Μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου, το πολιτικό σκηνικό της χώρας έδειχνε να έχει ξεκάθαρη κατεύθυνση. Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών –περίπου το 70%– εξέφραζε την ανάγκη για αλλαγή πορείας και απεμπλοκή από τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη και, κατ’ επέκταση, από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία, ως κοινοβουλευτική ομάδα και κόμμα, είχε στηρίξει τις επιλογές που οδήγησαν στην κατακόρυφη μείωση της εκλογικής της απήχησης, κάτω από το όριο του 25%.
Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν μόνο η κόπωση έναντι της κυβέρνησης· ήταν και η απουσία ενός πειστικού εναλλακτικού πόλου διακυβέρνησης. Η ανακοίνωση της πρωτοβουλίας Τσίπρα ήρθε να καλύψει ακριβώς αυτό το κενό, επαναπροσδιορίζοντας το επίκεντρο του πολιτικού ανταγωνισμού. Από εδώ και πέρα, το βασικό ερώτημα δεν είναι ποιος είναι ο αντίπαλος της ΝΔ, αλλά με ποιον τρόπο αυτή θα ηττηθεί.
Η κυβέρνηση δείχνει ότι αντιλαμβάνεται, ακόμη κι αν δεν το ομολογεί ανοιχτά, πως ο πραγματικός της ανταγωνιστής πλέον είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Τροφοδοτείται πολιτικά από τα χρόνια της «εικονικής ανάπτυξης» και της «τεχνητής δημοσιονομικής ευημερίας», από το κύμα ακρίβειας και από τα σκάνδαλα που ταλάνισαν τη διακυβέρνηση.
Ωστόσο, η ΝΔ επιχειρεί να οικοδομήσει μια διαφορετική αφήγηση: ότι δήθεν η ίδια επιλέγει τον Τσίπρα ως εύκολο αντίπαλο, ώστε να στρέψει τη συζήτηση στο «κακό παρελθόν» και να αποφύγει την αποτίμηση της πραγματικότητας που διαμόρφωσε η ίδια. Η στρατηγική αυτή, όμως, δοκιμάζεται.
Δεν είναι τυχαίο ότι η «Ιθάκη» γράφτηκε ως μια προσπάθεια αποδόμησης της αντι-ΣΥΡΙΖΑ προπαγάνδας, που για χρόνια κυριάρχησε στο δημόσιο διάλογο. Με συγκεκριμένα στοιχεία, ο Τσίπρας επιχειρεί να ανατρέψει τη ρητορική που αφορούσε τόσο την περίοδο Σαμαρά όσο και τη διαχείριση της τετραετίας 2015-2019.
Η κυκλοφορία του βιβλίου, πριν ακόμη φτάσει στα βιβλιοπωλεία, ενεργοποίησε έναν πρωτοφανή μηχανισμό απαξίωσης, μια οργανωμένη επιχείρηση «δολοφονίας χαρακτήρα», που θύμιζε τις πιο επιθετικές περιόδους της νεοδημοκρατικής επικοινωνιακής μηχανής. Από την προπαγάνδα της εποχής εκείνης μέχρι τα σημερινά συστήματα παρακολούθησης και συγκάλυψης, η συνέχεια είναι ορατή.
Παρά τις επιθέσεις, η προσπάθεια αποδείχθηκε ανεπιτυχής. Η δημόσια παρουσία του Τσίπρα στο «Παλλάς» αποτέλεσε σημείο καμπής και ανέδειξε την επιστροφή του ως υπολογίσιμου παράγοντα. Το μόνο όπλο που φαίνεται να έχει απομείνει στην κυβέρνηση είναι η συκοφαντία: η κατηγορία ότι ο Τσίπρας δήθεν ελέγχεται από ισχυρά οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα που τον στηρίζουν απλόχερα.
Είναι πράγματι γεγονός ότι συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης δείχνουν συμπάθεια προς το πρόσωπό του, ενώ και ο ίδιος διατηρεί ανοικτούς δίαυλους επικοινωνίας με ισχυρούς παράγοντες. Όμως αυτό δεν είναι ούτε περίεργο ούτε σκανδαλώδες· είναι απολύτως αναμενόμενο σε μια περίοδο όπου οι ισορροπίες αλλάζουν.
Γιατί οι ισχυροί αναζητούν νέα στηρίγματα
Πρώτον, οι οικονομικοί κύκλοι αντιλαμβάνονται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται σε τροχιά αποσύνθεσης. Όπως συμβαίνει διεθνώς –και συνέβη πρόσφατα και στις ΗΠΑ, με τη στροφή των δισεκατομμυριούχων προς τον Τραμπ– οι αγορές δεν ταυτίζονται με πολιτικά πρόσωπα αλλά με νικηφόρες προοπτικές.
Δεύτερον, οι ισχυροί δεν στοιχηματίζουν στο χαμένο άλογο. Η δυσαρέσκεια για το πραγματικό μέγεθος των προβλημάτων της οικονομίας, που δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν, καθιστά την παραμονή της κυβέρνησης ακριβό ρίσκο.
Τρίτον, γνωρίζουν πως η κοινωνία βρίσκεται σε οριακό σημείο ύστερα από 15 χρόνια πίεσης, φτωχοποίησης και διάλυσης των μεσαίων στρωμάτων. Σε τέτοιες στιγμές αναζητούνται πολιτικές με συνεκτικό εθνικό σχέδιο και όχι επικοινωνιακές διαχειρίσεις.
Ο Τσίπρας, αντιλαμβανόμενος τη σημασία τους, συνομιλεί μαζί τους για να διερευνήσει προθέσεις και όρια, χωρίς αυτό να συνεπάγεται εξάρτηση. Άλλωστε, έχει ήδη προαναγγείλει την επιβολή οριζόντιας φορολόγησης του πλούτου, μια επιλογή ασύμβατη με τον ρόλο «υπηρέτη συμφερόντων».
Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας δύσκολα θα επιλυθεί χωρίς τις πρωτοβουλίες Τσίπρα, Σαμαρά και Καρυστιανού, εφόσον τελικά προχωρήσουν στη δημιουργία κομμάτων. Η σημερινή αντιπολίτευση, πλην του ΠΑΣΟΚ για λόγους ιστορικού φορτίου, λειτουργεί περισσότερο ως χώρος διαμαρτυρίας.
Το ΠΑΣΟΚ οδεύει σε συνέδριο το πρώτο τρίμηνο του 2026, με σοβαρά ενδεχόμενα αναταράξεων. Η γραμμή «καμία συνεργασία με τη ΝΔ» θα δοκιμαστεί, ενώ δεν αποκλείεται να τεθεί και ζήτημα ηγεσίας.
Το ενδεχόμενο κόμμα Σαμαρά φαίνεται να έχει χάσει το ιδανικό πολιτικό timing. Ο στόχος του πιθανότατα θα είναι η συσπείρωση απογοητευμένων δεξιών ψηφοφόρων και η συνεργασία με τη ΝΔ μετά τις εκλογές. Όμως αυτό προϋποθέτει η ΝΔ να πέσει κάτω από το 25%, οδηγώντας σε αλλαγή ηγεσίας.
Μια τέτοια στρατηγική, που επενδύει στη σύμπραξη με τη ΝΔ της περιόδου Μητσοτάκη, δεν βρίσκει ευρύ έρεισμα στην κοινωνία, η οποία αναζητά καθαρή ρήξη, όχι ανακύκλωση.
Το πιθανό κόμμα Καρυστιανού, με τις δημοσκοπήσεις να της δίνουν δυναμική έως 30%, θα αποτελέσει καθοριστικό μπαλαντέρ στο πολιτικό παιχνίδι. Η ίδια, ωστόσο, εμφανίζεται επιφυλακτική μετά τα λάθη των συνεργατών της και δηλώνει ότι εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό της.
Η πεποίθησή της ότι ένα «βαθύ κράτος» απέτρεψε την πλήρη διαλεύκανση της τραγωδίας των Τεμπών είναι κεντρική στο σκεπτικό της. Αυτό το αφήγημα μπορεί να τη σπρώξει στο εγχείρημα δημιουργίας κόμματος, αλλά η διαδικασία είναι δύσκολη, δαπανηρή και απαιτεί εμπειρία που η ίδια δεν διαθέτει στα ζητήματα άμυνας, οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής.
Παράλληλα, η συγκρότηση ψηφοδελτίων χωρίς ανεπιθύμητα πρόσωπα είναι σχεδόν αδύνατη, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει επιπλοκές.
Ο δεύτερος γύρος των εκλογών μοιάζει αναπόφευκτος και εκεί πιθανότατα θα υπάρξουν ανακατατάξεις, διασπάσεις και μετακινήσεις στελεχών. Η Καρυστιανού μπορεί είτε να ιδρύσει κόμμα είτε να υποδείξει προτίμηση σε Τσίπρα ή Σαμαρά, καθορίζοντας την έκβαση.
Εάν διαβλέψει εγκαίρως ποιος έχει πραγματικά τη δυναμική να εκθρονίσει τον Μητσοτάκη, θα μπορέσει να διαπραγματευτεί τη στήριξή της εξασφαλίζοντας πολιτική παρουσία και καίρια υπουργική θέση, πιθανότατα στη Δικαιοσύνη.
Ο Τσίπρας, από την πλευρά του, δεν στοχεύει στη δεύτερη θέση· επιδιώκει την πρωτιά, που θα του προσδώσει το κύμα νίκης και θα διαμορφώσει τον νέο χάρτη εξουσίας.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Σκιές πολέμου στο κατώφλι του 2026
Θα πούμε το νερό νεράκι επί Κυριάκου Μητσοτάκη