Τα τελευταία χρόνια η ελληνική εξωτερική πολιτική στηρίχθηκε σε μια σειρά στρατηγικών υποθέσεων, οι οποίες έμοιαζαν τότε να συγκροτούν ένα συνεκτικό πλαίσιο, αλλά στην πραγματικότητα αποδείχθηκαν αυταπάτες. Οι πέντε βασικές παραδοχές που κυριάρχησαν στον σχεδιασμό ήταν οι εξής: πρώτον, ότι η Ρωσία θα ηττηθεί κατά κράτος στον πόλεμο της Ουκρανίας και θα περιθωριοποιηθεί διεθνώς· δεύτερον, ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να παίζει το διπλό της παιχνίδι, διατηρώντας ανοιχτά κανάλια τόσο με τη Δύση όσο και με τον ευρασιατικό χώρο· τρίτον, ότι μετά την αναμενόμενη ήττα της Ρωσίας, η Τουρκία θα ήταν χρήσιμη στη Δύση ως γέφυρα προς την Ασία και το διπλό της παιχνίδι θα αντιμετωπιζόταν με ανοχή· τέταρτον, ότι η Ευρώπη θα έβγαινε ενισχυμένη από την ανατροπή της Μόσχας και η είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα ισχυροποιούσε τόσο τη Συμμαχία όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση· και πέμπτον, ότι υπό αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα δεν θα είχε άλλη επιλογή παρά να συνδράμει στην «επανένταξη» της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο, αποδεχόμενη τον αναβαθμισμένο ρόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα υπέγραψε τη Συμφωνία των Αθηνών και υιοθέτησε μια πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Άγκυρα, την ίδια στιγμή που υψωνόταν το μέτωπο εναντίον της Ρωσίας. Η αντίφαση ήταν προφανής: ενώ η Τουρκία προχωρούσε εδώ και μισό αιώνα σε παραβιάσεις στην Κύπρο, ανάλογες με εκείνες που κατηγορείται η Ρωσία στην Ουκρανία, η Ελλάδα αναγόρευε την Τουρκία σε «φίλη χώρα» και αποκήρυσσε τη Μόσχα. Όμως το συνολικό γεωπολιτικό οικοδόμημα που είχε κατασκευαστεί κατέρρευσε με πάταγο.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες ανέτρεψε το κατεστημένο που είχε χαράξει αυτή τη στρατηγική. Η Ρωσία, αντί να ηττηθεί, φαίνεται σήμερα να κερδίζει έδαφος στην Ουκρανία, ενώ η πρόσφατη σύνοδος κορυφής Τραμπ–Πούτιν στην Αλάσκα λειτούργησε ως έμμεση αποκατάσταση του Ρώσου προέδρου. Η Ουκρανία βαδίζει σε εδαφικό ακρωτηριασμό, ενώ η προοπτική ένταξής της στο ΝΑΤΟ απομακρύνεται. Η Ευρώπη, από την πλευρά της, πληρώνει το κόστος: ακριβότερη ενέργεια, απώλεια ανταγωνιστικότητας, επιβολή αμερικανικών δασμών, αύξηση εξοπλιστικών δαπανών, ύφεση για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στη Γερμανία και κοινωνικές αναταραχές σε πολλές χώρες λόγω μεταναστευτικών πιέσεων. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να σταθεί ούτε ως soft power ούτε ως ενωμένο πολιτικό σύνολο.
Το ΝΑΤΟ επίσης δείχνει τα όριά του, καθώς η απομάκρυνση των ΗΠΑ από την Ευρώπη αφήνει κενό ισχύος. Αυτό προσφέρει στην Τουρκία ευκαιρίες να αυξήσει την αυτονομία της. Ταυτόχρονα, στη Μέση Ανατολή η κατάσταση αλλάζει ριζικά: το Ισραήλ έχει καταφέρει να πλήξει τα σιιτικά δίκτυα που στηρίζονταν στο Ιράν, με αποτέλεσμα να μένουν κυρίως τα σουνιτικά δίκτυα που έχουν βάση την Τουρκία. Στη Συρία, ο ανταγωνισμός μεταξύ Άγκυρας και Τελ Αβίβ εντείνεται, με την Τουρκία να επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο μέσω της κυβέρνησης Τζολάνι και το Ισραήλ να στηρίζει τους Κούρδους και τους Δρούζους που απορρίπτουν την ενσωμάτωσή τους σε μια ενιαία Συρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη ευθυγραμμιστεί με το Ισραήλ και τους Κούρδους, γεγονός που δημιουργεί υπαρξιακό άγχος στον Ερντογάν. Κι όμως, ο ίδιος προσπαθεί να στραφεί προς την Κίνα και τον Οργανισμό της Σαγκάης, επιχειρώντας να τοποθετηθεί στην καρδιά της ασιατικής συσπείρωσης εναντίον της Δύσης.
Η εικόνα είναι σαφής: οι υποθέσεις που καθόρισαν την ελληνική εξωτερική πολιτική έχουν ανατραπεί πλήρως. Η Ρωσία δεν ηττήθηκε, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν την απομόνωσαν, η Ευρώπη δεν ενισχύθηκε, το ΝΑΤΟ αποδυναμώνεται και η Τουρκία δεν ελέγχεται. Η Ελλάδα, εγκλωβισμένη σε αυτές τις ψευδαισθήσεις, βρέθηκε απομονωμένη: αποκομμένη από τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον, ανυπόληπτη στις Βρυξέλλες, ενώ έχει χάσει και περιφερειακούς συμμάχους, όπως η Αίγυπτος και η Ανατολική Λιβύη.
Σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, είτε επιλέξουν τη συνεννόηση με τη Ρωσία είτε τη συνέχιση της αντιπαράθεσης, δεν έχουν λόγο να στηριχθούν στην Τουρκία ως απαραίτητο ενδιάμεσο. Αντίθετα, έχουν λόγους να στραφούν προς δυνάμεις όπως το Ισραήλ και η Ινδία, που βλέπουν την Τουρκία ως απειλή για τα εθνικά τους συμφέροντα. Γύρω τους συσπειρώνονται και άλλες αραβικές χώρες που αντιμετωπίζουν την τουρκική υπερεπέκταση ως υπαρξιακό κίνδυνο. Σε αυτό το σκηνικό, η Δύση μπορεί να βρει πιο στέρεες συμμαχίες εγκαταλείποντας την Άγκυρα.
Κι όμως, η Ελλάδα, παρότι πρώτη απειλείται από την τουρκική επιθετικότητα, συνέχισε να επενδύει στον ρόλο της Τουρκίας ως δήθεν εγγυήτριας δύναμης της περιοχής. Την ώρα που σε διεθνές επίπεδο η τουρκική ηγεμονία αμφισβητείται όλο και περισσότερο, η Αθήνα εμφανίζεται η μόνη που την αποδέχεται. Το αποτέλεσμα είναι η αδράνεια απέναντι σε περιστατικά όπως οι συγκρούσεις ψαράδων στο Αιγαίο ή η ακύρωση ενεργειακών σχεδίων που φανερώνουν την παραίτηση από κρίσιμα κυριαρχικά δικαιώματα.
Η διαπίστωση είναι σκληρή αλλά αναπόδραστη: οι στρατηγικές παραδοχές της ελληνικής πολιτικής αποδείχθηκαν εσφαλμένες και η κατάρρευσή τους αφήνει τη χώρα εκτεθειμένη. Κι όμως, εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα να αναπροσανατολιστεί η στρατηγική. Η Τουρκία συσσωρεύει εχθρούς στην περιοχή, και η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεθεί σε κοινό μέτωπο με αυτούς, επισημαίνοντας στη Δύση ότι η τουρκική ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο αντιστρατεύεται τα ίδια της τα συμφέροντα. Για να συμβεί όμως αυτό απαιτείται μια βασική προϋπόθεση: να τερματιστεί η πολιτική που κατέστησε την Ελλάδα παρακολούθημα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Μόνο έτσι μπορεί να σταλεί το μήνυμα ότι η χώρα επιστρέφει ως αυτόνομος και αξιόπιστος παίκτης στη διεθνή σκηνή.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»