Ιντζές στο ΡΗΓΜΑ 95,8: «Η Ελλάδα δεν είναι κουμπαράς της Ουκρανίας – συμμαχίες ναι, αλλά με πρώτο το εθνικό συμφέρον»
Με λόγο αιχμηρό, πυκνό σε παραδείγματα και καθαρή πολιτική στόχευση, ο Αντιστράτηγος ε.α. Ιωάννης Ιντζές, Διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της ΝΙΚΗΣ και υπεύθυνος για τα ζητήματα Άμυνας και Ασφάλειας, παραχώρησε εκτενή συνέντευξη στον Νίκο Κυριακάκη και στο ΡΗΓΜΑ 95,8, αναλύοντας τις θέσεις του κόμματος απέναντι στη χρηματοδότηση της Ουκρανίας, την ευρωπαϊκή στρατηγική, το ελληνικό οικονομικό αδιέξοδο, τις ενεργειακές συμφωνίες, την εκποίηση των στρατηγικών υποδομών και τον κίνδυνο «διευθετήσεων» στα ελληνοτουρκικά υπό την πίεση των μεγάλων παικτών.
Από την πρώτη στιγμή κατέστησε σαφές ότι η ΝΙΚΗ αντιμετωπίζει τις εξελίξεις ως ενιαίο πλέγμα: δεν υπάρχει οικονομία χωρίς εθνική στρατηγική, δεν υπάρχει εθνική στρατηγική χωρίς αυτάρκεια και δεν υπάρχουν συμμαχίες που να αξίζουν αν δεν σέβονται το κυριαρχικό δικαίωμα μιας χώρας να θέτει τις δικές της προτεραιότητες.
Η συζήτηση ξεκίνησε από την δημόσια δήλωση του προέδρου της ΝΙΚΗΣ Δημήτρη Νατσιού, η οποία, όπως επισήμανε ο δημοσιογράφος, φιλοξενήθηκε σε μέσα ενημέρωσης. Ο κ. Νατσιός είχε καταγγείλει ως παράνομη, παράλογη και απαράδεκτη την πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –και προσωπικά της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν– να ζητά από τα κράτη-μέλη νέα δισεκατομμύρια για την Ουκρανία.
Ο κ. Ιντζές επιβεβαίωσε πλήρως τη γραμμή αυτή, εξηγώντας πως η σχετική επιστολή της προέδρου της Επιτροπής προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που εστάλη τις προηγούμενες ημέρες, περιέχει επιτακτικό αίτημα για περίπου 135 δισ. ευρώ, τα οποία πρέπει να διατεθούν για τη διετία 2026–2027 ώστε να καλυφθεί η «τρύπα» του ουκρανικού προϋπολογισμού. Τόνισε ότι αυτή η απαίτηση δεν είναι απλώς υπερβολική, αλλά συνιστά πολιτική εκτροπή από μια Ευρώπη που ζητά από λαούς «στεγνωμένους» να χρηματοδοτούν έναν πόλεμο χωρίς τέλος, την ώρα που οι ίδιοι δεν μπορούν να σταθούν όρθιοι.
Ο ίδιος δέχθηκε ότι η Ουκρανία είναι μια χώρα που έχει υποφέρει αρκετά, όμως έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι το πρόβλημα δεν εξαντλείται στην τραγικότητα του μετώπου. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο σκέλος της διαφθοράς, λέγοντας πως όσα αναφέρονται διεθνώς δεν είναι ακραίες υπερβολές και στο επίπεδο της κοινωνίας, παραδέχθηκε ότι σε συνθήκες πολέμου οι άνθρωποι συχνά παρασύρονται σε αθέμιτες πράξεις για να επιβιώσουν, όπως συμβαίνει σε κάθε περίοδο κατοχής ή χάους.
Άλλη τάξη μεγέθους είναι η διαφθορά που διαπερνά την ανώτερη κρατική πυραμίδα, εκεί όπου «περνούν εκατομμύρια» και «ακούμε για υπουργούς που φυγαδεύονται με χρήματα», για πολιτικά στελέχη που πλουτίζουν, για καταγγελίες που κλονίζουν ευθέως την αξιοπιστία μιας χώρας που παρουσιάζεται ως ο «ιερός σκοπός» της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Στο ίδιο πλαίσιο ανέφερε και όσα κυκλοφορούν διεθνώς για αγορές περιουσιακών στοιχείων από την ηγεσία της Ουκρανίας στο εξωτερικό, υποδεικνύοντας ότι αυτή η εικόνα οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδο και καταρρίπτει το ηθικό αφήγημα που επενδύει η Ε.Ε.
Η κεντρική του θέση είναι ότι η Ευρώπη ακολουθεί μια στρατηγική που δεν υπηρετεί τους λαούς της. «Στηρίζουμε έναν πόλεμο που δεν μας αφορά», είπε, την ώρα που ουσιαστικά σε θέματα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα και την Κύπρο η ευρωπαϊκή στήριξη είναι ανύπαρκτη. Θύμισε την πρόσφατη παρουσία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι η Αθήνα πρόσφερε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, χωρίς ο Ουκρανός πρόεδρος να κάνει ούτε μια υποτυπώδη αναφορά στο Κυπριακό, ούτε να συνδέσει τη δική του χώρα με την ελληνική ιστορική πληγή της τουρκικής εισβολής.
Για τη ΝΙΚΗ, αυτό αποτελεί βαθιά πολιτική προσβολή καθώς δεν μπορεί να υπάρχει ευρωπαϊκή «ευαισθησία» για τη μία εισβολή και αδιαφορία για την άλλη και δεν μπορεί η Ελλάδα να μετατρέπεται σε δημόσιο ταμείο της Ουκρανίας όταν η ίδια δεν έχει κερδίσει ούτε στοιχειώδη ευρωπαϊκή στήριξη απέναντι στην τουρκική κατοχή στην Κύπρο. «Όσο δεν γίνεται στην Τουρκία αυτό που γίνεται στη Ρωσία, εμείς πρέπει να λέμε όχι», τόνισε.
Σχετικά με το θέμα της διαφάνειας, υποστήριξε ότι οι αποστολές πυρομαχικών και υλικού στην Ουκρανία έγιναν χωρίς επίσημη, καθαρή διαδικασία ενημέρωσης της Βουλής και του ελληνικού λαού, αλλά με «τρόπους στα πονηρά». Μάλιστα, σχολίασε ότι πλέον κατασκευάζεται νέο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο το ελληνικό κράτος «πουλά» πυρομαχικά σε τρίτους και αυτοί τα μεταφέρουν στην Ουκρανία, ώστε να εμφανίζεται ότι η Ελλάδα δεν τα δίνει απευθείας. Για τον ίδιο, αυτή η λεπτομέρεια είναι κλασικό δείγμα πολιτικής κοροϊδίας και συστημικής απόκρυψης, αφού το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ενώ η δημοκρατία υποχωρεί μπροστά σε υπόγειους μηχανισμούς.
Στο καυτό κομμάτι της οικονομίας, περιέγραψε την Ελλάδα ως χώρα που «ζορίζεται» πραγματικά, όχι θεωρητικά, ανεξάρτητα από κυβερνητικές διακηρύξεις περί «τέλους των μνημονίων». Υπογράμμισε ότι οι μνημονιακοί νόμοι παραμένουν, ότι το καθεστώς επιτήρησης και οι κοινωνικές πληγές δεν έφυγαν. Συνέδεσε ευθέως το οικονομικό με το δημογραφικό, λέγοντας ότι η κατάρρευση της οικογενειακής προοπτικής είναι άμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής εξόντωσης: «όταν η νεολαία δεν έχει «σπόρους» για να φτιάξει οικογένεια, το δημογραφικό δεν διορθώνεται, αλλά γίνεται εκρηκτική βόμβα», ανέφερε. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το αίτημα της Ε.Ε. για νέα χρηματοδότηση της Ουκρανίας χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο ως κοινωνικά εγκληματικό καθώς η Ελλάδα, θα κληθεί να πληρώσει γύρω στα 1,7 δισ. ευρώ από το πακέτο των 135 δισ., ποσό που θα αφαιρεθεί από κοινωνικές παροχές για να πέσει σ’ ένα «άδειο βαρέλι», σε έναν πόλεμο που δεν τελειώνει και δεν θα τελειώσει με την αέναη χρηματοδότηση.
Για να δείξει τι σημαίνει αυτό στην πράξη, ο κ. Ιντζές επικαλέστηκε συγκεκριμένους δείκτες που, όπως υποστήριξε, καταρρίπτουν τη θριαμβολογία της κυβέρνησης. Αναφέρθηκε στον μέσο προσαρμοσμένο μισθό στην Ελλάδα σε σχέση με το ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς και στη δραματική ενεργειακή φτώχεια μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, με τον ένα στους πέντε πολίτες να μην μπορεί να κρατήσει το σπίτι του ζεστό. Επισήμανε ότι η Ελλάδα, χώρα της Μεσογείου, εμφανίζεται να έχει τέτοια ποσοστά κρύου και φτώχειας, την ώρα που στον βορρά τα ποσοστά είναι ελάχιστα. Αυτό, κατά τον ίδιο, είναι η πιο άμεση διάψευση του κυβερνητικού success story: οι αριθμοί μπορεί να ωραιοποιούνται στα δελτία, αλλά το σπίτι που κρυώνει και ο μισθός που δεν φτάνει δεν ωραιοποιούνται.
Στο ερώτημα γιατί ο Έλληνας πολίτης δείχνει ανοχή, ο κ. Ιντζές δεν δίστασε να μιλήσει για ένα σκληρό σύστημα ελέγχου. Είπε ότι η κυβέρνηση ξέρει πώς να μοιράζει πόρους, χτίζει δίκτυα εξάρτησης μέσα από οργανισμούς και «golden boys», έχει παραχωρήσει δημόσια εργαλεία σε ιδιωτικούς μηχανισμούς, και ταυτόχρονα ελέγχει τα μεγάλα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, τόνισε, το αφήγημα που φτάνει στον πολίτη είναι ότι «πάμε καλά», ότι υπάρχουν «δείκτες», «συμφωνίες» και «ρεκόρ», ενώ η πραγματικότητα είναι η μαζική απόκλιση από την Ευρώπη.
Στα της ενέργειας, ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση παίζει επικοινωνιακά με μεγάλα ονόματα, αλλά η ουσία είναι απογοητευτική και στάθηκε στη συμφωνία με την ExxonMobil στο Ιόνιο, λέγοντας ότι η συμμετοχή του ελληνικού δημοσίου σε αυτή την κοινοπραξία είναι μόλις 3,1% και ότι οι ουσιαστικές οικονομικές απολαβές, ακόμη κι αν προκύψουν, θα έρθουν μετά από πολλά χρόνια και με αβέβαιους όρους. Ο ίδιος αμφισβήτησε ότι η παρουσία μεγάλων αμερικανικών γεωτρητικών εταιρειών συνεπάγεται αυτομάτως γεωστρατηγική αναβάθμιση, θυμίζοντας ότι παρόμοιες εταιρείες δραστηριοποιούνται επί δεκαετίες σε αφρικανικές χώρες χωρίς να τις μετατρέψουν σε «γεωπολιτικούς ηγέτες». Το συμπέρασμά του είναι πως ο ελληνικός λαός βομβαρδίζεται με διαφημιστικό θόρυβο για «κόμβους» και «ιστορικές συμφωνίες», ενώ στην πράξη η χώρα παίρνει ψίχουλα και παραμένει θεατής στη διαχείριση του πλούτου της.
Στο ζήτημα των λιμανιών και ειδικά του Πειραιά ο κ. Ιντζές είπε ότι η Ελλάδα δεν έχει χαράξει εθνική στρατηγική ούτε για την ενέργεια ούτε για τις εμπορικές πύλες της, εξηγώντας πως δεν μπορεί ένα κράτος να υπογράφει συμφωνίες στρατηγικής σημασίας και στη συνέχεια να κάνει πολιτικά σλάλομ, είτε επειδή αλλάζουν διεθνείς ισορροπίες είτε επειδή αλλάζουν εσωτερικές σκοπιμότητες. Παράλληλα, όμως, ξεκαθάρισε ότι δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή οποιαδήποτε συμφωνία «προς όφελος τρίτων». Το λιμάνι του Πειραιά, το χαρακτήρισε «διαμάντι» πάνω στη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, όμως, όπως είπε, «βλέπουμε την Cosco να θησαυρίζει και τις ελληνικές επιχειρήσεις που συνδέονται με το λιμάνι να κλείνουν η μία μετά την άλλη».
Επανέλαβε παράλληλα ότι η Ελλάδα πρέπει να στηριχθεί στην παραγωγική της βάση και στις δικές της δυνατότητες σε ενέργεια, αγροτοκτηνοτροφία, εμπόριο και αμυντική βιομηχανία. «Όσο δεν επενδύουμε στην αυτάρκεια», είπε, «θα είμαστε διαρκώς ζητιάνοι απέναντι σε ξένες πρωτεύουσες που δουλεύουν για τη δική τους τσέπη». Χαρακτήρισε μάλιστα τη μνημονιακή προπαγάνδα περί «ανίκανου Έλληνα που χρειάζεται τον Γερμανό του» ως ψυχολογική κατοχή που πρέπει να σπάσει: ο ξένος θα υπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, όχι τα ελληνικά. Η Ελλάδα, κατά τον ίδιο, έχει τόσο πλούτο σε αγροτικά, τουριστικά, ενεργειακά και στρατηγικά πεδία που, αν αξιοποιηθούν «με ελληνικό πρόσημο», η χώρα θα γίνει αγνώριστη. Γι’ αυτό ακριβώς οι ξένοι, όπως υποστήριξε, επιδιώκουν να βρίσκουν «τους εύκολους, τους χρήσιμους» ώστε να περνούν τις δουλειές τους.
Ξαναγυρνώντας στην Ευρώπη, ο κ. Ιντζές είπε ότι στο επόμενο Συμβούλιο Κορυφής, όπου θα αποφασιστεί ο τρόπος χρηματοδότησης της Ουκρανίας, η Ελλάδα οφείλει να πάει με καθαρή θέση άρνησης συμμετοχής. Το σκεπτικό του δεν ήταν ιδεολογικό αλλά εθνικό: αν μπαίναμε με τέτοια λογική να χρηματοδοτούμε κάθε πόλεμο στον κόσμο, τότε θα καταλήγαμε να πληρώνουμε ατελείωτες παγκόσμιες συγκρούσεις, ενώ εμείς βουλιάζουμε. Επανέλαβε ότι η ΝΙΚΗ δεν είναι «φιλορωσική» όπως την κατηγορούν, αλλά προσηλωμένη στο συμφέρον της χώρας, με το δόγμα «ούτε με τον Αμερικανό ούτε με τον Ρώσο – με τον Έλληνα».
Η τελευταία, και ίσως πιο βαριά, προειδοποίησή του αφορούσε τις συμμαχίες και τα ελληνοτουρκικά. Εξήγησε ότι στα γεωπολιτικά –όπως και στις επενδύσεις– δεν μπορείς να τα ποντάρεις όλα σε μία δύναμη. Υποστήριξε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένη με την πολιτική Μπάιντεν, ακόμη και αντι-Τραμπ, και τώρα, με τον Τραμπ ξανά στο τιμόνι και με το δόγμα της επιθετικής ενεργειακής επέκτασης, αλλάζει γραμμή «βιαστικά» για να τον ευμενίσει, με αποτέλεσμα να υπογράφει συμφωνίες «στο πόδι». Πρόβλεψε ότι αυτό το μοτίβο μπορεί να επαναληφθεί όχι μόνο στην ενέργεια και στα λιμάνια, αλλά και στα εθνικά θέματα.
Στο σημείο αυτό εξέφρασε τον φόβο ότι οι ΗΠΑ, γνωρίζοντας τον τεράστιο ενεργειακό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου, μπορεί να πιέσουν για «συνεκμετάλλευση» Ελλάδας–Τουρκίας, με ένα ήπιο περίβλημα ειρήνης και ανάπτυξης, αλλά με ουσιαστική υποχώρηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Περιέγραψε το σενάριο να ζητηθούν ανταλλάγματα από την Αθήνα στο πλαίσιο μιας αμερικανοτουρκικής διαπραγμάτευσης, όπου η Τουρκία θα πει «ναι» σε αμερικανικές απαιτήσεις μόνο αν κερδίσει χώρο στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι εκεί, όπως είπε, υπάρχει ο κίνδυνος να παρουσιαστεί μια εθνική ήττα ως διπλωματική «επιτυχία» με φιέστες και χειραψίες, ενώ στην πραγματικότητα θα έχει κοπεί ένα ακόμη κομμάτι από την ελληνική κυριαρχία.
Ολοκληρώνοντας ανέφερε ότι «η Ελλάδα χρειάζεται σταθερή εθνική στρατηγική, διασπορά γεωπολιτικού ρίσκου, αυτάρκεια και καθαρή δημοκρατική λογοδοσία. Ότι οι συμμαχίες δεν είναι θρησκεία, αλλά εργαλείο που πρέπει να υπηρετεί πρώτα το συμφέρον της πατρίδας. Και ότι μια χώρα που δεν προστατεύει τον πλούτο, τις υποδομές και τα δικαιώματά της, είναι καταδικασμένη να πληρώνει συνεχώς τα σχέδια των άλλων, μέχρι να μην της μείνει τίποτα άλλο να πληρώσει – ή να υπερασπιστεί.»
Ακούστε εδώ ολόκληρη τη συνέντευξη του κ. Ιντζέ:
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Πιο Πρόσφατα
«Καποδίστριας»: Η ταινία που ξυπνά την αλήθεια πίσω από τον θρύλο
Η Προεδρία της Δημοκρατίας ως διακοσμητικός θεσμός