Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

“Μητσοτάκης ανοίγει μέτωπο για Αναθεώρηση Συντάγματος και μονιμότητα στο Δημόσιο”

Αποφασισμένη να προχωρήσει σε ουσιαστικό διάλογο για τη Συνταγματική Αναθεώρηση εμφανίζεται η κυβέρνηση, με το βλέμμα στραμμένο σε κρίσιμα άρθρα και με αιχμή του δόρατος το θέμα της μονιμότητας στο Δημόσιο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του, άνοιξε τα χαρτιά του και ξεκαθάρισε ότι η συζήτηση δεν θα είναι γενική και αόριστη, αλλά στοχευμένη και με σαφείς προτεραιότητες. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε άρθρα του Συντάγματος που χρήζουν επικαιροποίησης, τονίζοντας την ανάγκη να προσαρμοστεί το θεσμικό πλαίσιο στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής. Έκανε σαφή αναφορά στο ζήτημα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, υπονοώντας πως η σημερινή κατάσταση αποτελεί τροχοπέδη για τη λειτουργικότητα του κράτους και την αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού.

Παράλληλα, κάλεσε όλα τα κόμματα να συμμετάσχουν ενεργά στον διάλογο, υποβάλλοντας τις δικές τους προτάσεις, με στόχο τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου εθνικού πλαισίου συναίνεσης. Η τοποθέτησή του σηματοδοτεί την πρόθεση της κυβέρνησης να ανοίξει ένα από τα πιο φορτισμένα πολιτικά μέτωπα, θέτοντας στο επίκεντρο ένα ζήτημα που συνδέεται άμεσα με τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και την αναβάθμιση των θεσμών.

Στο τέλος του 2025 ή τις αρχές του 2026 τοποθετείται από την κυβέρνηση το άνοιγμα της συζήτησης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, με το χρονοδιάγραμμα να αποκρυσταλλώνεται και τις πολιτικές διεργασίες να έχουν ήδη ξεκινήσει παρασκηνιακά. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο βλέπουν τη διαδικασία όχι μόνο ως θεσμική υποχρέωση αλλά και ως ευκαιρία πολιτικής παρέμβασης που θα επανατοποθετήσει τη Νέα Δημοκρατία στο επίκεντρο του μεταρρυθμιστικού ακροατηρίου. Η στρατηγική επιδιώκει ταυτόχρονα να φέρει σε δύσκολη θέση τα κόμματα της αντιπολίτευσης, καλώντας τα να τοποθετηθούν ευθέως σε καυτά ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του κράτους και τις σχέσεις κράτους-πολίτη.

Η παρούσα Βουλή έχει τον θεσμικό ρόλο της προτείνουσας, με την κρίσιμη πλειοψηφία των 180 βουλευτών να αποτελεί το όριο για την απλοποιημένη αναθεώρηση από την επόμενη Βουλή, η οποία θα μπορεί να εγκρίνει τα άρθρα με μόλις 151 ψήφους. Αντίθετα, αν οι αλλαγές περάσουν τώρα με πλειοψηφία μεταξύ 151 και 179 βουλευτών, τότε απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 180 στην επόμενη Βουλή για την τελική έγκριση, κάτι που θέτει τον πήχη ψηλότερα και ανεβάζει την πολιτική πίεση. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επιχειρεί να οικοδομήσει όσο το δυνατόν ευρύτερες συναινέσεις, στοχεύοντας σε μια δεξαμενή τουλάχιστον 180 θετικών ψήφων ήδη από την παρούσα κοινοβουλευτική σύνθεση.

Το βλέμμα στρέφεται κυρίως στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο αντιμετωπίζεται ως ο κρίσιμος εταίρος που μπορεί να κρίνει τις ισορροπίες. Η πίεση προς τη Χαριλάου Τρικούπη αυξάνεται διαρκώς, με την κυβέρνηση να επιχειρεί να αναδείξει το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη ως ρυθμιστή, προκαλώντας το να πάρει σαφή θέση απέναντι στις αλλαγές που προωθούνται. Σε αυτό το πλαίσιο, ο διάλογος για τη Συνταγματική Αναθεώρηση μετατρέπεται σε πεδίο υψηλής πολιτικής σημασίας και σε τεστ ωριμότητας για το πολιτικό σύστημα συνολικά.

Χωρίς περιστροφές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε σαφές μήνυμα προς το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά στον Νίκο Ανδρουλάκη, καθιστώντας σαφές πως η στάση του κόμματος στην επικείμενη διαδικασία Συνταγματικής Αναθεώρησης δεν μπορεί να είναι διφορούμενη. Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε τη διαδικασία «δοκιμασία πρωτίστως για το ΠΑΣΟΚ», ανεβάζοντας το πολιτικό θερμόμετρο και βάζοντας στο στόχαστρο τον ρόλο που θα επιλέξει να διαδραματίσει η Χαριλάου Τρικούπη. Κάλεσε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να τοποθετηθεί ξεκάθαρα, με ένα “ναι” ή ένα “όχι”, για τα άρθρα που η κυβέρνηση θα φέρει στο τραπέζι και προειδοποίησε κατά της τακτικής των υπεκφυγών ή της αποχής από την ουσία της συζήτησης.

Ο Μητσοτάκης επεσήμανε ότι θα ήταν αρνητική εξέλιξη αν το ΠΑΣΟΚ προσέλθει με τη λογική της πλήρους άρνησης – με το σκεπτικό πως η έγκριση άρθρων τώρα θα επιτρέψει στην επόμενη Βουλή να τα τροποποιήσει με απλή πλειοψηφία. Ουσιαστικά, έθεσε προ των ευθυνών του το κόμμα της κεντροαριστεράς, απαιτώντας σαφή θέση και διάθεση συνεργασίας σε μια κορυφαία θεσμική διαδικασία. Το πολιτικό διακύβευμα είναι πλέον καθαρό: είτε θα χτιστεί ευρύτερη συναίνεση για τολμηρές αλλαγές, είτε το ΠΑΣΟΚ θα φέρει το βάρος της άρνησης να μπει στη συζήτηση.

Με ξεκάθαρη στόχευση και πολιτική πρόθεση, η κυβέρνηση προχωρά στον σχεδιασμό για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, εστιάζοντας σε τέσσερα συγκεκριμένα άρθρα που θεωρεί κρίσιμα για τη λειτουργία του κράτους, την ποιότητα της δημοκρατίας και την προσαρμογή των θεσμών στις σύγχρονες ανάγκες. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με δηλώσεις του, ανέδειξε το περιεχόμενο της κυβερνητικής ατζέντας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο άρθρο 103, που αφορά τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Όπως τόνισε, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή όπου η μονιμότητα εξασφαλιζόταν ως άμυνα απέναντι στην πολιτική εναλλαγή, ενώ πλέον, όπως είπε, λειτουργεί ως δύναμη αδράνειας και αναποτελεσματικότητας.

Δεύτερος πυλώνας της προτεινόμενης αναθεώρησης είναι το άρθρο 16 για τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων – ένα πάγιο αίτημα της Ν.Δ. και ψηλά στη μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Ο στόχος είναι η θεσμική αναγνώριση και η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, με επιχειρήματα που επικεντρώνονται στην ενίσχυση της ακαδημαϊκής ανταγωνιστικότητας και την απορρόφηση φοιτητών που σήμερα καταφεύγουν στο εξωτερικό.

Τρίτο άρθρο-στόχος είναι το 24, που αφορά το περιβάλλον και τη χωροταξία. Η κυβέρνηση επιδιώκει μια πιο λειτουργική, σαφή και ρεαλιστική προσέγγιση στις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, με στόχο την εξισορρόπηση μεταξύ προστασίας του περιβάλλοντος και αναπτυξιακών αναγκών.

Το άρθρο 86, για την ποινική ευθύνη των υπουργών, επανέρχεται στο προσκήνιο με αίτημα για νέα αναθεώρηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπογράμμισε πως η μέχρι σήμερα διαδικασία έχει αποτύχει, χαρακτηρίζοντάς την υπερβολικά κομματικοποιημένη και αναξιόπιστη. Υπενθύμισε ότι η Ν.Δ. ήταν η δύναμη που προχώρησε ήδη σε μία αναθεώρηση, καταργώντας την αποσβεστική προθεσμία, διασφαλίζοντας ότι δεν θα υπάρξει παραγραφή αδικημάτων υπουργών στο μέλλον.

Τέλος, έθεσε ένα νέο ζήτημα στην αναθεωρητική ατζέντα: την επιστολική ψήφο. Υποστήριξε πως θα πρέπει να κατοχυρωθεί συνταγματικά, θεωρώντας τη σημαντική θεσμική τομή και παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, που θα διευρύνει τη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογικές διαδικασίες.

Η κατάθεση της πρότασης της Νέας Δημοκρατίας για σύσταση προανακριτικής επιτροπής δεν θα αργήσει, με την κυβέρνηση να δίνει έμφαση στην ανάγκη θεσμικής τάξης και ταχείας δικαστικής διερεύνησης, ενώ ταυτόχρονα καταγγέλλει την αντιπολίτευση για απόπειρα πολιτικής εργαλειοποίησης της τραγωδίας στα Τέμπη. Σε ραδιοφωνική του παρέμβαση στον ΣΚΑΪ, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε πως η επιλογή παραπομπής του Χρήστου Τριαντόπουλου στην τακτική Δικαιοσύνη αποτελεί σεβασμό στο Σύνταγμα και επιταχύνει τη διαδικασία απονομής ευθυνών. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «ουσιαστικά τι είπαμε; Μεταφέρουμε την ευθύνη αυτή στον φυσικό δικαστή γρήγορα, αλλά τηρώντας το γράμμα του Συντάγματος».

Ο πρωθυπουργός υπογράμμισε πως η ίδια η στάση του Τριαντόπουλου ήταν συμβατή με την παραπομπή, ενώ παρόμοια θέση –αν και με πιο διακριτικούς τόνους– φαίνεται να εκφράζει και ο πρώην υπουργός Κώστας Καραμανλής. «Να πάω στον φυσικό μου δικαστή», φέρεται να είναι η θέση που κυριαρχεί πλέον και από την πλευρά των ελεγχόμενων, παραπέμποντας στο Δικαστικό Συμβούλιο που έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει την υπόθεση στο Ειδικό Δικαστήριο, εφόσον το κρίνει σκόπιμο.

Η κυβέρνηση επιχειρεί με αυτόν τον τρόπο να ανακτήσει τον έλεγχο της αφήγησης γύρω από τις πολιτικές ευθύνες της τραγωδίας και να προλάβει την πολιτική πίεση από την αντιπολίτευση. Παράλληλα, στέλνει μήνυμα ότι δεν θα αφήσει περιθώρια ατιμωρησίας, αλλά ούτε και θα επιτρέψει την εργαλειοποίηση του δράματος για μικροκομματικά οφέλη.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε τη στρατηγική της κυβέρνησης για την υπόθεση Τριαντόπουλου και τις ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες που σχετίζονται με την τραγωδία στα Τέμπη, τονίζοντας πως η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να στηρίξει κατηγορητήριο για κακούργημα ελλείψει τεκμηρίωσης. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «δεν βλέπουμε κακούργημα και δεν πρόκειται να στείλουμε κάποιον για κακούργημα από τη στιγμή που αυτό δεν στοιχειοθετείται σε καμία περίπτωση», δίνοντας το στίγμα μιας προσέγγισης που επιχειρεί να κινηθεί θεσμικά, χωρίς υπερβολές και χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες.

Παράλληλα, υπογράμμισε τον ρόλο και την ευθύνη του Δικαστικού Συμβουλίου, εξηγώντας πως εάν αυτό διαπιστώσει διαφορετικά νομικά δεδομένα, διατηρεί την πλήρη αρμοδιότητα να επιστρέψει την πρόταση στη Βουλή για επανεξέταση. «Και εμείς, σε κάθε περίπτωση, θα σεβαστούμε τη Δικαιοσύνη», συμπλήρωσε, στέλνοντας το μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν θα παρέμβει στη δικαστική πορεία των πραγμάτων και θα αποδεχθεί κάθε σχετική απόφαση.

Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού αποτυπώνει μια προσεκτικά ισορροπημένη στάση: από τη μία την ανάγκη να προχωρήσει η θεσμική διαδικασία, από την άλλη την απόρριψη της λογικής πολιτικών διώξεων χωρίς βάση. Με αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση επιχειρεί να διατηρήσει τον έλεγχο και την αξιοπιστία της απέναντι σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη κοινωνικά και πολιτικά υπόθεση.