Η «βραδυφλεγής βόμβα» της Αιγύπτου και τι μπορεί να σημαίνει για την Ελλάδα
Μια είδηση που πέρασε στα ψιλά, αλλά θα έπρεπε να προκαλέσει σεισμό στους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, αφορά τη συμφωνία Αιγύπτου – Κατάρ για παραχώρηση σχεδόν 2.000 εκταρίων παρθένας μεσογειακής ακτογραμμής, βορειοδυτικά του Καΐρου, στην κρατική κατασκευαστική εταιρία Qatari Diar. Το ποσό της συναλλαγής, επισήμως επενδυτικού χαρακτήρα, αποτιμάται σε 29,7 δισ. δολάρια, εκ των οποίων μόλις 3,5 δισ. σε μετρητά, ενώ το υπόλοιπο προορίζεται για κατασκευή ξενοδοχείων, μαρίνων, γηπέδων γκολφ και οικιστικών συγκροτημάτων.
Η επίσημη αφήγηση περιγράφει το σχέδιο ως επενδυτικό και ωφέλιμο για την αιγυπτιακή οικονομία. Στην πράξη όμως, αποκαλύπτεται η βαρύτατη παγίδα: η Αίγυπτος παραχωρεί για δεκαετίες τον έλεγχο στρατηγικών ζωνών της ακτογραμμής της, διατηρώντας μόλις το 15% των μελλοντικών κερδών. Και δεν πρόκειται για μοναδική περίπτωση. Προηγήθηκε η υπόθεση Ras El-Hekma, όπου τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα εξασφάλισαν 170 χλμ. ακτής, έναντι συμφωνίας 35 δισ. δολαρίων.
Η οικονομική κατάσταση της Αιγύπτου είναι οριακή. Με 8 δισ. δολάρια να έχουν χορηγηθεί από το ΔΝΤ για την περίοδο 2024-2025, η χώρα κινείται στα όρια της κατάρρευσης. Οι παραχωρήσεις αυτές, παρά την άμεση ρευστότητα που εξασφαλίζουν, συνοδεύονται από βαρύ πολιτικό και κοινωνικό κόστος: απώλεια ελέγχου σε στρατηγικές περιοχές, αυξανόμενη εξάρτηση από ξένα κεφάλαια, και μεσοπρόθεσμα, περιορισμένη δυνατότητα ανάπτυξης και αυτονομίας.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η συμφωνία λειτουργεί ως ένα νέο, επικίνδυνο μοντέλο «αποπληρωμής χρεών». Υπερχρεωμένες χώρες παραχωρούν ουσιαστικά κομβικά εδάφη για δεκαετίες σε ξένες εταιρίες ή κρατικά κεφάλαια, εξασφαλίζοντας άμεση ρευστότητα αλλά εκχωρώντας ουσιαστικά την κυριαρχία τους σε στρατηγικές περιοχές. Το σχήμα αυτό έχει προφανείς οικονομικές συνέπειες, αλλά και γεωπολιτικές: η εξάρτηση από ξένες δυνάμεις σε κρίσιμους τομείς δημιουργεί μονοπάτια εξάρτησης και πολιτικής εκβιαστικότητας, ιδίως όταν οι δανειστές δεν είναι ουδέτεροι παίκτες.
Στην Ελλάδα, υπό διαφορετικές συνθήκες, όλα αυτά θα περνούσαν στα ψιλά. Όμως η λεγόμενη «επιτυχημένη πορεία» της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν αντέχει σε βάθος χρόνου ανάλυση πέρα από τα επικοινωνιακά σλόγκαν. Το δημόσιο χρέος, που το 2010 ανερχόταν σε 299 δισ. ευρώ, σήμερα φτάνει στα 403,2 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 34% σε απόλυτο μέγεθος. Η μείωση του ποσοστού επί του ΑΕΠ δεν είναι δείγμα οικονομικής επιτυχίας, αλλά αποτέλεσμα πληθωρισμού. Παράλληλα, το εμπορικό έλλειμμα διευρύνεται, οι εξαγωγές συρρικνώνονται, η αποβιομηχάνιση συνεχίζεται και τα τουριστικά έσοδα δεν επαρκούν για να καλύψουν τα κενά.
Η Ελλάδα απολαμβάνει, προς το παρόν, μια «τεχνητή ηρεμία» μέχρι το 2033, χάρη σε μηχανισμούς αναβολής των δανειακών υποχρεώσεων. Όταν όμως λήξουν οι αναβολές, η χώρα θα πρέπει να πληρώσει 15-20 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό ισοδύναμο με τα σημερινά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία η κυβέρνηση προβάλλει ως απόδειξη οικονομικής επιτυχίας.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα έχει ήδη εκχωρήσει σημαντικό μέρος της δημόσιας περιουσίας της: λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικές υποδομές, ΔΕΚΟ και παραλιακές ζώνες. Όσο συνεχίζεται η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε ένα σενάριο τύπου «Κατάρ»: παραχώρηση εκτεταμένων παράκτιων περιοχών ή ακόμη και νησιών σε πολυετείς ξένες εκμεταλλεύσεις.
Οι ειδικοί μάλιστα υπενθυμίζουν ότι, από τα πρώτα στάδια των δανειακών διαπραγματεύσεων, οι δανειστές ζητούσαν την πώληση… της Ακρόπολης. Η ένταξη της κρατικής περιουσίας στο Υπερταμείο ήταν αποτέλεσμα της αντίδρασης της κοινωνίας και του σάλος που ξέσπασε τότε, το οποίο εξασφάλισε την εξαίρεση των αρχαιολογικών χώρων. Το μήνυμα, ωστόσο, παραμένει σαφές: η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο κρίσιμων εδαφικών και οικονομικών πόρων της, κάτω από το βάρος χρεών και εξάρτησης από ξένα κεφάλαια.
Η υπόθεση Αιγύπτου – Κατάρ λειτουργεί ως προειδοποιητικό παράδειγμα. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα, με τα δάνεια, τις παραχωρήσεις και τις αναβολές πληρωμών, κινείται ήδη σε επικίνδυνο οικονομικό και γεωπολιτικό μοντέλο. Το ερώτημα που τίθεται είναι σαφές: θα συνεχιστεί η πολιτική της «διαχείρισης χρεών μέσω εκχώρησης δημόσιας περιουσίας» ή θα ληφθούν μέτρα για αναστροφή της πορείας πριν η χώρα βρεθεί σε κατάσταση μόνιμης εξάρτησης από ξένους επενδυτές;
Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό παράδειγμα και η συμφωνία Αιγύπτου – Κατάρ υπογραμμίζουν κάτι που πολλοί επιχειρηματικοί και οικονομικοί κύκλοι παρατηρούν εδώ και καιρό: οι χώρες με υψηλό χρέος και περιορισμένη παραγωγική βάση δεν ανταλλάσσουν μόνο χρήματα για έργα. Ανταλλάσσουν εδαφικό έλεγχο, στρατηγική αυτονομία και μελλοντικά έσοδα – μια ακριβή τιμή που δεν αποτιμάται στις επίσημες ανακοινώσεις.
Η Ελλάδα, σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να παρακολουθεί στενά όχι μόνο τα οικονομικά μεγέθη, αλλά και τα παραδείγματα υπερχρεωμένων κρατών που επέλεξαν να «ξεπουλήσουν» στρατηγικά τμήματα της επικράτειάς τους για να καλύψουν βραχυπρόθεσμες ανάγκες. Η Αίγυπτος, με τις παραχωρήσεις σε Κατάρ και ΗΑΕ, παρέχει ένα μάθημα που οι ελληνικές αρχές δεν μπορούν πλέον να αγνοήσουν. Κάθε καθυστέρηση, κάθε επικοινωνιακή υπερβολή ή επικίνδυνη αναβολή, αυξάνει τον κίνδυνο να δούμε και στη χώρα μας κάτι αντίστοιχο – με πολύ μεγαλύτερο πολιτικό και κοινωνικό κόστος.
Συμπερασματικά, η ιστορία του «success story» δεν αντέχει σε βάθος. Η πραγματικότητα δείχνει μια χώρα υπερχρεωμένη, με περιορισμένη παραγωγή, εξαρτώμενη από ξένα κεφάλαια και επενδυτές, και με δημόσια περιουσία που έχει ήδη παραχωρηθεί ή κινδυνεύει να παραχωρηθεί. Το ελληνικό παράδειγμα μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να γίνει ο «ευρωπαϊκός αντίστοιχος» της αιγυπτιακής συμφωνίας – ένα σενάριο που κανείς δεν θέλει, αλλά που η οικονομική και πολιτική πραγματικότητα καθιστά όλο και πιο πιθανό.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί
Όπλο και πυρομαχικά στο λιμάνι: Συναγερμός στην Ηγουμενίτσα