Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Καμπανάκι δικαιοσύνης για τις Ελληνοκυπριακές περιουσίες στα Κατεχόμενα

Μια πρόσφατη απόφαση κυπριακού δικαστηρίου καταδίκασε δύο γυναίκες από την Ουγγαρία, οι οποίες διαφήμιζαν προς πώληση ακίνητα Ελληνοκυπρίων στα Κατεχόμενα, αναζωπυρώνοντας το ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα των ελληνοκυπριακών περιουσιών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κατοχικού καθεστώτος. Η υπόθεση λειτούργησε ως καταλύτης, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο τις σοβαρές νομικές και πολιτικές προεκτάσεις που φέρει το ιδιοκτησιακό καθεστώς στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, ιδιαίτερα για όσους επιδιώκουν την εμπορική εκμετάλλευση αυτών των ακινήτων χωρίς τη συγκατάθεση των νόμιμων ιδιοκτητών τους.

Η απόφαση αυτή δεν έρχεται σε κενό χρόνο. Η συζήτηση για τις περιουσίες πυροδοτεί νέες εντάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο νησί, τη στιγμή που πλησιάζει η πενταμερής συνάντηση του Ιουνίου για το Κυπριακό. Η υπόθεση εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για την προστασία της ιδιοκτησίας των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων και τον ρόλο του διεθνούς δικαίου στην αντιμετώπιση τέτοιων παραβιάσεων, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει το νομικό χάσμα που υφίσταται ανάμεσα στη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία και το αποσχιστικό μόρφωμα των Κατεχομένων. Η ανακίνηση του ζητήματος συμπίπτει με τις διπλωματικές διεργασίες που συντονίζει η Μάρια Αγγέλα Ολγκίν Κουεγιάρ, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό πλαίσιο για τις επερχόμενες συνομιλίες.

Η καταδίκη δύο Ουγγαρέζων γυναικών από κυπριακό δικαστήριο, για διαφήμιση προς πώληση ελληνοκυπριακών περιουσιών στα Κατεχόμενα, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για μια από τις πιο ευαίσθητες και παραμελημένες πτυχές του Κυπριακού. Οι δύο κατηγορούμενες παραδέχτηκαν τη δραστηριότητά τους, γεγονός που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: η παράνομη εκμετάλλευση των περιουσιών των Ελληνοκυπρίων είναι υπαρκτή, εκτεταμένη και εντεινόμενη.

Η απόφαση έρχεται σε μια συγκυρία όπου η Λευκωσία επιλέγει να επαναφέρει με ένταση το θέμα στο προσκήνιο, ενόψει της κρίσιμης διαδικασίας για την πενταμερή διάσκεψη του Ιουνίου για το Κυπριακό. Η κυπριακή κυβέρνηση έχει ήδη δώσει εντολή στις αστυνομικές Αρχές να ανοίξουν πλήρως τον φάκελο των περιουσιών που καταπατήθηκαν ή εκποιήθηκαν παράνομα από την έναρξη της τουρκικής κατοχής το 1974 έως σήμερα. Στόχος είναι να εντοπιστούν όλες οι περιπτώσεις παράνομης μεταβίβασης ή αξιοποίησης ιδιοκτησιών που ανήκουν σε εκτοπισμένους Ελληνοκυπρίους.

Οι υποθέσεις αυτές δεν είναι λίγες. Χιλιάδες ακίνητα, περιλαμβανομένων κατοικιών, γεωργικής γης και εμπορικών ακινήτων, έχουν περάσει με αδιαφανείς διαδικασίες σε χέρια Τουρκοκυπρίων, εποίκων από την Τουρκία και αλλοδαπών επενδυτών. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μια εξαιρετικά σύνθετη νομική και πολιτική πραγματικότητα που περιπλέκει περαιτέρω την αναζήτηση λύσης στο Κυπριακό. Το θέμα των περιουσιών, αν και πολλές φορές αντιμετωπίζεται σιωπηρά ή αποσιωπάται στις διαπραγματεύσεις, αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα δικαιοσύνης, κυριαρχίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η πρόσφατη δικαστική εξέλιξη, πέρα από το νομικό της βάρος, αποκτά έντονο διπλωματικό και συμβολικό χαρακτήρα. Αποτελεί σαφές μήνυμα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν σκοπεύει να αφήσει ατιμώρητη την καταπάτηση των περιουσιών των πολιτών της και ότι το ιδιοκτησιακό δεν μπορεί να θεωρείται πλέον «παγωμένο» ή «λυμένο» μέσω τετελεσμένων. Με φόντο τις επερχόμενες διαπραγματεύσεις, η Λευκωσία αναδεικνύει το ζήτημα σε κομβικό πεδίο πολιτικής πίεσης, επιδιώκοντας να επανατοποθετήσει την έννοια της δικαιοσύνης στο επίκεντρο της συνολικής λύσης του Κυπριακού.

Η απόφαση του κυπριακού Κακουργιοδικείου που καταδίκασε δύο Ουγγαρέζες για διαφήμιση προς πώληση ελληνοκυπριακών περιουσιών στα Κατεχόμενα έχει ήδη αρχίσει να μετασχηματίζεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αντιμετώπισης του φαινομένου της παράνομης εκμετάλλευσης. Η εξέλιξη αυτή δεν περιορίζεται σε ένα μεμονωμένο νομικό περιστατικό· αποτελεί την αφετηρία για την ενεργή αξιοποίηση του ζητήματος τόσο σε διπλωματικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η Λευκωσία βλέπει στην υπόθεση μια ευκαιρία να εντάξει το θέμα των περιουσιών στο σκληρό πυρήνα των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό και να το αναγορεύσει σε μείζον διαπραγματευτικό χαρτί.

Η δικαστική απόφαση, πέρα από την ηθική και νομική της βαρύτητα, βασίστηκε σε τεκμηριωμένα στοιχεία που αποκαλύπτουν το εύρος της δράσης ξένων σφετεριστών και των συνεργατών τους, οι οποίοι επιχειρούν να εκμεταλλευτούν οικονομικά ακίνητα εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων. Το γεγονός ότι οι κατηγορούμενες παραδέχτηκαν τις πράξεις τους ενισχύει τη νομική υπόσταση της υπόθεσης και προσφέρει στη Λευκωσία μια στέρεη βάση για να κινηθεί επιθετικά στο πεδίο της διεθνούς διπλωματίας. Τα δεδομένα αυτά δεν περνούν απαρατήρητα από όσους, στο εξωτερικό, έχουν λόγο στη διαμόρφωση θέσεων και αντιλήψεων για το Κυπριακό, ιδιαίτερα στους κόλπους των λεγόμενων «οικονομιστών» που παρακολουθούν στενά την εικόνα ιδιοκτησίας, νομιμότητας και επενδυτικού καθεστώτος στην περιοχή.

Ήδη οι κυπριακές Αρχές έχουν ξεκινήσει διερεύνηση πλήθους υποθέσεων, αξιοποιώντας πληροφορίες και έγγραφα που έχουν στη διάθεσή τους. Εντάλματα σύλληψης έχουν εκδοθεί για εμπλεκόμενα πρόσωπα, σηματοδοτώντας την αποφασιστικότητα της Λευκωσίας να μην αφήσει τις καταγγελίες χωρίς ουσιαστική συνέχεια. Η μεθόδευση είναι προφανής: σε μια περίοδο όπου οι συνομιλίες για το Κυπριακό βρίσκονται σε φάση προκαταρκτικής κινητικότητας, η κυπριακή πλευρά οικοδομεί ένα νομικά τεκμηριωμένο και ηθικά ακλόνητο επιχείρημα, με στόχο να ενισχύσει τη θέση της όταν η διαδικασία εισέλθει σε πλήρη διαπραγματευτική τροχιά.

Το ιδιοκτησιακό δεν είναι πλέον μια παλιά υπόθεση αρχείων ή δηλώσεων. Με τη συγκεκριμένη δικαστική απόφαση και τη συνοδευτική νομική δράση, αποκτά χειροπιαστή δυναμική και προβάλλει ως κρίσιμο στοιχείο πίεσης, διεκδίκησης και επιβολής διεθνών αρχών σε ένα πρόβλημα που παραμένει άλυτο εδώ και σχεδόν μισό αιώνα.

Σύμφωνα με αποκαλυπτικές πληροφορίες του κυπριακού «Φιλελεύθερου», ειδικό τμήμα της κυπριακής Αστυνομίας ερευνά δεκάδες υποθέσεις σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών και παράνομης εκμετάλλευσης γης στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Το δίκτυο που αποκαλύπτεται φέρει χαρακτηριστικά οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας, στην οποία εμπλέκονται Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι επιχειρηματίες που αποκομίζουν κέρδη από ακίνητα που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους πρόσφυγες.

Η πρακτική είναι ξεκάθαρη: η γη αποκόπτεται από τους νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας με μεθόδους που παρακάμπτουν κάθε έννοια δικαίου, «ξεπλένεται» νομικά μέσα από αδιαφανείς διαδικασίες και πωλείται σε ξένους αγοραστές. Η λίστα των αγοραστών περιλαμβάνει Ρώσους, Ουκρανούς, Ευρωπαίους, Τούρκους εποίκους και άτομα με πρόσβαση σε πληροφορίες, που άλλοτε γνωρίζουν ακριβώς τι αγοράζουν και άλλοτε επιλέγουν συνειδητά να αγνοήσουν τη νομική πραγματικότητα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, όμως, πρόκειται για συνειδητή επιλογή: αγοράζουν ακίνητα σε ένα καθεστώς που δεν τυγχάνει καμίας διεθνούς αναγνώρισης, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για περιουσίες καταπατημένες από το 1974 και μετά.

Η αποκάλυψη αυτών των στοιχείων ενισχύει περαιτέρω την κατεύθυνση που έχει επιλέξει η Λευκωσία, να μετατρέψει το θέμα των περιουσιών σε βασικό άξονα πίεσης στο διεθνές και διαπραγματευτικό πεδίο. Η νομική τεκμηρίωση που συνοδεύει τις νέες υποθέσεις και η δυναμική παρέμβαση των Αρχών δημιουργούν προϋποθέσεις για πιο ενεργή αντιμετώπιση του φαινομένου, σε μια περίοδο που το Κυπριακό οδεύει ξανά προς το τραπέζι των συνομιλιών. Ο σφετερισμός περιουσιών δεν είναι απλώς ηθική ή ιστορική πληγή· αποτελεί διαρκές έγκλημα που συντηρείται με κίνητρο το οικονομικό όφελος, εμπλέκοντας πρόσωπα και συμφέροντα με διεθνή προέκταση.

Καμπανάκι δικαιοσύνης για τις Ελληνοκυπριακές περιουσίες στα Κατεχόμενα v767615583

Η καταδίκη των δύο Ουγγαρέζων από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για διαφήμιση και εμπορία ελληνοκυπριακών περιουσιών στα Κατεχόμενα δεν πέρασε απαρατήρητη από το ψευδοκράτος. Αντιθέτως, φαίνεται να έχει προκαλέσει έντονη ενόχληση και αναστάτωση, επιβεβαιώνοντας τη βαρύτητα της υπόθεσης και την ισχύ της ως διαπραγματευτικού εργαλείου στα χέρια του Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη και της ελληνοκυπριακής πλευράς. Οι αντιδράσεις που καταγράφονται στα Κατεχόμενα είναι ενδεικτικές: το μήνυμα ελήφθη και προκαλεί πολιτική πίεση.

Ο ίδιος ο Ερσίν Τατάρ, ο επικεφαλής του κατοχικού καθεστώτος, εμφανίστηκε φανερά εκνευρισμένος από την εξέλιξη, με δηλώσεις που αποπνέουν αμηχανία και αμυντική στάση. Σε συνάντηση με μέλη του Τουρκοκυπριακού Εμπορικού Επιμελητηρίου, επιτέθηκε ρητορικά στην ελληνοκυπριακή ηγεσία, κατηγορώντας την ότι επιδιώκει να πλήξει τους Τουρκοκυπρίους και να υπονομεύσει τις οικονομικές τους δραστηριότητες. Επέμεινε στη ρητορική της πολιτικής «δύο κρατών» και προσπάθησε να παρουσιάσει την κυπριακή νομική ενέργεια ως προσπάθεια εκφοβισμού, λέγοντας ότι αυτό θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, συσπειρώνοντας την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Η νευρικότητα του Τατάρ δεν είναι τυχαία. Η απόφαση της κυπριακής Δικαιοσύνης έχει ξεκάθαρα ενοχλήσει, γιατί βάζει διεθνώς στο μικροσκόπιο την παράνομη εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών, ξεσκεπάζοντας το δίκτυο αγοραπωλησιών και «ξεπλύματος» γης στα Κατεχόμενα. Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια παθητικής διαχείρισης, η Λευκωσία προχωρά σε θεσμική, νομική και πολιτική αντεπίθεση, θέτοντας το ιδιοκτησιακό στο επίκεντρο της νέας διαπραγματευτικής στρατηγικής.

Η έντονη αντίδραση από την άλλη πλευρά, μακριά από αποδυναμωτικό στοιχείο, λειτουργεί ως επιβεβαίωση πως η στρατηγική αυτή αποδίδει. Η κυπριακή ηγεσία διαθέτει πλέον ένα αποδεδειγμένα αποτελεσματικό εργαλείο πίεσης, το οποίο συνδυάζει την ισχύ του νόμου με την επιρροή της διεθνούς κοινής γνώμης – και αυτό είναι κάτι που οι θιασώτες του «status quo» δεν μπορούν να αγνοήσουν.

Η ανακίνηση του ζητήματος του σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών στα Κατεχόμενα δεν αποτελεί μόνο κυβερνητική πρωτοβουλία· στηρίζεται απόλυτα και από την ελληνοκυπριακή κοινωνία μέσω των θεσμικών της οργάνων. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος (ΠΔΣ), με ξεκάθαρη τοποθέτηση, επιδοκιμάζει τις νομικές κινήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και δηλώνει παρών στον αγώνα για την αποκατάσταση της νομιμότητας και την προστασία των πολιτών.

Σε ανακοίνωσή του, ο ΠΔΣ επισημαίνει πως κάθε δικαστική ή νομική ενέργεια που προέρχεται από τις συντεταγμένες Αρχές του κράτους και αποσκοπεί στην επιβολή του νόμου και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών βρίσκει απόλυτη στήριξη από το σώμα των δικηγόρων. Υπογραμμίζει μάλιστα τον διπλό του ρόλο: αφενός ως επαγγελματικός φορέας με βαθιά θεσμική ευθύνη και αφετέρου ως συλλειτουργός της Δικαιοσύνης.

Η δήλωση αυτή δεν είναι τυπική. Αντικατοπτρίζει μια σαφή πρόθεση κινητοποίησης του νομικού κόσμου της Κύπρου στο πλευρό της Πολιτείας, ενισχύοντας τη στρατηγική γραμμή που έχει υιοθετήσει η Λευκωσία. Με την υποστήριξη του ΠΔΣ, το θέμα αποκτά επιπλέον θεσμικό βάθος και κοινωνική βαρύτητα, διαμορφώνοντας ένα ενιαίο μέτωπο που απαιτεί την κατοχύρωση του δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η υπόθεση δεν είναι απλώς νομική· είναι βαθιά πολιτική, ηθική και κοινωνική. Η στήριξη αυτή αποδεικνύει πως, απέναντι στη συστηματική παραβίαση της ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, η κοινωνία δεν σιωπά. Απαντά με θεσμική ενότητα, νομική τεκμηρίωση και αποφασιστικότητα, δίνοντας νέο βάρος στη διεκδίκηση και διεθνοποίηση του ιδιοκτησιακού ζητήματος.

Καμπανάκι δικαιοσύνης για τις Ελληνοκυπριακές περιουσίες στα Κατεχόμενα v819004280

Η λεγόμενη «Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας» που συστάθηκε στα Κατεχόμενα από τις κατοχικές Αρχές παρουσιάστηκε ως ένας υποτιθέμενος ένδικος μηχανισμός διαχείρισης του περιουσιακού ζητήματος, με στόχο – όπως ισχυρίζονται – να προσφέρει λύσεις στους Ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες που εκτοπίστηκαν από τις περιουσίες τους μετά την τουρκική εισβολή. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ένα εργαλείο που επιχειρεί να νομιμοποιήσει τετελεσμένα επί του εδάφους, μέσω αποζημιώσεων και περιορισμένων παραχωρήσεων, εντός του μη αναγνωρισμένου και νομικά ανύπαρκτου πλαισίου του ψευδοκράτους.

Σύμφωνα με στοιχεία του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΚΥΠΕ), μέχρι τα τέλη του προηγούμενου έτους είχαν υποβληθεί συνολικά 7.781 αιτήσεις στην Επιτροπή. Από αυτές, μόλις οι 1.861 ολοκληρώθηκαν, με συνολικό ύψος αποζημιώσεων που ανέρχεται σε 481.405.921 στερλίνες. Παρά τα νούμερα, η ουσία δείχνει περιορισμένη δράση: σε μόλις πέντε περιπτώσεις αποφασίστηκε επιστροφή περιουσίας, σε τρεις ανταλλαγή και αποζημίωση και σε οκτώ επιστροφή και ταυτόχρονη αποζημίωση. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους για την πραγματική πρόθεση και αποτελεσματικότητα του μηχανισμού.

Η επικεφαλής της Επιτροπής, Νοβμπέρ Βεχτσί, δήλωσε ότι ο στόχος είναι να δοθούν «δίκαιες, γρήγορες και αποτελεσματικές λύσεις» στο περιουσιακό, ώστε να συμβάλει σε μια συνολική λύση του Κυπριακού. Ωστόσο, ο ρόλος και η λειτουργία της Επιτροπής δεν μπορούν να αγνοήσουν το βασικό γεγονός ότι εδράζεται σε ένα νομικά ανυπόστατο καθεστώς, μη αναγνωρισμένο από τη διεθνή κοινότητα, και λειτουργεί σε συνθήκες πλήρους πολιτικού ελέγχου από την Άγκυρα.

Η κυπριακή πλευρά αντιμετωπίζει την εν λόγω Επιτροπή με επιφύλαξη, καθώς θεωρεί ότι επιχειρεί να εκτονώσει τις πιέσεις για επιστροφή περιουσιών, μέσω χρηματικών διακανονισμών και χωρίς να θίγει τη βασική αδικία που προκάλεσε η κατοχή. Σε κάθε περίπτωση, τα αριθμητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η «επιτροπή» δεν αποτελεί ούτε λειτουργικό ούτε δίκαιο εργαλείο για την επίλυση ενός από τα πιο κρίσιμα ζητήματα του Κυπριακού· αντιθέτως, ενδέχεται να εργαλειοποιείται για να μονιμοποιήσει μια προβληματική και άδικη πραγματικότητα.

Η λεγόμενη «Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας» στα Κατεχόμενα, αν και έχει αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένδικος μηχανισμός μετά το Σχέδιο Ανάν, βρίσκεται πλέον σε καθεστώς πλήρους αδράνειας. Η λειτουργία της έχει ουσιαστικά παραλύσει, καθώς εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα δεν προχωρά σε καμία πληρωμή προς δικαιούχους, ενώ η έλλειψη πολιτικής βούλησης από το κατοχικό καθεστώς θέτει εν αμφιβόλω ακόμα και τη μελλοντική της ύπαρξη.

Το αδιέξοδο αυτό δεν είναι απλώς τεχνικό ή γραφειοκρατικό· εγείρει σοβαρά και πολύπλοκα νομικά ζητήματα. Δικαιούχοι που έλαβαν χρηματικά ποσά ή παραχώρηση περιουσίας ίσης αξίας βρίσκονται εκτεθειμένοι, καθώς η έλλειψη διασφαλισμένων διαδικασιών και η επισφαλής φύση του νομικού καθεστώτος της Επιτροπής καθιστούν τις συμφωνίες τους ευάλωτες σε μελλοντική αμφισβήτηση. Οι πληρωμές που έγιναν χωρίς συνέχεια και οι υποσχέσεις που δεν τηρούνται μετατρέπουν τη διαδικασία σε παγίδα για όσους επένδυσαν στην αξιοπιστία ενός μηχανισμού που λειτουργεί εκτός διεθνών νομικών κανόνων.

Πέρα όμως από τις νομικές προεκτάσεις, η προσφυγή Ελληνοκυπρίων στην εν λόγω Επιτροπή εγείρει σοβαρά ζητήματα ηθικής τάξης. Η προσφυγή σε μια κατοχική Αρχή για την αποκατάσταση περιουσιακών δικαιωμάτων δεν είναι μια πράξη ουδέτερη – αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα και προκαλεί αντιδράσεις τόσο στην κοινή γνώμη όσο και σε θεσμικούς φορείς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για πολλούς, ισοδυναμεί με σιωπηρή αναγνώριση του ψευδοκράτους και υπονόμευση του αγώνα για επιστροφή και δικαιοσύνη μέσω διεθνών και νόμιμων διαύλων.

Σήμερα, η κατάσταση της Επιτροπής αντανακλά τη γενικότερη στασιμότητα και πολιτική απροθυμία για ουσιαστική πρόοδο στο περιουσιακό, καθιστώντας αναγκαία μια συνολική επαναξιολόγηση της στρατηγικής γύρω από το θέμα. Το κενό που δημιουργείται, ωστόσο, δεν μπορεί να μείνει αναπάντητο: απαιτείται ενίσχυση της νομικής διεκδίκησης από την Κυπριακή Δημοκρατία και ουσιαστική κινητοποίηση του διεθνούς παράγοντα για την προστασία των δικαιωμάτων των εκτοπισμένων.