Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Η Ελλάδα στο απόλυτο τέλμα του μητσοτακισμού

Μετά την πολιτικά και διοικητικά απογοητευτική διακυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, όπως την χαρακτήρισε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, η πολιτική αλλαγή του 2019 αντιμετωπίστηκε με ανακούφιση. Η επιστροφή της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία και η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη συνοδεύτηκαν από ελπίδες για μια σοβαρή και θεσμική διακυβέρνηση, για αποκατάσταση της διεθνούς εικόνας της χώρας, για ορθολογική διαχείριση του κράτους και για επενδυτική ανάκαμψη.

Στην πρώτη του τετραετία, ο κ. Μητσοτάκης είτε κατάφερε να αποκρύψει τις αδυναμίες της διακυβέρνησής του είτε – σύμφωνα με μερίδα της κοινής γνώμης – έδωσε πράγματι ώθηση στη λειτουργία του κράτους, βελτιώνοντας την εικόνα της δημόσιας διοίκησης, κυρίως μέσα από την ψηφιακή μετάβαση και την ευρωπαϊκή ευθυγράμμιση. Αυτά ήταν αρκετά για να του προσφέρουν την ευκαιρία μιας δεύτερης θητείας.

Ωστόσο, η δεύτερη τετραετία του φανέρωσε ένα διαφορετικό πρόσωπο. Ενδεχομένως, πιστεύοντας ότι έχει εδραιώσει την πολιτική του κυριαρχία, ο πρωθυπουργός και η ομάδα του κινήθηκαν με αυτοπεποίθηση που έφτασε στα όρια της αλαζονείας. Οι υποψίες περί κακοδιαχείρισης αντικαταστάθηκαν από ενδείξεις για συστημική διαφθορά, πελατειακές σχέσεις, κατάχρηση εξουσίας και χειραγώγηση κρίσιμων θεσμών.

Τα σκάνδαλα – από τις υποκλοπές μέχρι τα εξοπλιστικά, από την αδιαφάνεια στη χρηματοδότηση ΜΜΕ έως τις απευθείας αναθέσεις και τα νομοθετικά πλυντήρια – πλήθυναν και βάρυναν. Παράλληλα, στην άμυνα ξοδεύονται δισεκατομμύρια σε εξοπλιστικά προγράμματα χωρίς στρατηγική αυτάρκειας και σχεδιασμό ανάπτυξης εθνικής αμυντικής βιομηχανίας. Στην εξωτερική πολιτική, η μέθοδος των σταδιακών παραχωρήσεων – η λεγόμενη «σαλαμοποίηση» – μοιάζει να είναι η κυρίαρχη τακτική έναντι της Τουρκίας, δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες για μελλοντικές εξελίξεις σε βάρος των εθνικών συμφερόντων.

Η ελληνική οικονομία, παρά τις εντυπωσιακές δηλώσεις περί ανάκαμψης και επενδύσεων, φαίνεται να πατά σε πήλινα πόδια: με υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ανεπαρκή παραγωγική βάση, κοινωνική ανισότητα, διαρκή ακρίβεια και επιβίωση βασισμένη κυρίως σε επιδοματική πολιτική και τουριστική μονοκαλλιέργεια. Το κοινωνικό σώμα μοιάζει κουρασμένο, αμήχανο και παραιτημένο. Το αίσθημα εγκατάλειψης είναι ευρέως διαδεδομένο, ενώ η διαφθορά έχει ενσωματωθεί σχεδόν ως αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας, επιφέροντας έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό της κοινωνίας, η οποία μοιάζει να έχει αποδεχθεί την πολιτική παρακμή ως κανονικότητα.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, το καθεστώς Μητσοτάκη φαντάζει σχεδόν άτρωτο. Έχει επιβάλει τον απόλυτο έλεγχο στην ενημέρωση, μέσα από την εξαγορά και την υποταγή πολλών μέσων ενημέρωσης σε ένα δίκτυο οικονομικών και πολιτικών ανταλλαγμάτων. Έχει διαμορφώσει ένα κλειστό, αυταρχικό σύστημα εξουσίας που θυμίζει άλλες εποχές, τόσο ως προς τις μεθόδους του όσο και ως προς τις επιδιώξεις του: την επιβολή μιας ενιαίας ιδεολογικής γραμμής και την εξουδετέρωση κάθε πραγματικής αντιπολίτευσης.

Όποιος δεν εντάσσεται στο πλαίσιο, θεωρείται εχθρός ή περιθωριοποιείται. Η ιστορική εμπειρία από τη μεταπολεμική Ελλάδα, όπου ο νικητής του Εμφυλίου κατέλαβε όλα τα κέντρα ισχύος, επανέρχεται με νέα μορφή. Και τότε χρειάστηκε ένα λαϊκό ρεύμα και μια βαθιά πολιτική ανατροπή για να σπάσει η μονοκρατορία της Δεξιάς. Σήμερα, τα πολιτικά δεδομένα μοιάζουν παρόμοια, αλλά οι αντίπαλοι μοιάζουν πιο αδύναμοι από ποτέ.

Η Αριστερά, κατακερματισμένη και χωρίς ηγεμονικό σχέδιο, αδυνατεί να συγκροτήσει μια αξιόπιστη εναλλακτική. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει στάσιμο, εγκλωβισμένο σε εσωτερικές αντιφάσεις και σε έναν ρόλο εν αναμονή συγκυβέρνησης χωρίς πυξίδα. Τα μικρότερα κόμματα, είτε αριστερά είτε δεξιά, συχνά λειτουργούν ως προσωποπαγείς μηχανισμοί επιβίωσης πολιτικών παραγόντων και όχι ως φορείς μιας νέας προοπτικής. Μέσα σε αυτή τη στασιμότητα, η πιο ρεαλιστική απειλή για την πρωτοκαθεδρία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν φαίνεται να προέρχεται από το αντίπαλο στρατόπεδο, αλλά από το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας.

Η ιδέα της εσωκομματικής αμφισβήτησης βρίσκει όλο και περισσότερο έδαφος, με τον Αντώνη Σαμαρά να εμφανίζεται ως η μοναδική πολιτική φυσιογνωμία που θα μπορούσε να την εκφράσει αποτελεσματικά. Ο πρώην πρωθυπουργός διαθέτει ακόμα επιρροή στον σκληρό δεξιό πυρήνα της βάσης της ΝΔ και έχει σαφώς διαφοροποιηθεί από την πολιτική Μητσοτάκη σε σειρά κρίσιμων θεμάτων: από τα εθνικά έως τη σχέση με τις ΗΠΑ και το κράτος δικαίου. Δεν είναι το “νέο” – ούτε διεκδικεί να είναι. Αλλά το “νέο” δεν προκύπτει εν κενώ, ούτε εκ των άνω. Χρειάζεται ρήγματα, μεταβατικά στάδια και πολιτικούς καταλύτες. Ο Σαμαράς μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη για την απαρχή της αποδόμησης ενός συγκεντρωτικού και αυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης.

Σε αυτό το πνεύμα κινείται και η πρωτοβουλία των 90 πολιτών που υπέγραψαν πρόσφατα δημόσια δήλωση, διαπιστώνοντας την ανάγκη μιας γενναίας πολιτικής ανατροπής. Πρόκειται για ανθρώπους από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους, ενωμένους από την πεποίθηση πως το καθεστώς Μητσοτάκη δεν μπορεί να συνεχιστεί. Ούτε ο λαός αντέχει άλλο. Ούτε η δημοκρατία αντέχει άλλο. Και το πρώτο βήμα είναι να κλονιστεί η κυριαρχία του όχι μόνο εκλογικά αλλά και πολιτικά, με την αμφισβήτηση της ηγεσίας του μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Δεν είναι η πρώτη φορά στην πολιτική Ιστορία της χώρας που το εσωκομματικό ρήγμα γίνεται προάγγελος γενικότερης πολιτικής αλλαγής.

Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η διεθνής σκηνή μεταβάλλεται με ραγδαίο ρυθμό. Η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε αναβρασμό, η Τουρκία επιδιώκει αναθεώρηση του στάτους κβο με ηγεμονικές φιλοδοξίες, ενώ οι ΗΠΑ – πιθανώς με νέο πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ – ετοιμάζονται να επανακαθορίσουν τον ρόλο τους στην περιοχή, με την Ελλάδα να κινδυνεύει να χρησιμοποιηθεί ξανά ως πιόνι. Μια αδύναμη ή πολιτικά απομονωμένη ελληνική ηγεσία, υπό τον κ. Μητσοτάκη, θεωρείται εύκολα διαχειρίσιμη. Αν συμβεί αυτό, η χώρα κινδυνεύει να υποστεί συντριπτικές γεωπολιτικές υποχωρήσεις που θα τη δεσμεύσουν για δεκαετίες.

Η έξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο απαιτεί μια συμμαχία λογικής και ρεαλισμού. Μια υπέρβαση κομματικών ταυτοτήτων. Μια επιστροφή στην ουσία της πολιτικής: το κοινό καλό. Η ελληνική κοινωνία ζητά σχέδιο, σταθερότητα, αλήθεια και προοπτική. Δεν μπορεί να ζει διαρκώς σε συνθήκες πολιτικής απάθειας, επικοινωνιακής χειραγώγησης και ηθικής υπονόμευσης.

Αν οι σημερινοί πρωταγωνιστές δεν μπορούν να προσφέρουν αυτά τα ελάχιστα, τότε – όπως έχει συμβεί ξανά στην ιστορία – η αλλαγή δεν είναι μόνο επιθυμητή. Είναι επιβεβλημένη. Και ίσως να ξεκινά από εκεί που κανείς δεν περιμένει. Αν αλλάξει το σημερινό καθεστώς θα απελευθερωθούν δυνάμεις που θα διεκδικήσουν νέες συσπειρώσεις. Ο στόχος είναι σαφής όπως και η τακτική για την επίτευξή του…

Ετικέτες: