Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

9 Δεκεμβρίου 2025

Η Ευρώπη παλεύει να επιλέξει ανάμεσα στο μέλλον της και στις πολεμικές ψευδαισθήσεις

Το γεγονός ότι στην ευρωπαϊκή ήπειρο πολλαπλασιάζονται οι δηλώσεις και τα σήματα που παραπέμπουν σε πολεμική προετοιμασία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πως βαδίζουμε σε ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία. Ωστόσο, η επιμονή στην καλλιέργεια κλίματος έντασης κάθε άλλο παρά ακίνδυνη είναι. Η διαρκής επίκληση του πολέμου δημιουργεί όχι μόνον εντυπώσεις αλλά και ψυχολογικές συμπεριφορές, οι οποίες υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούν να μεταμορφώσουν τη ρητορική σε πραγματικότητα, λειτουργώντας ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Στο διεθνές πλαίσιο έχει καταστεί πλέον σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό την ηγεσία Τραμπ αποσυνδέονται ολοένα και περισσότερο από την Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει αποχώρηση ή ακύρωση της συνεργασίας, αλλά μια στρατηγική αναδίπλωση που αλλάζει δραστικά τη φυσιογνωμία της διατλαντικής σχέσης. Το κρίσιμο στοιχείο δεν αφορά το ύφος ή την ιδιοσυγκρασία του Αμερικανού προέδρου, αλλά το ότι αυτή η πορεία δεν αποτελεί προσωπική εκκεντρικότητα ούτε πρόσκαιρο πείραμα. Ακόμη κι αν οι Δημοκρατικοί επανέλθουν στην εξουσία, είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψουν στο προηγούμενο καθεστώς πλήρους αμυντικής κάλυψης της Ευρώπης. Αντίθετα, μια ενδεχόμενη εκλογή Βανς θα επιταχύνει περαιτέρω αυτή τη στροφή.

Στην Ουάσινγκτον, η ανάσχεση της Κίνας αποτελεί κοινό παρονομαστή για τις δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τον τρόπο υλοποίησης αυτής της στρατηγικής. Σε αυτό το πλαίσιο, η συμπεριφορά του Τραμπ μπορεί συχνά να εμφανίζεται ακατέργαστη, απρόβλεπτη και τακτικά αντιφατική, αλλά σε στρατηγικό επίπεδο επιδεικνύει συνέπεια. Ουσιαστικά, έχει κηρύξει το τέλος της διατλαντικής συμμαχικής σχέσης έτσι όπως διαμορφώθηκε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στηρίχθηκε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Το μήνυμά του προς τους Ευρωπαίους ηγέτες είναι ξεκάθαρο: η άμυνά τους αποτελεί δική τους υποχρέωση και όχι των ΗΠΑ. Τους καλεί να αναλάβουν το βάρος του ΝΑΤΟ, με την Ουάσινγκτον να μετατρέπεται από εγγυητή σε επιτηρητή. Οι ευρωπαϊκές ελίτ, συνηθισμένες επί δεκαετίες να λειτουργούν υπό την προστατευτική αμερικανική ομπρέλα, εμφανίζονται σαστισμένες. Παρά την πρόδηλη προσπάθειά τους να κολακεύσουν την Ουάσινγκτον, αντιλαμβάνονται ότι έχει φτάσει το τέλος μιας εποχής και πως πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο οικοδόμησης αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας.

Η σημερινή πολιτική συμπεριφορά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούν να καθοδηγούνται από φιλελεύθερες ηγεσίες, μοιάζει ανεπαρκής για έναν παίκτη που θέλει να έχει ρόλο στο αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα. Η διπλωματία τους δεν στηρίζεται στην πραγματική ισχύ αλλά έχει μετατραπεί σε θέαμα επικοινωνιακής κατανάλωσης. Η ρεαλιστική στρατηγική φαίνεται να έχει παραμεριστεί υπέρ μιας φαντασιακής προσέγγισης διεθνών σχέσεων, στηριγμένης περισσότερο στην εικόνα παρά στην ουσία.

Το φαινόμενο αυτό διακρίνεται ξεκάθαρα στο ουκρανικό ζήτημα. Η διάθεση κάποιων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να δηλώνουν ότι θα αποστείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία καταρρέει όταν προσπαθεί κανείς να δει τι σημαίνει αυτό στην πράξη. Ο Τραμπ ρώτησε ευθέως πόσους στρατιώτες σκοπεύουν να στείλουν. Η Γερμανία αποστασιοποιήθηκε πλήρως, ενώ Γαλλία και Βρετανία περιορίστηκαν σε αριθμούς που μετά βίας φτάνουν τους 30.000, υπό τον όρο ότι οι ΗΠΑ θα εγγυηθούν την άμεση εμπλοκή τους εάν τα πράγματα οδηγηθούν σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Ο Τραμπ σχολίασε ειρωνικά αυτή τη στάση, και όχι άδικα, όταν στο ουκρανικό μέτωπο συγκρούονται εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες από κάθε πλευρά.

Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις, συνοδευόμενες από μια αδιάκοπη αντιρωσική ρητορική, έχουν ως μοναδικό αποτέλεσμα την περαιτέρω μετατόπιση της Μόσχας προς την Ανατολή. Η Σαγκάη και οι BRICS+ γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη, αποδεικνύοντας ότι η Ρωσία δεν στρέφεται σε κενό. Αντίθετα, ενισχύει νέες γεωπολιτικές και οικονομικές συνεργασίες που συμβάλλουν καταλυτικά στον σχηματισμό ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος και στην εξουδετέρωση των δυτικών πιέσεων.

Η πολιτική Τραμπ να αποδεσμευτεί από το ουκρανικό βάρος και να επιδιώξει συνεργασία με τη Μόσχα έχει αφήσει την Ευρώπη χωρίς πυξίδα και ταυτόχρονα την έχει αποκλείσει από τις κρίσιμες διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη. Σήμερα, ελάχιστοι λαμβάνουν στα σοβαρά τη φωνή της Ευρώπης και ακόμη λιγότεροι τη φοβούνται. Η Ρωσία έχει πλέον κλείσει την πόρτα σε μια σχέση που επί δεκαετίες στηριζόταν στην αμοιβαία ενεργειακή αλληλεξάρτηση, η οποία σταθεροποιούσε και ισχυροποιούσε και τις δύο πλευρές. Η επιβολή κυρώσεων κατέστρεψε αυτή τη σχέση. Η ρωσική ενέργεια βρήκε νέες αγορές, ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία –και ιδίως η γερμανική– πληρώνει το τίμημα της απώλειας φθηνών πρώτων υλών.

Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι η Ευρώπη και γενικότερα η δυτική συμμαχία δεν μπορούν πλέον να επιβάλουν κανόνες στο διεθνές σύστημα ούτε να λειτουργήσουν τιμωρητικά απέναντι σε χώρες που δεν ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές τους. Ενώ η αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να προσαρμόζεται πιο ευέλικτα, οι ευρωπαίοι ηγέτες καταφεύγουν σε παρωχημένα σχήματα, μοιάζοντας περισσότερο με θεατές παρά με πρωταγωνιστές των διεθνών εξελίξεων.

Με την πρόθεση των ΗΠΑ να αποσύρουν σταδιακά τη στρατιωτική τους παρουσία από την Ευρώπη, οι ηγεσίες της Γηραιάς Ηπείρου εμφανίζονται αναγκασμένες να συγκροτήσουν τη δική τους αμυντική ικανότητα. Το γεγονός ότι ο ρωσικός στρατός έχει πλέον στρατηγικό πλεονέκτημα στο ουκρανικό μέτωπο ενίσχυσε την τάση να αντιμετωπίζεται η Ρωσία ως ο «αναγκαίος» εχθρός που μπορεί να δικαιολογήσει τα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα. Με βάση τη δυτική ορθοδοξία, η Ευρώπη διαθέτει πληθυσμιακή και οικονομική υπεροχή, επομένως μπορεί θεωρητικά να υπερισχύσει σε έναν πόλεμο. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο περίπλοκη.

Οι ευρωπαϊκοί στρατοί στερούνται σε μεγάλο βαθμό εμπειρίας μάχης, δεν διαθέτουν επαρκή αριθμητική δύναμη και στηρίζονται σε πολεμικές βιομηχανίες που εξαρτώνται από εισαγόμενα εξαρτήματα. Η αύξηση των εξοπλισμών, όσο αναγκαία κι αν είναι, δεν αρκεί για να μετατρέψει την Ευρώπη σε στρατιωτική δύναμη. Αντιθέτως, η Ρωσία έχει χτίσει ισχυρή αμυντική βιομηχανία, διαθέτει άφθονες πρώτες ύλες και οι δυνάμεις της έχουν αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία τετραετούς πολέμου, που μεταφράζεται σε τεχνολογική και τακτική εξέλιξη.

Το κρίσιμο πλεονέκτημα της Ρωσίας, πάντως, δεν περιορίζεται στον εξοπλισμό αλλά στο ανθρώπινο δυναμικό: ένας πολυάριθμος, σκληραγωγημένος και εμπειροπόλεμος στρατός. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν απομακρυνθεί από την ιδέα της θητείας και της πολεμικής ετοιμότητας, με αποτέλεσμα η προοπτική επιστράτευσης να μοιάζει περισσότερο θεωρητική παρά εφαρμόσιμη.

Επιπλέον, η Ευρώπη δεν διαθέτει ενιαίο στρατό αλλά ένα μωσαϊκό εθνικών στρατών με διαφορετικές δομές, γλώσσες και μη συμβατές αλυσίδες ανεφοδιασμού. Το ΝΑΤΟ έχει δημιουργήσει ορισμένα κοινά δόγματα, αλλά όχι πραγματική επιχειρησιακή ενοποίηση. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν θα ρίσκαρε να στείλει τον στρατό της σε πόλεμο με τη Ρωσία, και ακόμη κι αν το ήθελε, τα πρακτικά εμπόδια θα ήταν τεράστια.

Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ρωσία έχει σκοπό να επιτεθεί στη Δύση. Δεν διαθέτει ούτε την πρόθεση ούτε το συμφέρον. Η ευρωπαϊκή κινδυνολογία, λοιπόν, περισσότερο εξυπηρετεί την πολιτική αφήγηση των ελίτ παρά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η ιδέα ότι μια εξασθενημένη από κυρώσεις Ρωσία θα αναζητήσει την εύνοια της Δύσης δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Αντιθέτως, οι εξελίξεις στο ουκρανικό μέτωπο φαίνεται να διαμορφώνουν ένα νέο διεθνές τοπίο, στο οποίο η Ευρώπη αναζητά ακόμη τον ρόλο της.

Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν υιοθετήσει σε ευρεία κλίμακα την αντίληψη ότι η Ρωσία διεξάγει έναν συνεχή υβριδικό πόλεμο με στόχο τη διατάραξη της καθημερινότητάς τους. Αυτή η αφήγηση, άλλοτε αποτέλεσμα πολιτικής σκοπιμότητας και άλλοτε αυτοπαραπλάνησης, έχει καταστεί κυρίαρχη κυρίως στις χώρες που βρίσκονται κοντύτερα στη ρωσική γεωγραφική σφαίρα. Ακόμη και οι ευρωπαϊκές ελίτ δείχνουν να πιστεύουν μέρος της δικής τους ρητορικής, παρά το ότι αρκετοί από τους ισχυρισμούς τους αποδεικνύονται αβάσιμοι ή υπερβολικοί.

Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχουν προϋποθέσεις για μια αλλαγή ευρωπαϊκής στρατηγικής. Οι ενδείξεις δεν είναι αισιόδοξες. Ενδεχομένως να προκύψει μεταστροφή μόνον εάν αναδειχθούν κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν με πιο ρεαλιστικό τρόπο τον ρόλο της Ευρώπης και υιοθετούν διαφορετική στάση απέναντι στη Ρωσία.

Η Ρωσία αποτελεί έναν διακριτό ευρασιατικό πολιτισμό και έναν από τους βασικούς πυλώνες του νέου πολυπολικού συστήματος. Δεν είναι ένα περιθωριοποιημένο κράτος, έτοιμο να υποκύψει στην ευρωπαϊκή πίεση. Η προσπάθεια της Δύσης να αποδιοργανώσει και να λεηλατήσει τους ρωσικούς πόρους τη δεκαετία του 1990 απέτυχε παταγωδώς. Αντίθετα, ο Τραμπ, από την οπτική του σκληρού ρεαλισμού, επιδιώκει μια συνεννόηση με τη Μόσχα ώστε να διαμορφώσει καλύτερη ισορροπία ισχύος στο νέο διεθνές σύστημα.

Εφόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμείνει εγκλωβισμένη στις φαντασιώσεις της και ειδικά στο αντιρωσικό σύνδρομο που τροφοδοτεί η ίδια, κινδυνεύει όχι μόνο να περιθωριοποιηθεί αλλά και να αντιμετωπίσει εσωτερική αποσύνθεση. Μια Ευρώπη που αδυνατεί να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα και προτιμά να κινείται μέσα σε σχήματα του παρελθόντος, είναι καταδικασμένη να χάνει έδαφος σε έναν κόσμο που αλλάζει με ρυθμούς πολύ ταχύτερους απ’ όσο μπορεί να ακολουθήσει.

Ετικέτες: