Η βρετανική οικονομία βρίσκεται πλέον σε μια καμπή που μοιάζει καθοριστική για το μέλλον της, μια στιγμή όπου οι πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν τις επόμενες εβδομάδες ενδέχεται να καθορίσουν όχι μόνο τη δημοσιονομική της σταθερότητα αλλά και τη θέση της χώρας μέσα σε μια Ευρώπη που παραπαίει μεταξύ ανάπτυξης και στασιμότητας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, από την κυβέρνηση μέχρι την Τράπεζα της Αγγλίας και το Γραφείο Προϋπολογιστικής Ευθύνης, αντιμετωπίζουν ένα σύνθετο μείγμα πιέσεων: υψηλό πληθωρισμό, ασθενή παραγωγικότητα, διογκωμένο χρέος και μια κοινωνία που έχει εξαντληθεί από χρόνια λιτότητας και κρίσεων.
Η υπουργός Οικονομικών Rachel Reeves, που ετοιμάζεται να παρουσιάσει τον δεύτερο προϋπολογισμό της, γνωρίζει πως τα περιθώρια ελιγμών είναι εξαιρετικά στενά. Στην ομιλία της αυτή την εβδομάδα προειδοποίησε ότι οι αποφάσεις της θα υπαγορευτούν από το «εθνικό συμφέρον» και όχι από πολιτική σκοπιμότητα. Η δήλωση αυτή, περισσότερο προειδοποίηση παρά υπόσχεση, ήρθε σε μια στιγμή που η ίδια προετοιμάζει το έδαφος για μέτρα που θα μπορούσαν να αποδειχθούν βαθιά αντιδημοφιλή. Το ενδεχόμενο αύξησης φόρων βρίσκεται πια στο τραπέζι, παρότι το Εργατικό Κόμμα είχε δεσμευτεί προεκλογικά να μην επιβαρύνει τους εργαζομένους. Αν παραβιάσει αυτή τη γραμμή, η Reeves θα χρειαστεί να πείσει το κοινό ότι η επιλογή αυτή δεν αποτελεί προδοσία αλλά αναγκαιότητα για να αποτραπεί η δημοσιονομική διολίσθηση.
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν εδώ και μήνες πως το βρετανικό δημόσιο χρέος αυξάνεται με ρυθμό που δεν είναι πλέον βιώσιμος. Η ίδια η υπουργός γνωρίζει ότι για να τηρηθούν οι κανόνες που η κυβέρνηση έχει θέσει —να μειωθεί δηλαδή το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια— θα πρέπει να εξασφαλίσει δεκάδες δισεκατομμύρια λιρών είτε μέσω περικοπών δαπανών είτε μέσω αύξησης φόρων. Επειδή οι δαπάνες έχουν ήδη ανακοινωθεί και θεωρούνται πολιτικά αδύνατο να ανακληθούν, η αύξηση των φόρων φαίνεται πλέον ως η μόνη διέξοδος.
Αναλυτές του Εθνικού Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών και του Resolution Foundation προτείνουν την αύξηση του φόρου εισοδήματος, θεωρώντας ότι είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί σταθερό έσοδο χωρίς να υπονομευτεί περαιτέρω η παραγωγικότητα. Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι «το κόστος της μη δράσης» θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το πολιτικό κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η Reeves ωστόσο βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα διπλό δίλημμα: πρέπει να πείσει τους πολίτες ότι η αύξηση φόρων δεν είναι επιστροφή στη λιτότητα, και ταυτόχρονα να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, που παρακολουθούν με καχυποψία τις προοπτικές μιας οικονομίας που δεν έχει ανακτήσει ακόμη πλήρως την ισορροπία της μετά το Brexit, την πανδημία και τις ενεργειακές κρίσεις.
Παρά τα δημοσιονομικά αδιέξοδα, η βρετανική οικονομία εμφανίζει φέτος σημάδια σχετικής ανθεκτικότητας. Οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) και οι αυξήσεις στους μισθούς του δημόσιου τομέα τόνωσαν προσωρινά την κατανάλωση, συμβάλλοντας σε ρυθμό ανάπτυξης που καθιστά το Ηνωμένο Βασίλειο τη δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία της G7, πίσω μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, όπως παρατηρούν οι ειδικοί, πρόκειται για ανάπτυξη με βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά: χρηματοδοτείται από υψηλή φορολογία επιχειρήσεων, αγροτών και εύπορων αλλοδαπών κατοίκων, χωρίς παράλληλη αύξηση της παραγωγικότητας ή των επενδύσεων σε καινοτομία.
Το άλλο μέτωπο κρίσης βρίσκεται στην Τράπεζα της Αγγλίας, η οποία την Πέμπτη επέλεξε να διατηρήσει σταθερά τα επιτόκια στο 4%, σπάζοντας το μοτίβο τριμηνιαίων μειώσεων. Η απόφαση αυτή φανερώνει την αμηχανία των υπευθύνων: από τη μία πλευρά, η οικονομία χρειάζεται οξυγόνο για να διατηρήσει τη δυναμική της· από την άλλη, ο πληθωρισμός παραμένει επίμονα υψηλός, 3,8% τον Σεπτέμβριο, σχεδόν διπλάσιος από τον στόχο της κεντρικής τράπεζας. Ο διοικητής Andrew Bailey εξήγησε ότι η τράπεζα «πρέπει να περιμένει και να δει» εάν η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού παγιωθεί προτού προχωρήσει σε νέες μειώσεις επιτοκίων. Στην εννεαμελή επιτροπή χάραξης νομισματικής πολιτικής, οι ψήφοι μοιράστηκαν σχεδόν στη μέση, ένδειξη των αντικρουόμενων εκτιμήσεων για την ισορροπία ανάμεσα στην τιθάσευση των τιμών και τη στήριξη της απασχόλησης.
Η στασιμότητα στην παραγωγικότητα είναι το βαθύτερο πρόβλημα. Οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογιστικής Ευθύνης (OBR) αναμένεται να αναθεωρηθούν προς τα κάτω, πιθανότατα κάτω από το 1% ετήσια αύξηση, κάτι που θα σημαίνει πως η βρετανική οικονομία θα αναπτύσσεται πιο αργά απ’ ό,τι υπολογιζόταν και το βάρος του χρέους θα γίνεται όλο και πιο ασήκωτο. «Πέντε χρόνια μετά την πανδημία, τώρα είναι η ώρα να αρχίσουμε να μειώνουμε αυτόν τον δείκτη χρέους», τόνισε ο οικονομολόγος Benjamin Caswell, υπογραμμίζοντας πως τα δημόσια οικονομικά της χώρας «δεν βρίσκονται σε βιώσιμη βάση».
Ακόμα και οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις αναγνωρίζουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεται μια δομική μεταρρύθμιση του παραγωγικού του μοντέλου: περισσότερες επενδύσεις σε τεχνολογία, βιομηχανική πολιτική με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και ένα φορολογικό πλαίσιο που να ενθαρρύνει την καινοτομία χωρίς να αποδυναμώνει το κοινωνικό κράτος. Όμως κάθε τέτοια μεταρρύθμιση απαιτεί χρόνο, πολιτική συναίνεση και δημοσιονομικό χώρο — αγαθά που σπανίζουν.
Η Reeves, όπως όλα δείχνουν, θα προτιμήσει να κινηθεί με στοχευμένες αυξήσεις φόρων, ίσως στον φόρο κληρονομιών ή στα κεφαλαιουχικά κέρδη, αποφεύγοντας προς το παρόν τη γενικευμένη αύξηση του φόρου εισοδήματος. Όμως οι αγορές αναμένουν αξιόπιστο σχέδιο εξυγίανσης και όχι ημίμετρα. Αν η κυβέρνηση εμφανιστεί διστακτική ή υπαναχωρήσει, το Λονδίνο κινδυνεύει να δει την πιστοληπτική του αξιολόγηση να επιδεινώνεται και το κόστος δανεισμού να αυξάνεται εκ νέου. Η εμπειρία της κρίσης του 2022, όταν οι απότομες μεταβολές πολιτικής προκάλεσαν αναστάτωση στις αγορές ομολόγων, εξακολουθεί να πλανάται ως προειδοποίηση.
Η ουσία είναι ότι το βρετανικό κράτος έχει εξαντλήσει τον εύκολο δανεισμό και ταυτόχρονα δεν έχει ανακτήσει την εμπιστοσύνη μιας κοινωνίας κουρασμένης από εναλλασσόμενες πολιτικές χωρίς απτά αποτελέσματα. Οι χαμηλοί ρυθμοί παραγωγικότητας, η γήρανση του πληθυσμού και η συνεχιζόμενη πίεση στις κοινωνικές δαπάνες συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα. Όπως παραδέχθηκε πρόσφατα ανώτερος αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών, «οι επιλογές που έχουμε μπροστά μας δεν είναι μεταξύ καλού και κακού, αλλά μεταξύ δύσκολου και χειρότερου».
Η Βρετανία εισέρχεται, έτσι, σε μια περίοδο οικονομικού ρεαλισμού που θυμίζει τη δεκαετία του 1970, όταν η χώρα αναγκάστηκε να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η διαφορά είναι ότι τώρα το Λονδίνο διαθέτει πλήρη νομισματική ανεξαρτησία και τη στήριξη μιας από τις πιο ώριμες χρηματοπιστωτικές αγορές του κόσμου. Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη εργαλείων, αλλά η απουσία πολιτικού θάρρους για να χρησιμοποιηθούν.
Το μήνυμα της Reeves ήταν σαφές: «Δεν θα κάνω πάντα αυτό που είναι δημοφιλές, αλλά αυτό που είναι σωστό». Αν αυτό μεταφραστεί σε μια πραγματικά συνεκτική στρατηγική δημοσιονομικής εξυγίανσης, η Βρετανία ίσως καταφέρει να ανακόψει τον φαύλο κύκλο του χρέους και της στασιμότητας. Αν, όμως, αποδειχθεί απλώς μια ρητορική άμυνα απέναντι σε δύσκολες επιλογές, τότε το «κόστος της μη δράσης», όπως προειδοποιούν οι οικονομολόγοι, θα αποδειχθεί βαρύτερο από κάθε προσωρινό πολιτικό τίμημα.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Σκιές πολέμου στο κατώφλι του 2026
Θα πούμε το νερό νεράκι επί Κυριάκου Μητσοτάκη