Το 1986, σε μια εποχή όπου το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κυριαρχούσε πολιτικά και ιδεολογικά στη χώρα, ξέσπασε ένα επεισόδιο που έμελλε να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας μακράς εθνικής εξοικείωσης με τη διαφθορά. Ένας διοικητής της ΔΕΗ κατηγορήθηκε τότε για ωμή κατάχρηση εξουσίας. Ο Παπανδρέου φέρεται να σχολίασε κυνικά: «είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι και έτσι!».
Ήταν η πρώτη δημόσια, έστω ανεπίσημη, παραδοχή ότι η εξουσία μπορεί να συνοδεύεται από προνόμια πέραν των θεσμοθετημένων. Η φράση αυτή δεν καταχωρίστηκε μόνο σε δημοσιογραφικά αρχεία· εγκαταστάθηκε στη συλλογική συνείδηση ως το θεμέλιο μιας νέας κανονικότητας: το κράτος είναι λάφυρο, η διαχείρισή του μέσο προσωπικού πλουτισμού.
Τα όσα ακολούθησαν στη δεκαετία του ’80 και κορυφώθηκαν με το σκάνδαλο Κοσκωτά καθιέρωσαν μια νέα πολιτική ηθική. Η έννοια της ιεραρχίας στο Δημόσιο κατεδαφίστηκε, γενικοί διευθυντές και ανώτατοι υπάλληλοι απομακρύνθηκαν συλλήβδην, η αίσθηση θεσμικής συνέχειας αντικαταστάθηκε από την αναξιοκρατία και τον κομματικό κανιβαλισμό. Κυρίως όμως νομιμοποιήθηκε η αντίληψη ότι το Δημόσιο δεν είναι δημόσιο. Είναι πεδίο ιδιωτικού οφέλους, τόπος ανταμοιβής “δικών μας παιδιών”, εργαλείο επιβίωσης πελατειακών σχέσεων.
Η Κεντροδεξιά εκείνης της εποχής κατόρθωσε για πολλά χρόνια να διατηρείται εκτός του κάδρου αυτής της ηθικής απαξίωσης. Καμία παραπομπή στελέχους της σε Ειδικό Δικαστήριο, καμία καταδίκη. Δεν ήταν όλοι τίμιοι, προφανώς· όμως το πολιτικό αφήγημα της ηθικής υπεροχής απέναντι στον “εκμαυλισμένο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ” λειτούργησε για δεκαετίες, ακόμα κι όταν ο κόσμος γνώριζε πια ότι όλοι μολύνονται από την εξουσία.
Σήμερα όμως, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά από εκείνο το αρχικό “δωράκι”, το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει διαφθορά στο κράτος. Το ερώτημα είναι αν την αποδεχτήκαμε. Αν τη συνηθίσαμε. Αν τη θεωρούμε όχι ντροπή, αλλά “ευκαιρία που χάσαμε”. Αν ζηλεύουμε αυτούς που πρόλαβαν να συμμετάσχουν. Οι αποκαλύψεις για τις παράνομες αγροτικές επιδοτήσεις, ιδίως στην Κρήτη, δεν προκάλεσαν κύμα καταδίκης της απάτης. Προκάλεσαν παράπονο. Όχι γιατί κάποιοι παραβίασαν τον νόμο, αλλά γιατί κάποιοι άλλοι δεν ειδοποιήθηκαν να παρανομήσουν κι αυτοί. Ο ψίθυρος στο νησί είναι εύγλωττος: “Γιατί δεν μας είπανε και μας;”.
Η κυβέρνηση, αντί να αντιπαρατεθεί με τη σαπίλα, επιχειρεί να την σχετικοποιήσει. Να την εξισώσει. Με την αναδρομική εξεταστική από το 1998 και μετά, το επιχείρημα που διαχέεται είναι σαφές: “Δεν είμαστε καλύτεροι, αλλά ούτε χειρότεροι από τους άλλους”. Δεν αρνείται τη διαφθορά· αρνείται να νιώσει ντροπή γι’ αυτήν. Ηθικά δεν υπερέχει – και πολιτικά δεν φιλοδοξεί να διαφέρει. Το “ηθικό πλεονέκτημα” που κάποτε κραύγαζε για να αντιπαρατεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατραπεί σήμερα σε κενό ρητορικό αποτύπωμα. Δεν υπάρχει πια ούτε ως αξίωση.
Αντί να αντισταθεί στη σύγκριση, η κυβέρνηση καταφεύγει σε έναν ιδιότυπο πολιτικό τουρισμό. “Κοιτάξτε τι γίνεται στην Ευρώπη! Δεν είμαστε οι μόνοι, όλοι το κάνουν!”. Αντί να υπερασπιστεί αρχές, φροντίζει να μη διαφέρει από τον μέσο όρο της ευρωπαϊκής διαφθοράς. Όχι για να νιώσει λιγότερο ένοχη, αλλά για να μειώσει το πολιτικό κόστος. Και όταν τα σκάνδαλα ξεσπούν, η στάθμιση δεν γίνεται με όρους αρχών αλλά με όρους ζημιάς στις δημοσκοπήσεις. “Δύο μονάδες το ΟΠΕΚΕΠΕ; Ε, καλά είναι”. Όπως θα έλεγε και ο παλιός Παπανδρέου, “ενθυλάκωσαν ό,τι ενθυλάκωσαν”.
Μέσα σε αυτό το ηθικό κενό, το πιο ανησυχητικό δεν είναι οι διεφθαρμένοι· είναι οι πρόθυμοι. Μια κρίσιμη μάζα πολιτών δεν καταγγέλλει πια τη διαφθορά – τη φθονεί. Δεν την αποστρέφεται – την επιθυμεί. Θέλει να γίνει συμμέτοχος. Μια μάζα που εκπαιδεύεται καθημερινά από την ηγεσία στο κυνικό δόγμα ότι αξία δεν έχει η εντιμότητα, αλλά η πλειοψηφία. Αν έχεις τους 151, μπορείς να αθωώσεις τον οποιονδήποτε. Το δίκαιο γίνεται αριθμός. Η ηθική ψηφίζεται. Η παρανομία απλώς “νομιμοποιείται” εκ των υστέρων.
Και κάπου εκεί γεννιέται το κρίσιμο ερώτημα: είναι αυτή η μάζα μειοψηφία ή πλειοψηφία; Αντιπροσωπεύει μια μερίδα πολιτών ή τείνει να γίνει ο κανόνας; Στη διάρκεια ιστορικών περιόδων παρακμής κανείς δεν πρέπει να ορκίζεται σε τίποτα. Οι βεβαιότητες διαλύονται, τα αξιώματα υποχωρούν. Και τα πιο σταθερά θεμέλια της δημοκρατίας μετατρέπονται σε λέξεις δίχως αντίκρισμα.
Το αν η διαφθορά παραμένει έγκλημα ή έγινε αποδεκτή συνθήκη της πολιτικής ζωής δεν θα το απαντήσουν τα δικαστήρια. Θα το απαντήσουν οι επόμενες εκλογές. Αν ακόμα έχει μείνει κάτι από την αίσθηση του μέτρου, της ευθύνης και της ντροπής. Αν όχι, το “δωράκι” του ’86 δεν θα μοιάζει πια με θλιβερή αφετηρία, αλλά με νοσταλγικό ανέκδοτο μιας εποχής αθωότητας.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»