Η στρατηγική της Τουρκίας για τα νησιά και οι παγίδες για την Ελλάδα – Καταργούν την ΑΟΖ και στην Κρήτη!
Η Τουρκία, παρά την εντεινόμενη προσοχή της στη νοτιοανατολική περιοχή, όπου επιδιώκει να εδραιώσει την επιρροή της, να μετατρέψει τη Συρία σε προτεκτοράτο και να εξαλείψει τις προσπάθειες για τη δημιουργία κουρδικού κράτους, δεν παραμελεί ποτέ να μας υπενθυμίζει με πράξεις ότι οι επεκτατικές διεκδικήσεις της εις βάρος της Ελλάδας παραμένουν σταθερά στο προσκήνιο. Τα πρόσφατα περιστατικά στην Κάσο και στην Κρήτη –ιδιαίτερα η παρενόχληση του ερευνητικού σκάφους που διεξάγει έρευνες για την ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο– καταδεικνύουν ξεκάθαρα αυτή την πραγματικότητα.
Η Αθήνα, προ μηνών, υπέκυψε στις τουρκικές πιέσεις και άναψε το πράσινο φως για το ιταλικό ερευνητικό σκάφος, επιτρέποντάς του να ζητήσει άδεια από την Τουρκία για να εκτελέσει τις εργασίες του σε περιοχή επτά μιλίων έξω από την Κάσο. Τι περιμέναμε να ακολουθήσει από αυτή την υποχώρηση; Πολύ φυσιολογικά, η Άγκυρα ερμήνευσε αυτή την κίνηση ως μια έμμεση νομιμοποίηση του τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο επιδιώκει να αμφισβητήσει και να περιορίσει την ελληνική ΑΟΖ, περιλαμβανομένων των περιοχών γύρω από την Κρήτη, την Κάσο, την Κάρπαθο και τη Ρόδο. Επιπλέον, η Τουρκία δεν χάνει καμία ευκαιρία να παρενοχλεί το ερευνητικό σκάφος με πολεμικά πλοία κάθε φορά που αυτό εξέρχεται από τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε περιοχή όπου η ελληνική ΑΟΖ είναι σαφώς καθορισμένη με διεθνή συμφωνία (με την Αίγυπτο), και όχι σε περιοχή υπό αμφισβήτηση.
Η Τουρκία, λοιπόν, δεν περιορίζεται απλώς στην παραδοσιακή επεκτατική πίεση που ασκεί στον Ελληνισμό, αλλά έχει προχωρήσει σε μια νέα, πιο επιθετική φάση της στρατηγικής της. Ο επεκτατισμός της έχει εξελιχθεί ποιοτικά και έχει πλέον αποκτήσει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε προετοιμασία για τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων, την κατάλληλη στιγμή. Και η Ελλάδα, αντί να αμυνθεί αποτελεσματικά, συνεχίζει να τροφοδοτεί αυτήν την τουρκική επιθετικότητα, προσπαθώντας να εξαγοράσει την «ηρεμία» μέσω φαινομενικά ανώδυνων υποχωρήσεων.
Στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας επικρατεί η αντίληψη ότι η Τουρκία ασκεί πιέσεις προκειμένου να αναγκάσει τη χώρα μας να διαπραγματευτεί διμερώς τα υφιστάμενα προβλήματα. Αυτή η ερμηνεία δεν είναι, γενικά, λανθασμένη, όμως αν δεν γίνει σωστά κατανοητή και δεν διευκρινιστεί πλήρως, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα λανθασμένα συμπεράσματα. Η κυρίαρχη σχολή σκέψης στις πολιτικές και διπλωματικές ελίτ της Αθήνας υποστηρίζει ότι, όλα αυτά τα χρόνια, η Τουρκία κλιμακώνει τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της και εντείνει τις επιθετικές πιέσεις της, επειδή η Ελλάδα, υποτίθεται, είναι απρόθυμη να διαπραγματευτεί μαζί της έναν συμβιβασμό, τον οποίο, μάλιστα, επιδιώκει η Άγκυρα. Ωστόσο, αυτό το αφήγημα χρειάζεται να εξεταστεί πιο προσεκτικά, καθώς η Τουρκία έχει ξεκάθαρα διαφοροποιήσει τις κινήσεις της, επιδιώκοντας όχι μόνο μια διμερής διαπραγμάτευση, αλλά και την ανατροπή των ισχυόντων κανονισμών και συνθηκών στην περιοχή.
Ποιο, άραγε, είναι το περιεχόμενο ενός τέτοιου συμβιβασμού; Συνήθως, το ερώτημα αυτό απαντάται με γενικολογίες, αφήνοντας τον προβληματισμό αναπάντητο. Όταν κάποιος επιμείνει να ζητήσει διευκρινίσεις, η απάντηση που θα λάβει από τη συγκεκριμένη σχολή σκέψης είναι ότι η Τουρκία δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις επί ελληνικού εδάφους. Η πραγματική της επιθυμία είναι να εμποδίσει την Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, να περιορίσει τον εναέριο χώρο της από τα 10 στα 6 μίλια και να συμφωνήσει σε έναν διαφορετικό τρόπο οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, όχι με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, αλλά με έναν κριτήριο που θα λαμβάνει υπόψη τον χερσαίο όγκο της Τουρκίας. Όπως είχε πει και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, «να μην είμαστε μοναχοφάηδες».
Όμως, είναι τα πράγματα πράγματι έτσι; Η απάντηση δεν έρχεται από τη θεωρία, αλλά από τις πράξεις της Τουρκίας. Στη δεκαετία του 1970, όταν ξεκίνησε η σύγχρονη φάση της ελληνοτουρκικής διαμάχης για το Αιγαίο, οι τουρκικές διεκδικήσεις είχαν, γενικά, αυτή τη μορφή. Παρόλα αυτά, ακόμα και τότε η Τουρκία αρνιόταν συστηματικά να αποδεχθεί την παραπομπή της διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη. Από τότε, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά.
Το 1992, ο Τούρκος αρχηγός Στόλου έφερε στο προσκήνιο την θεωρία των «γκρίζων ζωνών», η οποία το 1996 έγινε επίσημα πολιτική θέση της Άγκυρας με αφορμή την κρίση στα Ίμια. Σταδιακά, οι νησίδες που αρχικά χαρακτηρίζονταν «γκρίζες ζώνες» μετατράπηκαν σε «τουρκικά νησιά υπό ελληνική κατοχή». Με αυτόν τον τρόπο, ενώ το 1996 η Τουρκία αμφισβήτησε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, σταδιακά η αμφισβήτηση αυτή μετατράπηκε σε ξεκάθαρη διεκδίκηση για τμήματα της ελληνικής επικράτειας.
Οι υποστηρικτές της άποψης «να τα βρούμε με την Τουρκία» συχνά υποστηρίζουν ότι η μοναδική λύση για την Ελλάδα είναι η παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στη Χάγη. Όμως, δεν έχουν μπει ποτέ στον κόπο να προσδιορίσουν ποια ακριβώς ζητήματα θα παραπέμψουμε. Για παράδειγμα, θα ζητήσει η Ελλάδα από το Διεθνές Δικαστήριο να αποφασίσει αν τα νησιά Οινούσσες ή Φούρνοι ανήκουν στην Ελλάδα ή την Τουρκία; Δεν δίνουν, λοιπόν, σαφή απάντηση στο καίριο ερώτημα: είναι η Ελλάδα έτοιμη να θέσει την εδαφική της ακεραιότητα στην κρίση κάποιων ξένων δικαστών; Και, γενικότερα, είναι η χώρα μας διατεθειμένη να διαπραγματευτεί την εδαφική της ακεραιότητα με την Τουρκία;
Η απάντηση της κυρίαρχης σχολής σκέψης στην Αθήνα είναι ότι η Τουρκία δεν εννοεί σοβαρά τις διεκδικήσεις της για τα ελληνικά νησιά, και ότι πρόκειται απλώς για διαπραγματευτικό ελιγμό, με στόχο να αποσπάσει έναν συμβιβασμό σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τα χωρικά ύδατα κ.λπ. Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αυθαίρετη ερμηνεία, μια θεωρία χωρίς πρακτική βάση. Όπως έλεγαν και για το τουρκολιβυκό μνημόνιο –το οποίο θεωρούσαν αρχικά ως διαπραγματευτικό ελιγμό– η Άγκυρα, τελικά, εφαρμόζει στην πράξη τη συμφωνία, ακυρώνοντας την οριοθετημένη ελληνική ΑΟΖ, και η Αθήνα αντιδρά με αδιαφορία. Η πραγματικότητα δείχνει ότι η Τουρκία προχωρά μεθοδικά και απτόητα στην υλοποίηση των στόχων της, ενώ η Ελλάδα φαίνεται να παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα.
Το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της πολιτικής της δεν χάνουν ευκαιρία να θριαμβολογούν για τον «τερματισμό» των τουρκικών παραβιάσεων και παραβάσεων στον εναέριο χώρο του Αιγαίου. Ωστόσο, τώρα που αυτές οι παραβιάσεις και παραβάσεις έχουν επανεμφανιστεί, η επίσημη αντίδραση της κυβέρνησης είναι απλώς σιωπή, μια σιωπή που δείχνει να αποδέχεται την αναβίωση της τουρκικής προκλητικότητας χωρίς ουσιαστική αντίδραση. Η Τουρκία, πάντως, δεν περιορίζεται μόνο σε δηλώσεις, καθώς κάθε φορά που εκφράζει τις επεκτατικές της βλέψεις, τις συνοδεύει με πράξεις. Δεν είναι απίθανο, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να δούμε τουρκικές γεωτρήσεις στην ΑΟΖ που καθορίζει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, δηλαδή εκτός των χωρικών υδάτων της Κρήτης, κάτι που έχει προαναγγείλει το καθεστώς Ερντογάν.
Τα γεγονότα συνεχώς διαψεύδουν και ακυρώνουν τις προσδοκίες που διατηρούν τόσο η κυβέρνηση όσο και η κυρίαρχη μερίδα της πολιτικής ελίτ στην Αθήνα. Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στρατιωτικά σε μειονεκτική θέση επιβάλλει μια στάση ιδιαίτερης προσοχής και σοβαρότητας. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μετατραπεί σε επικίνδυνες αυταπάτες ή σε αδρανείς πρακτικές κατευνασμού. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του να αποφεύγουμε κινήσεις που θα στρατιωτικοποιούσαν την διένεξη με την Τουρκία και του να «φοβόμαστε τη σκιά μας». Οι αυταπάτες δεν έχουν θέση σε έναν κόσμο γεμάτο προκλήσεις και επικίνδυνες ισχυρές αναταράξεις.
Για λόγους συζήτησης, ας συμφωνήσουμε ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στο ανατολικό Αιγαίο αποτελεί, λόγω του τουρκικού casus belli, ένα καυτό ζήτημα. Η ερώτηση όμως παραμένει: γιατί η Ελλάδα δεν έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε περιοχές που δεν γειτνιάζουν άμεσα με την Τουρκία; Αφού ο κόσμος ξέρει ότι ο βασικός λόγος για την καθυστέρηση στην επέκταση των χωρικών μας υδάτων είναι ο φόβος της τουρκικής αντίδρασης, γιατί δεν προχωράμε σε ενέργειες που θα διασφαλίσουν τα δικαιώματά μας; Για παράδειγμα, γιατί δεν κλείνουμε τους κόλπους μας με ευθείες γραμμές βάσης, όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο; Πώς, ακριβώς, κάτι τέτοιο μπορεί να ενοχλήσει την Τουρκία; Επίσης, γιατί δεν καταθέτουμε συντεταγμένες για τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, ως απάντηση στις τουρκικές διεκδικήσεις, προκειμένου να καταγραφεί και να γίνει πιο σαφής η υφιστάμενη διαφωνία;
Τα γεγονότα αποδεικνύουν, με απτό και εμφατικό τρόπο, ότι οι πολιτικές του κατευνασμού της Τουρκίας απλώς τροφοδοτούν την επιθετικότητα και τις επεκτατικές της βλέψεις. Όσο περισσότερο η Ελλάδα υποχωρεί ή αδρανεί, τόσο περισσότερο η Τουρκία εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες και τις αποστάσεις που δημιουργούνται, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο το όριο του «σπασίματος» της πολιτικής ισορροπίας. Οι υποστηρικτές της πολιτικής του κατευνασμού, ουσιαστικά, φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο μιας ένοπλης σύγκρουσης. Και, αν και αυτό σήμερα φαίνεται μακρινό, η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία είναι αυτή τη στιγμή προσηλωμένη στην κατάσταση στη Συρία και στην αντιπαράθεσή της με τους Κούρδους, γεγονός που καθυστερεί τη στρατηγική της στον Αιγαίο.
Το να αγοράζουμε ακριβά χρόνο θα είχε νόημα μόνο αν αυτός ο χρόνος χρησιμοποιούνταν για να προετοιμαστούμε πλήρως για να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας, σε περίπτωση που αυτό χρειαστεί. Η ιστορία δείχνει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί ελληνική κυβέρνηση που θα αποδεχθεί τον ακρωτηριασμό όχι μόνο των κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, χωρίς οι ένοπλες δυνάμεις να αντιδράσουν. Η πραγματική προετοιμασία δεν περιορίζεται στην αγορά ακριβών εξοπλισμών, αλλά απαιτεί μια σειρά έξυπνων στρατηγικών και μέτρων που ενισχύουν την αποτροπή. Πρέπει να πείσουμε την Τουρκία ότι αν προχωρήσει σε ρήξη, θα πληρώσει βαρύ τίμημα, γεγονός που δημιουργεί κίνητρο για αυτοσυγκράτηση.
Προφανώς, ο Ερντογάν προτιμά να κερδίζει πόντους στο ελληνοτουρκικό μέτωπο χωρίς να χρειάζεται να προχωρήσει σε στρατιωτική αντιπαράθεση, δεδομένου ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι σε θέση να προκαλέσουν σοβαρές καταστροφές. Προτιμά να κερδίζει μάχες σε διπλωματικό επίπεδο, εξωθώντας την Αθήνα σε συνεχείς υποχωρήσεις μέσω πιέσεων και καλλιέργειας ενός κλίματος φόβου. Ωστόσο, εάν κρίνει ότι μπορεί να δημιουργήσει ένα επεκτατικό τετελεσμένο και να καταρρίψει τις ελληνικές αντιστάσεις χωρίς σοβαρές στρατιωτικές συνέπειες για την Τουρκία, είναι πολύ πιθανό να το επιχειρήσει.
Αυτό το ενδεχόμενο είναι και μόνο η αιτία που θα έπρεπε να έχει προκαλέσει σοβαρό συναγερμό στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι η πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, παραβλέποντας τη σφοδρότητα των προκλήσεων. Ο στρουθοκαμηλισμός, δυστυχώς, παραμένει μία ευρέως διαδεδομένη πρακτική, κυρίως στην Αθήνα, και όσο και αν η πολιτική «ήρεμων υδάτων» καταρρίπτεται από τα γεγονότα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να αναζητά την παρέμβαση του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η ελληνική εμπειρία από τις μεσολαβήσεις του ΝΑΤΟ στα ελληνοτουρκικά τα τελευταία 50 χρόνια είναι αρκετά πικρή για να περιμένει κανείς κάτι θετικό τώρα.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»