζήτηση εργασίας, οι οποίοι επιβράδυναν τη γήρανση και ενίσχυσαν την γεννητικότητα. Η αύξηση του πληθυσμού εκείνης της περιόδου οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτούς.

Η χρηματοπιστωτική κρίση ανέτρεψε το σκηνικό. Οι έξοδοι αυξήθηκαν, τόσο από Έλληνες νέους που έφυγαν αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες στο εξωτερικό, όσο και από παλαιότερους μετανάστες που επέστρεψαν στις πατρίδες τους. Η δεκαετία 2011–2021 χαρακτηρίστηκε από συνεχή αιμορραγία ανθρώπινου κεφαλαίου: γιατροί, μηχανικοί, επιστήμονες, νέοι επαγγελματίες. Το περίφημο brain drain δεν ήταν σύνθημα, αλλά τραγική πραγματικότητα.

Οι αιτίες πίσω από τους αριθμούς

Η κατάρρευση της γεννητικότητας δεν εξηγείται μόνο από τη δημογραφία. Αφορά συνολικότερα τις κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.

  • Ανεργία και υποαπασχόληση: Οι νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα όχι μόνο για υψηλότερους μισθούς, αλλά για δουλειές αντίστοιχες των προσόντων τους. Στην Ελλάδα, η αγορά εργασίας παραμένει καθηλωμένη σε χαμηλές απολαβές, ελαστικές σχέσεις και ανυπαρξία προοπτικών.
  • Έλλειψη αξιοκρατίας: Η αδυναμία του κράτους να προσφέρει δίκαιο και αξιοκρατικό σύστημα ανέλιξης λειτουργεί αποτρεπτικά για τη νέα γενιά. Η μετανάστευση γίνεται επιλογή όχι μόνο οικονομική, αλλά και αξιακή.
  • Στεγαστικό πρόβλημα: Οι τιμές των ενοικίων και η έλλειψη προσιτής κατοικίας καθυστερούν τη δημιουργία οικογένειας. Οι νέοι παραμένουν στην πατρική στέγη μέχρι πολύ αργότερα, γεγονός που μεταθέτει την ηλικία τεκνοποίησης και μειώνει τελικά τον αριθμό των παιδιών.
  • Κοινωνικοί όροι διαβίωσης: Από την αίσθηση ανασφάλειας μέχρι την απουσία κοινωνικής υποστήριξης, το πλαίσιο ζωής ωθεί είτε στη φυγή είτε στην ατεκνία.

Η κ. Κόκκαλη συνοψίζει εύστοχα: «Το πλαίσιο ζωής στην Ελλάδα σήμερα φαίνεται πως είτε ωθεί τους νέους ανθρώπους στη φυγή είτε στην ατεκνία».

Οι πολιτικές της αδράνειας

Παρά τα καμπανάκια, η ελληνική πολιτεία αντιμετωπίζει το δημογραφικό σαν ένα στατιστικό ζήτημα που χωρά σε εκθέσεις επιτροπών και συνέδρια. Στην πράξη, καμία ουσιαστική πολιτική δεν έχει εφαρμοστεί για την αναστροφή της τάσης. Οι αποσπασματικές παροχές επιδομάτων δεν αρκούν για να πείσουν ένα ζευγάρι να κάνει παιδί όταν γνωρίζει ότι το μέλλον θα το βρει εγκλωβισμένο σε ακριβό ενοίκιο, κακοπληρωμένη εργασία και ανεπαρκές σύστημα υγείας.

Η Ελλάδα μοιάζει να παγιδεύεται σε ένα φαύλο κύκλο: όσο περισσότεροι νέοι φεύγουν, τόσο λιγότερες γεννήσεις γίνονται· όσο περισσότερο γερνά ο πληθυσμός, τόσο αυξάνονται οι ανάγκες για δαπάνες υγείας και συντάξεων, περιορίζοντας τους πόρους για επενδύσεις στη νεότητα.

Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ολόκληρη η Ευρώπη γερνά. Όμως η Ελλάδα βρίσκεται στην αιχμή της κρίσης. Άλλες χώρες, όπως η Γαλλία ή η Σουηδία, επένδυσαν συστηματικά σε πολιτικές στήριξης οικογενειών, παιδικής φροντίδας, ισορροπίας εργασίας–ζωής. Εδώ, η πολιτική τάξη αναλώθηκε σε επικοινωνιακές εξαγγελίες και στη διαχείριση της μετανάστευσης ως υποκατάστατο πολιτικής γεννητικότητας.

Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο: μια χώρα μικρότερη, γερασμένη, λιγότερο παραγωγική και με χαμηλότερη διεθνή ισχύ.

Το δημογραφικό δεν είναι μόνο κοινωνικό ή οικονομικό ζήτημα, είναι πρωτίστως ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Μια χώρα με γηράσκοντα πληθυσμό και συρρικνούμενη νεολαία δεν μπορεί να στηρίξει ούτε τις ένοπλες δυνάμεις της ούτε την παραγωγική της βάση. Οι αριθμοί του πληθυσμού καθορίζουν την ισχύ ενός κράτους στον διεθνή ανταγωνισμό.

Επιπλέον, σε συνθήκες αυξημένης μεταναστευτικής πίεσης, η μείωση του γηγενούς πληθυσμού οδηγεί αναπόφευκτα σε αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης. Η αδυναμία ανανέωσης του ελληνικού πληθυσμού ανοίγει τον δρόμο για τη «δημογραφική υποκατάσταση» – μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από την πολιτική ορθότητα.

Πώς μπορεί να αλλάξει η πορεία

Η αντιστροφή της δημογραφικής κατάρρευσης απαιτεί στρατηγική. Όχι επιδοματικές ασπιρίνες, αλλά ολοκληρωμένο σχέδιο:

  • Στήριξη νέων ζευγαριών με πολιτικές στέγασης.
  • Δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, με αξιοκρατία και προοπτικές.
  • Επένδυση σε δομές παιδικής φροντίδας, ώστε η τεκνοποίηση να μη σημαίνει επαγγελματικό αποκλεισμό για τις γυναίκες.
  • Φορολογικά κίνητρα για πολύτεκνες οικογένειες.
  • Αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου και της υγείας, ώστε οι γονείς να νιώθουν ότι το κράτος στηρίζει τα παιδιά τους.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο ποσοτικό. Είναι υπαρξιακό. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να μικραίνει χωρίς να διακυβεύσει τη θέση της στον χάρτη.

Το δημογραφικό είναι η αόρατη κρίση που όλοι βλέπουν αλλά κανείς δεν αγγίζει. Μια χώρα που γερνά και αδειάζει από νέους δεν έχει μέλλον. Κι όμως, η πολιτική συζήτηση παραμένει εγκλωβισμένη σε επικοινωνιακές ατάκες και αποσπασματικά μέτρα.

Αν κάτι δείχνουν τα στοιχεία, είναι ότι η πορεία είναι ήδη προδιαγεγραμμένη: λιγότεροι Έλληνες, περισσότερη γήρανση, μεγαλύτερη εξάρτηση από ξένους πληθυσμούς. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι απλώς η οικονομία, αλλά η ίδια η συνέχεια του ελληνικού έθνους.

Η επιλογή είναι ξεκάθαρη: είτε θα σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα δώσει ξανά κίνητρο στους νέους να μείνουν, να δουλέψουν, να δημιουργήσουν οικογένειες, είτε θα αποδεχθούμε τη σταδιακή μας εξαφάνιση. Και αυτή θα είναι μια ήττα ιστορικών διαστάσεων – ήττα χωρίς πόλεμο, χωρίς εχθρό, αλλά με υπογραφή δική μας.

Ετικέτες: