Σήμερα Γιορτάζουν:

ΒΑΣΙΛΗΣ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ

16 Μαΐου 2025

Η πορεία του Κυριάκου Μητσοτάκη από την οικονομική καταστροφή στην καταπάτηση των ελευθεριών

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για άλλη μια φορά έθεσε την επικοινωνία πάνω από την ουσία. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες της κυβέρνησης να ενισχύσει την εικονική πραγματικότητα με θετικές ειδήσεις, οι βασικοί οικονομικοί δείκτες της χώρας επιδεινώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια.

Το εμπορικό έλλειμμα της χώρας έχει εκτοξευτεί στα 34,6 δισ. ευρώ για το 2024, σημειώνοντας αύξηση κατά 7,9% σε σχέση με το 2023, ενώ η αξία των εισαγωγών ξεπέρασε κατά 34,6 δισ. ευρώ την αντίστοιχη των εξαγωγών. Αυτή η εξέλιξη αποκαλύπτει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο το πρόβλημα της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το οποίο παραμένει άλυτο παρά τις επίμονες επικοινωνιακές προσπάθειες της κυβέρνησης. Τα έσοδα από τον τουρισμό, παρόλο που συνεχίζουν να αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο για την οικονομία, δεν είναι αρκετά για να καλύψουν τη ζημιά που προκαλεί το εμπορικό έλλειμμα.

Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος, αξίζει να σημειώσουμε ότι ακόμα και το 2009, πριν οδηγηθεί η χώρα στο ΔΝΤ, το εμπορικό έλλειμμα ήταν στα 29,9 δισ. ευρώ, ενώ το 2019 ήταν στα 21,72 δισ. ευρώ, με σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Η περαιτέρω πτώση των εξαγωγών το 2024 καταδεικνύει την περαιτέρω παρακμή της παραγωγικής βάσης της χώρας επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη.

Επιπλέον, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών παρουσίασε νέα επιδείνωση το 2024, με το έλλειμμά του να αυξάνεται κατά 3,9 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 15,1 δισ. ευρώ από 13,9 δισ. ευρώ το 2023. Το έλλειμμα αυτό δείχνει πως η χώρα συνεχίζει να ζει πέρα από τις παραγωγικές της δυνατότητες, καταναλώνοντας δανεικά για να καλύψει τις ανάγκες της.

Η κατάσταση με το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος παραμένει επίσης ανησυχητική. Το δημόσιο χρέος υπερβαίνει τα 400 δισ. ευρώ, ενώ το συνολικό ιδιωτικό χρέος ξεπέρασε τα 380 δισ. ευρώ, με το αθροιστικό χρέος του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα να φτάνει πλέον τα 780 δισ. ευρώ. Αν σε αυτά προσθέσουμε τα κρυφά χρέη, το ξεπούλημα κρατικής περιουσίας και τους πλειστηριασμούς, η εικόνα γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή.

Επιπλέον, το πρόβλημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών από το ελληνικό κράτος προς τους ιδιώτες συνεχίζει να διευρύνεται. Στις αρχές του 2025, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές έφτασαν τα 3,44 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 12,4% μέσα σε μόλις έναν μήνα και καταρρίπτοντας το αρνητικό ρεκόρ του 2017.

Η συνεχής φορολογική υπεραφαίμαξη των πολιτών είναι το μοναδικό μέτρο που φαίνεται να αποδίδει στην κυβέρνηση, με την επιστροφή “ψίχουλων” στους φορολογούμενους, ενώ την ίδια στιγμή η κατάσταση της οικονομίας παραμένει τραγική. Και ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να προσπαθεί να «στρέψει» την πραγματικότητα με επικοινωνιακά τεχνάσματα, η αλήθεια παραμένει αμείλικτη: τα οικονομικά προβλήματα της χώρας διογκώνονται και η Ελλάδα συνεχίζει να βαδίζει σε μια αβέβαιη οικονομική πορεία.

Από την απαξίωση των περιουσιών στη στέρηση των ελευθεριών

Οι ιδιοκτήτες οικοπέδων σε όλη την Ελλάδα, που βλέπουν τα ακίνητά τους να μετατρέπονται εν μία νυκτί σε χωράφια με τη σφραγίδα ενός Προεδρικού Διατάγματος, εκφράζουν την απογοήτευσή τους. Ωστόσο, η πραγματικότητα τους ξεπερνά, καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τη δύναμη να διαμορφώνει την εικόνα της ιδιοκτησίας σύμφωνα με τις δικές της επιθυμίες και τις ανάγκες των μεγάλων συμφερόντων. Όπως τονίζουν οι πολίτες, «απαξιώθηκε» το οικόπεδό τους, όμως ποιος τους είπε ότι αυτό είναι πραγματικά οικόπεδο; Αν η κυβέρνηση δεν το αναγνωρίσει, αν δεν το «βαφτίσει» όπως εκείνη επιθυμεί, τότε, ουσιαστικά, δεν υπάρχει. Η διακυβέρνηση μοιάζει να έχει αναλάβει τον ρόλο του «Μεγάλου Αδελφού», ελέγχοντας τα πάντα, με την εξουσία να εκχωρεί τη γη στους καρχαρίες της ανάπτυξης, χωρίς καν να υπάρχει ουσιαστική προστασία για τους πολίτες.

Και αν οι ιδιοκτήτες ακινήτων είναι οι πρώτοι που βλέπουν την περιουσία τους να απαξιώνεται, έρχεται και η σειρά των κατασκηνωτών και των κατόχων τροχόσπιτων, που βλέπουν την ελευθερία τους να περιορίζεται. Η κυβέρνηση αποφάσισε να περιορίσει αυστηρά τις θέσεις σταθμευσης τροχόσπιτων, ακόμα και σε ιδιόκτητα οικόπεδα, περιορίζοντας τη δυνατότητα των πολιτών να διαχειρίζονται τη γη τους όπως επιθυμούν. Η απαίτηση να τηρούν συγκεκριμένους κανόνες και περιορισμούς, που μπορεί να αφορούν ακόμη και το αν έχουν τη δυνατότητα να παρκάρουν περισσότερα από ένα οχήματα στο κτήμα τους, φαίνεται να προκαλεί αναστάτωση στους πολίτες. Όλοι αυτοί, που υπήρξαν μάρτυρες του περιορισμού της ελευθερίας τους, έχουν να αντιμετωπίσουν την επιβολή περιοριστικών μέτρων χωρίς να υπάρχει ξεκάθαρη λογική, παρά μόνο η επιθυμία της κυβέρνησης να ελέγχει τις καθημερινές τους ζωές.

Ένα νέο, ανησυχητικό νομοθετικό μέτρο είναι το προεδρικό διάταγμα για την οικοδόμηση σε οικόπεδα άνω των 2.000 τ.μ., το οποίο, εκτός από την ενίσχυση της συγκέντρωσης της γης, αποδυναμώνει τις τοπικές κοινωνίες και τις μικρές επιχειρήσεις της περιφέρειας. Αυτό το μέτρο συνιστά ένα ακόμη πλήγμα για την περιφερειακή ανάπτυξη, καθώς περιορίζει τις δυνατότητες των ανθρώπων να παραμείνουν στα χωριά τους και να αναπτύξουν τις τοπικές τους κοινότητες. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η περαιτέρω εγκατάλειψη της υπαίθρου και η μείωση των ευκαιριών ανάπτυξης σε περιοχές που ήδη πλήττονται από την ερήμωση και την υποβάθμιση.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση συνεχίζει να αγνοεί τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, προχωρώντας σε επικοινωνιακές παρεμβάσεις και επιδόματα που δεν έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στην επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων. Αντί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την επιστροφή των νέων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, ή να ενισχύσει την περιφερειακή ανάπτυξη με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της παραγωγής, η κυβέρνηση εστιάζει σε παροδικές λύσεις, όπως τα επιδόματα, που τελικά δεν οδηγούν σε βιώσιμη ανάπτυξη.

Οι συνεχείς αποκρατικοποιήσεις και η εκχώρηση δημόσιας περιουσίας στους «επενδυτές» με όρους που ευνοούν τη διαπλοκή, έρχονται να ενισχύσουν την αίσθηση ότι η χώρα κινείται προς μια κατεύθυνση όπου οι πολίτες δεν έχουν παρά να παρακολουθούν την καταστροφή της περιουσίας τους. Το ξεπούλημα των δημόσιων υποδομών, που συχνά περιλαμβάνει την πώληση κτηρίων και επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, είναι ενδεικτικό της πολιτικής των ελίτ που βλέπουν τα δημόσια αγαθά ως εργαλεία για την ενίσχυση της προσωπικής τους περιουσίας.

Και σε ό,τι αφορά τη γενικότερη πολιτική στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αυτή θυμίζει ολοένα και περισσότερο την αυταρχική πορεία καθεστώτων του παρελθόντος, όπως η κομμουνιστική κυβέρνηση του πρώην «παραπετάσματος». Η κυβέρνηση μοιάζει να αποφασίζει ακόμα και για τις πιο προσωπικές στιγμές των πολιτών: από τον περιορισμό των θρησκευτικών ελευθεριών (όπου η συμμετοχή στη θεία λειτουργία και η θεία μετάληψη έγιναν απολύτως εξαρτώμενες από τις κυβερνητικές αποφάσεις) έως την επιβολή μέτρων που απαιτούσαν ακόμα και SMS για μια βόλτα στο δάσος ή για να πετάξεις τα σκουπίδια. Ολόκληρη η ζωή του πολίτη βρίσκεται υπό τον έλεγχο του κράτους, το οποίο αποφασίζει για το ποιος μπορεί να κάνει τι και πού.

Η αυταρχική κατεύθυνση που ακολουθεί η κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την αναποτελεσματικότητα και την έλλειψη στρατηγικού σχεδίου για την ανάπτυξη, έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση παρακμής, όπου η δημόσια ζωή ελέγχεται αυστηρά από το κράτος, όπως φάνηκε με τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας, περιορίζοντας τις ελευθερίες των πολιτών με στόχο τον έλεγχο κάθε πτυχής της καθημερινότητάς τους.

Αντί να διορθώσει τα κακώς κείμενα και να δώσει προτεραιότητα στην ενίσχυση των θεσμών και της δημοκρατίας, η κυβέρνηση δείχνει να επιμένει σε μια πολιτική που, αν και επικοινωνιακά επιτυχημένη, παραμένει κενή περιεχομένου και δεν αντιμετωπίζει τα ουσιαστικά προβλήματα της χώρας. Οι πολίτες, αν και σιωπηλοί, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η παρακμή δεν είναι αναστρέψιμη, και αναζητούν νέες προοπτικές που θα τους βοηθήσουν να ξεφύγουν από την επικοινωνιακή ασφυξία και τις πολιτικές του παρόντος καθεστώτος.

Για την κυβέρνηση, φαίνεται πως δεν υπάρχει όριο στην επιβολή εξουσίας και ελέγχου. Κι αν εσύ, ως πολίτης, συνεχίζεις να αναμένεις μία «βελτίωση» της κατάστασης, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζεις τη συνεχιζόμενη καταπίεση, τότε μάλλον δεν έχεις κατανοήσει την πραγματικότητα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι μόνο αυταρχική, αλλά επιμένει να καταπιέζει και να περιορίζει την ελευθερία των πολιτών στο όνομα της «ασφάλειας» και της «τάξης». Η αναφορά στον Κυριάκο Μητσοτάκη ως «Μητσοτακέσκου» δεν μοιάζει και τόσο αδικαιολόγητη, όταν οι αποφάσεις του θυμίζουν ολοένα και περισσότερο τις αυταρχικές πρακτικές δικτατορικών καθεστώτων.

Ετικέτες: