Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

18 Δεκεμβρίου 2025

Μεσοπρόθεσμο χωρίς πυξίδα

Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2026–2029 αποτυπώνει με καθαρό τρόπο τη δομική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας και τη συνεχιζόμενη αναπτυξιακή ανεπάρκεια της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής. Δεν συνιστά σχέδιο ανάπτυξης για την επόμενη τετραετία παρά μια διαχειριστική άσκηση προσαρμογής σε επερχόμενους περιορισμούς, χωρίς στρατηγική υπέρβασης των αδιεξόδων.

Στον πυρήνα του επιχειρεί να αντιμετωπίσει δύο κρίσιμες προκλήσεις. Πρώτον, το τέλος των εξωτερικών χρηματοδοτικών «ενέσεων» που στήριξαν την οικονομία τα τελευταία χρόνια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο ολοκληρώνεται εντός εξαμήνου. Δεύτερον, την απότομη αύξηση του δημοσίου χρέους που αναμένεται το 2032, λόγω της κεφαλαιοποίησης τόκων των μνημονιακών δανείων, εξέλιξη που επιβάλλει μέχρι τότε μείωση του ονομαστικού χρέους ώστε να αποφευχθεί νέα κρίση βιωσιμότητας.

Η αναπτυξιακή επίδοση της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις εξωτερικές εισροές. Από τα 36 δισ. ευρώ που είχαν δεσμευτεί, εισέρρευσαν περίπου 20 δισ., τα οποία τροφοδότησαν ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 52 δισ. ευρώ. Σε πραγματικούς, αποπληθωρισμένους όρους, η αύξηση δεν ξεπέρασε τα 15 δισ., γεγονός που καταδεικνύει ότι λιγότερο από το ένα τρίτο της μεγέθυνσης αντιστοιχεί σε πραγματική ανάπτυξη. Η οικονομία δεν έχει ανακτήσει εσωτερική δυναμική ικανή να ανατροφοδοτεί την ανάπτυξη χωρίς εξωτερική στήριξη.

Το Μεσοπρόθεσμο καλείται, επομένως, να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: πώς θα κινηθεί η οικονομία μετά τη δραστική μείωση των εισροών από το Ταμείο Ανάκαμψης και πώς θα απορροφηθεί η προσθήκη περίπου 40 δισ. ευρώ στο χρέος το 2032, μετά τον συμψηφισμό με τις πρόωρες αποπληρωμές του GLF. Αν το ΑΕΠ δεν αυξηθεί επαρκώς έως τότε, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, που σήμερα βελτιώνεται κυρίως λόγω πληθωρισμού, κινδυνεύει να επιδεινωθεί εκ νέου.

Στο σημείο εκκίνησης του Προγράμματος, το ονομαστικό ΑΕΠ του 2025 εκτιμάται στα 249 δισ. ευρώ, ενώ το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, μετά την τελευταία αποπληρωμή του GLF, διαμορφώνεται περίπου στα 359 δισ. ευρώ. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ανέρχεται έτσι σε περίπου 145%. Αυτή είναι η πραγματική βάση πάνω στην οποία οικοδομείται το Μεσοπρόθεσμο.

Οι προβλέψεις έως το 2029 δείχνουν επιβράδυνση της πραγματικής ανάπτυξης μετά το 2027, με τον πληθωρισμό να παραμένει ο βασικός μοχλός ονομαστικής μεγέθυνσης. Η κατανάλωση και οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται σε πραγματικούς όρους, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου υποχωρούν αισθητά, ενώ οι έμμεσοι φόροι διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, παγιώνοντας συνθήκες ακρίβειας. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2029 εκτιμάται κοντά στα 290 δισ. ευρώ, δηλαδή αύξηση περίπου 41 δισ. σε τέσσερα χρόνια, εκ των οποίων το 60% προέρχεται από τον πληθωρισμό.

Στο ίδιο διάστημα, το χρέος προβλέπεται να μειωθεί στο 119% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί σε περίπου 345 δισ. ευρώ. Η ονομαστική μείωση, της τάξης των 14–15 δισ., οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις ήδη προγραμματισμένες αποπληρωμές του GLF και όχι σε αποτέλεσμα δυναμικής ανάπτυξης ή ενεργητικής στρατηγικής απομόχλευσης. Πρόκειται για μια οικονομία σε «αυτόματο πιλότο», ακόμη και χρόνια μετά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια.

Το Μεσοπρόθεσμο δεν απαντά στο κρίσιμο ερώτημα πώς θα συνεχιστεί η ανάπτυξη με λιγότερες εξωτερικές εισροές και χαμηλότερο πληθωρισμό. Εστιάζει στη διατήρηση δημοσιονομικών ισορροπιών μέσω υψηλών έμμεσων φόρων, συγκράτησης δαπανών και της υπόθεσης ήπιου πληθωρισμού. Η ίδια του η λογική, όμως, είναι αντιφατική, καθώς οι υψηλοί έμμεσοι φόροι και οι φόροι ενέργειας τροφοδοτούν την ακρίβεια και ενισχύουν τα περιθώρια κέρδους, σε μια συγκυρία όπου ήδη προεξοφλούνται νέα κύματα ανατιμήσεων.

Το αποτέλεσμα είναι χαμηλοί ρυθμοί πραγματικής ανάπτυξης, που το ίδιο το Πρόγραμμα αναγνωρίζει, με τον κίνδυνο περαιτέρω υποχώρησης. Ταυτόχρονα, αγνοούνται κρίσιμα εργαλεία ενίσχυσης της εσωτερικής ρευστότητας. Ο βραχυχρόνιος δανεισμός του Δημοσίου, μέσω εντόκων γραμματίων και repos, έχει αυξηθεί από περίπου 24 δισ. ευρώ το 2014 σε 42 δισ. σήμερα, απορροφώντας σημαντική ρευστότητα από την εγχώρια οικονομία. Το Μεσοπρόθεσμο δεν προβλέπει ουσιαστική μείωσή του.

Παράλληλα, τα ληξιπρόθεσμα του Δημοσίου κινούνται ξανά κοντά στα 4 δισ. ευρώ, παρά τα εμφανιζόμενα υπερπλεονάσματα, τα οποία εν μέρει αντανακλούν δαπάνες που απλώς δεν πληρώνονται. Η σταδιακή εξόφλησή τους θα μπορούσε να διοχετεύσει άμεσα ρευστότητα στην αγορά, χωρίς δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

Η κεντρική αδυναμία του Μεσοπρόθεσμου είναι ότι αντιμετωπίζει φόρους και δαπάνες ως λογιστικά μεγέθη, αγνοώντας τους οικονομικούς πολλαπλασιαστές. Μια εναλλακτική προσέγγιση, με σταδιακή μείωση του βραχυχρόνιου δανεισμού κατά 10 δισ. ευρώ και μηδενισμό των ληξιπρόθεσμων ύψους περίπου 4 δισ., θα απελευθέρωνε 14 δισ. καθαρής ρευστότητας στην τετραετία. Με έναν συντηρητικό πολλαπλασιαστή λίγο πάνω από το 2, αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί σε περίπου 30 δισ. πρόσθετο ονομαστικό ΑΕΠ έως το 2029.

Σε συνδυασμό με κλιμακωτές μειώσεις έμμεσων φόρων και φόρων ενέργειας, η ακρίβεια θα περιοριζόταν, το πληθωριστικό σκέλος της μεγέθυνσης θα υποχωρούσε και μεγαλύτερο μέρος της αύξησης θα ήταν πραγματικό ΑΕΠ. Έτσι θα δημιουργούνταν και πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για ουσιαστικότερη μείωση του χρέους, οδηγώντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κοντά στο 104% αντί για 119%.

Η ουσία είναι απλή: ο πιο αποτελεσματικός τρόπος μείωσης του χρέους είναι η διατηρήσιμη, πραγματική αύξηση του ΑΕΠ. Το Μεσοπρόθεσμο δεν υπηρετεί αυτόν τον στόχο. Επαναλαμβάνει, σε μεγάλο βαθμό, τα λάθη της πρώτης μνημονιακής περιόδου, τα οποία ακόμη και το ΔΝΤ έχει αναγνωρίσει. Σε μια οικονομία που καλείται να λειτουργήσει χωρίς εξωτερικές «ενέσεις», η επιλογή της εσωτερικής πιστωτικής ασφυξίας και της ενδημικής ακρίβειας δεν αποτελεί σχέδιο. Είναι απλώς η παράταση της αδυναμίας. Και αυτό είναι, τελικά, το σοβαρότερο πρόβλημα.