Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

31 Αυγούστου 2025

Μητσοτάκης και Τσίπρας, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Αν η Νέα Δημοκρατία λειτουργούσε με τη σοβαρότητα μιας κεντροδεξιάς παράταξης που έχει επίγνωση του ιστορικού της ρόλου, θα είχε ήδη διαμορφώσει μια στρατηγική απέναντι στην προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο. Δεν θα περιοριζόταν στη συνεχή ανακύκλωση γεγονότων του παρελθόντος, όπως οι αποφυλακίσεις χιλιάδων ποινικών κατά την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ή το καλοκαίρι του 2015 με το δημοψήφισμα και τα capital controls, ζητήματα που κρίθηκαν τέσσερις φορές από το εκλογικό σώμα, το οποίο επέβαλε στον ΣΥΡΙΖΑ διαδοχικές βαριές ήττες. Η κοινωνική δυσαρέσκεια για τη φορολογική πολιτική της τότε περιόδου έχει αντικατασταθεί από μια νέα αγανάκτηση: τη δυσβάσταχτη έμμεση φορολογία που επιβάλλεται σήμερα και περιορίζει δραματικά το διαθέσιμο εισόδημα της μεσαίας τάξης. Το ίδιο ισχύει και για το θέμα των αποφυλακίσεων, όπου πλέον το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στην απελευθέρωση ποινικών κρατουμένων αλλά στην ατιμωρησία που εξασφαλίζουν οι σύγχρονες ρυθμίσεις για πρόσωπα με ισχύ και επιρροή.

Η σημερινή κυβέρνηση έχει θεσπίσει ακαταδίωκτα που προστατεύουν τραπεζικά στελέχη τα οποία χορήγησαν επισφαλή δάνεια σε κόμματα και μεγάλες επιχειρήσεις, στελέχη που προχώρησαν σε κουρέματα υπέρ της οικονομικής ελίτ, γιατρούς που συμμετείχαν σε επιτροπές της πανδημίας, μέλη της επιτροπής διερεύνησης για την τραγωδία των Τεμπών και αρμόδιους στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Πρόκειται για νομοθετικές παρεμβάσεις που θωρακίζουν τους ισχυρούς και δημιουργούν την αίσθηση ότι η δικαιοσύνη εφαρμόζεται επιλεκτικά. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι παράδοξο να επιχειρείται η επαναφορά της συζήτησης για το ποιοι κρατούμενοι αποφυλακίστηκαν πριν από δέκα χρόνια.

Μια ουσιαστική αξιολόγηση του Αλέξη Τσίπρα θα έπρεπε να στηρίζεται αφενός στη συνολική του θητεία από το 2015 έως το 2023, ως πρωθυπουργού και στη συνέχεια αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και αφετέρου στα εθνικά ζητήματα που αφήνουν μόνιμο αποτύπωμα στη χώρα. Ωστόσο, για να γίνει κάτι τέτοιο θα έπρεπε η Νέα Δημοκρατία να λειτουργεί ως εθνική παράταξη και όχι ως ένας σχηματισμός που σε πολλά κρίσιμα θέματα συγκλίνει με τον ίδιο τον Τσίπρα. Γιατί το καλοκαίρι του 2015 μπορεί να ήταν καθοριστικό, αλλά δεν εξαντλεί τη συζήτηση γύρω από τη διακυβέρνησή του. Ο Τσίπρας εκχώρησε τη δημόσια περιουσία στο Υπερταμείο ως εγγύηση για το χρέος, δέχθηκε την τοποθέτηση ξένων εκπροσώπων στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών και υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών με αντάλλαγμα την επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους.

Στην περίοδο που ακολούθησε, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, δεν άσκησε ουσιαστική κριτική στην κυριαρχία των συμφερόντων της διαπλοκής στην πολιτική ζωή, δεν αντέδρασε στη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο της Ουκρανίας χωρίς εξασφάλιση ανταλλαγμάτων, ούτε πήρε θέση απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις με το «Ορούτς Ρέις» που περιόρισε ουσιαστικά την ελληνική κυριαρχία στα έξι μίλια. Στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και των εθνικών δικαιωμάτων, η στάση του υπήρξε σιωπηλή ή συναινετική.

Σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται ως ένας πολιτικός που έχει πλήρως ενταχθεί στο σύστημα. Η πολιτική του δεν παραπέμπει σε πατριωτική Αριστερά που διεκδικεί την ειρήνη και την αξιοποίηση του εθνικού πλούτου, αλλά σε πλήρη υιοθέτηση της ατζέντας της πράσινης ενέργειας και της διεθνούς γραμμής. Μετά την ήττα του 2019 εγκατέλειψε την προοπτική εξορύξεων στο Αιγαίο και τάχθηκε με το δόγμα των ανεμογεννητριών, σε απόλυτη σύμπλευση με την αμερικανική πολιτική. Στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών όχι μόνο δεν έκανε αυτοκριτική, αλλά συνέχισε να συνυπάρχει δημόσια με τον Ζόραν Ζάεφ για να υπερασπίζονται τη συμφωνία.

Η εξήγηση για τη στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντί του είναι ότι σε βασικά θέματα οι δύο παρατάξεις δεν διαφωνούν. Μαζί ψήφισαν τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, μαζί τη νομιμοποίηση παράνομων μεταναστών, μαζί τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες κατά την πανδημία, μαζί τη νομοθεσία για την κάνναβη, μαζί υπερασπίστηκαν κοινές θέσεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Οι συγκλίσεις δεν είναι τυχαίες, αλλά αποκαλύπτουν κοινή ατζέντα που ενοποιεί το ακραίο Κέντρο και τη διεθνιστική Αριστερά.

Έτσι, ο Τσίπρας του 2025 αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, έναν πολιτικό πιο ευπρόσιτο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη αλλά στην ουσία ίδιο στις στρατηγικές επιλογές. Οι διαφορές τους περιορίζονται στην τακτική, όχι στην κατεύθυνση. Στην πρώτη του περίοδο εμφανίστηκε αντισυστημικός όταν έπρεπε να είναι συστημικός, ενώ σήμερα επιστρέφει ως υπερσυστημικός, σε μια εποχή που η κοινωνία αναζητά εναλλακτικές φωνές. Εγκλωβισμένος και αυτός στο καλοκαίρι του 2015, αδυνατεί να σταθεί απέναντι στο παρόν και μετατρέπεται σε απολογητή μιας ιστορίας που έχει ήδη κριθεί.

Το αποτέλεσμα είναι ότι τόσο ο ίδιος όσο και η Νέα Δημοκρατία προετοιμάζονται να δώσουν μια μάχη που δεν ενδιαφέρει πια τους πολίτες. Θα βρεθούν ξανά στο ίδιο πολιτικό γήπεδο, αλλά αυτή τη φορά χωρίς κοινό. Το σκηνικό που επιχειρούν να αναπαραστήσουν θυμίζει ριμέικ που δεν πείθει, καθώς η κοινωνία στρέφει το βλέμμα της σε νέα πεδία και αναζητά απαντήσεις πέρα από τον κύκλο δύο ηγετών που δείχνουν να κινούνται σε ασυγχρονία με την Ιστορία.

Ετικέτες: