Νέο «πάγωμα» ασκήσεων ανήμερα τουρκικών εορτών – Η κυβέρνηση απενεργοποιεί ξανά τα πεδία βολής
Για τέταρτη φορά από τον Φεβρουάριο του 2025, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, προχωρά σε μονομερή απενεργοποίηση των τριών μόνιμων πεδίων βολής σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα. Οι ημερομηνίες που επιλέγονται για την παύση λειτουργίας των στρατιωτικών αυτών περιοχών δεν είναι τυχαίες· συμπίπτουν με επίσημες και εθνικές εορτές της Τουρκίας, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτήματα. Η ταύτιση των παύσεων αυτών με τουρκικές επετείους δίνει την εντύπωση ότι οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις λειτουργούν υπό καθεστώς σεβασμού σε ξένα εορτολόγια, σαν να έχουν ενσωματώσει τις τουρκικές γιορτές στο ελληνικό στρατιωτικό ημερολόγιο. Η εικόνα που δημιουργείται είναι αυτή ενός υπουργείου που παγώνει κρίσιμες ασκήσεις αμυντικής ετοιμότητας, όχι για τεχνικούς ή επιχειρησιακούς λόγους, αλλά για να μη “ενοχληθεί” η Άγκυρα. Πρόκειται για μια επιλογή με πολιτική και στρατηγική βαρύτητα, που εγείρει εύλογες απορίες ως προς τον σχεδιασμό και τα κριτήρια λήψης αποφάσεων στον πυρήνα της εθνικής ασφάλειας.
Με βάση τρεις επίσημες διεθνείς αγγελίες που εξέδωσε η Ελλάδα στις 7 Μαΐου 2025, τα τρία μόνιμα πεδία βολής της Κρήτης, της Άνδρου και της Ψαθούρας τίθενται εκτός λειτουργίας για συγκεκριμένες ημερομηνίες τον Ιούνιο: 5 έως 7 του μηνός για την Κρήτη, και 5 έως 9 Ιουνίου για την Άνδρο και την Ψαθούρα. Οι ημερομηνίες αυτές ταυτίζονται πλήρως με την επίσημη τουρκική εορτή της Ημέρας της Θυσίας και το Μπαϊράμι, ενισχύοντας την εκτίμηση ότι η απενεργοποίηση των πεδίων έγινε κατόπιν απαίτησης της Άγκυρας.
Σύμφωνα με αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της «κυριακάτικης δημοκρατίας», πρόκειται για τις ελληνικές αγγελίες A1477/25, A1476/25 και A1475/25. Οι αγγελίες αυτές εκδόθηκαν έναν ολόκληρο μήνα πριν την προγραμματισμένη απενεργοποίηση, παρότι η διεθνής πρακτική μέσω του ICAO προβλέπει ειδοποίηση μόλις επτά ημέρες πριν από την ισχύ των περιορισμών. Η χρονική αυτή απόκλιση, σε συνδυασμό με τη σύμπτωση των ημερομηνιών με τουρκικές εορτές, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εντολές δεν εκπορεύονται από ελληνικά επιτελεία, αλλά υπαγορεύονται από την Τουρκία. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εμφανίζεται να εκτελεί τις υποδείξεις της Άγκυρας, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην εθνική ετοιμότητα και στα ελληνικά στρατηγικά συμφέροντα.

Στις 7 Μαΐου η Αθήνα εξέδωσε τις τρεις αγγελίες Ιουνίου, λόγω της Ημέρας της Θυσίας και για το Μπαϊράμι


Από τον Φεβρουάριο έως και τον Ιούνιο του 2025, οι απενεργοποιήσεις των τριών μόνιμων ελληνικών πεδίων βολής –Κρήτης, Άνδρου και Ψαθούρας– πραγματοποιούνται σιωπηρά, χωρίς καμία επίσημη ανακοίνωση ή αιτιολόγηση από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη για τη λειτουργία τους. Η απόλυτη σιωπή του ΥΕΘΑ γύρω από ένα ζήτημα που αφορά την επιχειρησιακή επάρκεια και την εθνική ασφάλεια, δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις.
Η πρακτική των διαδοχικών και αδικαιολόγητων απενεργοποιήσεων συνιστά ουσιαστική ανατροπή της εθνικής αμυντικής και επιχειρησιακής πολιτικής της χώρας. Πρόκειται για μια σιωπηλή αλλά επικίνδυνη μετατόπιση στον εθνικό αμυντικό σχεδιασμό, που δεν έχει προηγούμενο σε καιρό ειρήνης. Ο αντίκτυπος είναι άμεσος: πλήττεται το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων, διαταράσσεται η συνέχεια της εκπαίδευσης και μειώνεται η ετοιμότητα των στρατιωτικών μονάδων.
Η επιλογή να διακόπτεται η λειτουργία των βασικότερων πεδίων βολής της χώρας, και μάλιστα χωρίς καμία διαφάνεια ή λογοδοσία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε τυχαία ούτε τεχνική. Είναι μια κίνηση με σαφείς γεωπολιτικές επιπτώσεις, που θίγει ευθέως την εθνική κυριαρχία. Όταν οι μηχανισμοί που οφείλουν να προστατεύουν την ασφάλεια της χώρας επιλέγουν τη σιωπή αντί για την ενημέρωση, τότε το ερώτημα δεν είναι μόνο ποιος δίνει τις εντολές, αλλά και ποιος τελικά υπηρετεί το εθνικό συμφέρον.
Η σημασία των τριών μόνιμων πεδίων βολής σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα δεν είναι απλώς επιχειρησιακή – είναι γεωστρατηγική. Τα πεδία αυτά δεν βρίσκονται απλώς εντός της ελληνικής επικράτειας· εκτείνονται και σε τμήματα διεθνούς θαλάσσιου και εναέριου χώρου, λειτουργώντας de facto ως προέκταση της ελληνικής κυριαρχίας και επιρροής. Δημιουργήθηκαν το 1958 και λειτούργησαν αδιάλειπτα επί δεκαετίες, κάθε μέρα του χρόνου από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου, αποτελώντας έναν κρίσιμο και σταθερό άξονα εθνικής άμυνας.
Η συνεχής παρουσία και ενεργοποίηση αυτών των πεδίων δεν περιορίζεται μόνο στην εκπαίδευση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Λειτουργεί ως φυσική αποτροπή: συνιστά φραγμό απέναντι σε οποιαδήποτε αεροπορική κίνηση από Ανατολή προς Δύση στις συγκεκριμένες περιοχές. Ουσιαστικά, τα πεδία αυτά δημιουργούν ένα «αμυντικό τείχος» γύρω από τον εναέριο χώρο του Αιγαίου και του Νότιου τομέα της ελληνικής επικράτειας, ενισχύοντας την ασφάλεια της ηπειρωτικής χώρας και περιορίζοντας τις δυνατότητες στρατιωτικής επιτήρησης ή προσέγγισης από τρίτους.
Η αιφνίδια και επαναλαμβανόμενη απενεργοποίησή τους από τον Φεβρουάριο του 2025 μέχρι και τον Ιούνιο, χωρίς επίσημη εξήγηση και σε χρονικά σημεία που συμπίπτουν με τουρκικές εθνικές εορτές, δεν είναι μια απλή διοικητική απόφαση. Πρόκειται για στρατηγική υποχώρηση. Η Ελλάδα, με τη σιωπηρή απενεργοποίηση αυτών των «γραμμών άμυνας», αφήνει εκτεθειμένες κρίσιμες περιοχές και εγκαταλείπει ένα από τα πιο διακριτά και διαχρονικά εργαλεία κυριαρχίας της στο πεδίο της στρατιωτικής παρουσίας.
Η μονομερής απενεργοποίηση των τριών μόνιμων ελληνικών πεδίων βολής –σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα– σε συγκεκριμένες ημερομηνίες κάθε μήνα, δημιουργεί σοβαρές αρρυθμίες στον εθνικό αμυντικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό της χώρας. Κάθε παύση της λειτουργίας τους ανοίγει επιχειρησιακά «κενά», αφήνοντας τμήματα του εναέριου και θαλάσσιου χώρου της Ελλάδας χωρίς την προβλεπόμενη στρατιωτική κάλυψη. Η απουσία συνεχούς ενεργοποίησης αυτών των πεδίων συνιστά, στην πράξη, δημιουργία «τρυπών» στην εθνική κυριαρχία, καθιστώντας τις συγκεκριμένες περιοχές ευάλωτες και εκτεθειμένες.
Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα ακολουθεί την ακριβώς αντίθετη στρατηγική. Για το σύνολο του 2025, η Τουρκία έχει προχωρήσει στην έκδοση τριών παράνομων NAVTEX με τις οποίες αναγγέλλει τη διεξαγωγή μόνιμων ασκήσεων με πραγματικά πυρά από 1 Ιανουαρίου έως 25 Δεκεμβρίου 2025, σε περιοχές γύρω από Λήμνο, Λέσβο, Σάμο και Ικαρία. Οι περιοχές αυτές περιλαμβάνουν, σύμφωνα με τη θέση της ελληνικής πλευράς, τμήματα της ελληνικής κυριαρχίας – γεγονός που καθιστά τις τουρκικές αγγελίες άκυρες και παράνομες. Ωστόσο, αντί η ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε επίσημες καταγγελίες και διπλωματικά διαβήματα στους διεθνείς οργανισμούς, επιλέγει τη σιωπή. Ούτε το Υπουργείο Εξωτερικών, ούτε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ούτε και η κυβέρνηση συνολικά, φαίνεται να αντιδρούν, να ενημερώνουν ή να κινητοποιούνται για την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Το αποτέλεσμα είναι μια σοβαρή στρατηγική ασυμμετρία: η Τουρκία εδραιώνει παρουσία με μόνιμες ασκήσεις εντός περιοχών που η Ελλάδα θεωρεί δικές της, ενώ η Ελλάδα αποσύρεται σιωπηρά από περιοχές στις οποίες είχε ιστορικά και επιχειρησιακά κυριαρχική παρουσία. Η τακτική αυτή υπονομεύει την ελληνική αποτροπή και ενθαρρύνει την τουρκική στρατηγική αμφισβήτησης. Και το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι η απουσία πολιτικής βούλησης να ανακοπεί αυτή η πορεία.
Η Τουρκία επιχειρεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των τριών μόνιμων ελληνικών πεδίων βολής σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα, επικαλούμενη κανονισμούς του ICAO που, κατά την ερμηνεία της, απαγορεύουν τη μακροχρόνια δέσμευση περιοχών που εκτείνονται τόσο σε εθνικό εναέριο χώρο όσο και σε διεθνή ύδατα. Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής πίεσης, σε μια ευρύτερη τουρκική στρατηγική αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Το ανησυχητικό δεν είναι μόνο η τουρκική επιχειρηματολογία, αλλά η αντίδραση – ή καλύτερα, η απουσία αντίδρασης – από την ελληνική πλευρά. Από το 1958 έως σήμερα, τα τρία αυτά πεδία βολής λειτούργησαν απρόσκοπτα, χωρίς ποτέ να τεθεί ζήτημα αμφισβήτησης της νομιμότητάς τους σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, από τον Φεβρουάριο του 2025 και μετά, παρατηρείται μια σιωπηλή αλλά σαφής μεταβολή της πάγιας ελληνικής πολιτικής: τα πεδία απενεργοποιούνται μονομερώς και επανειλημμένα, χωρίς επίσημη εξήγηση ή αιτιολόγηση.
Η αλλαγή αυτή, που πραγματοποιείται χωρίς κανέναν δημόσιο διάλογο ή λογοδοσία, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τους λόγους που εξαναγκάζουν το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και την κυβέρνηση Μητσοτάκη να προχωρούν σε κινήσεις που εξυπηρετούν τους τουρκικούς επιχειρησιακούς σχεδιασμούς στο Αιγαίο. Το ανησυχητικότερο όλων είναι ότι οι παραχωρήσεις αυτές γίνονται χωρίς να προκύπτει κανένα απολύτως θετικό αντάλλαγμα για την Ελλάδα. Δεν έχει ανακοινωθεί ούτε μία υποχώρηση από τουρκικής πλευράς, ούτε μία εξισορροπητική διπλωματική νίκη.
Μέσα από μια αλυσίδα σιωπηλών υποχωρήσεων, η ελληνική πλευρά δείχνει να αναπροσαρμόζει –σταδιακά αλλά σταθερά– τον αμυντικό και επιχειρησιακό της σχεδιασμό, όχι βάσει των εθνικών της προτεραιοτήτων, αλλά σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Και όσο αυτή η πολιτική μεταστροφής παραμένει χωρίς δημόσια λογοδοσία ή θεσμικό έλεγχο, το ερώτημα γίνεται ολοένα και πιο πιεστικό: τι άλλο είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει η Αθήνα, χωρίς να απαιτήσει το παραμικρό;
Η συστηματική απενεργοποίηση των τριών μόνιμων ελληνικών πεδίων βολής, σε ημερομηνίες που συμπίπτουν με τις εθνικές τουρκικές γιορτές, δεν είναι απλώς μια επιχειρησιακή απόφαση του Υπουργείου Άμυνας – είναι μια στροφή στρατηγικής σημασίας που υπονομεύει τη σταθερή αμυντική πολιτική της Ελλάδας, όπως εφαρμόζεται αδιάκοπα από το 1958. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει μια σαφή και δημόσια απάντηση: γιατί τροποποιείται τώρα, χωρίς εξήγηση και χωρίς εθνικό όφελος, ένα θεμελιώδες κομμάτι του αμυντικού σχεδιασμού της χώρας; Και γιατί ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της Τουρκίας, χωρίς να προκύπτει ούτε ένα θετικό αντάλλαγμα για τα εθνικά συμφέροντα;
Την ίδια στιγμή, η αντιπολίτευση όλων των αποχρώσεων εμφανίζεται παντελώς απούσα. Καμία κοινοβουλευτική παρέμβαση, καμία δημόσια καταγγελία, καμία πίεση προς την κυβέρνηση για διαφάνεια ή λογοδοσία. Η σιωπή τους συνιστά αποδοχή ή, στη χειρότερη περίπτωση, συνενοχή. Αντί να λειτουργούν ως θεσμικό αντίβαρο και φωνή λογοδοσίας, επιλέγουν τον ρόλο της «αδιάφορης κοιμωμένης», επιτρέποντας την υποβάθμιση της εθνικής κυριαρχίας χωρίς πολιτικό κόστος για κανέναν.
Η ταύτιση των τριών ελληνικών πεδίων βολής με τις τρεις τουρκικές περιοχές παράνομων μόνιμων ασκήσεων δεν είναι πλέον απλώς μια ανησυχητική σύμπτωση. Διαμορφώνει, στην πράξη, ένα καθεστώς άτυπης συνδιαχείρισης στο Αιγαίο, υπό όρους που θέτει η Άγκυρα. Με την Ελλάδα να απενεργοποιεί περιοχές δικής της κυριαρχίας και την Τουρκία να τις «αντικαθιστά» με τις δικές της NAVTEX, διαμορφώνεται ένα σκηνικό συμβίωσης εντός του FIR Αθηνών, όπου οι τουρκικές στρατιωτικές δραστηριότητες τυγχάνουν σιωπηρής αποδοχής ως ισότιμες και παράλληλες με τις ελληνικές.
Πρόκειται για μια πολιτική μετατόπιση που συντελείται χωρίς δημόσια συζήτηση, χωρίς θεσμική διαβούλευση, χωρίς ενημέρωση των πολιτών. Η διαχείριση του Αιγαίου μετατρέπεται σταδιακά σε «κοινό χώρο», χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συμφωνία, χωρίς κανένα πλαίσιο, χωρίς καμία πρόβλεψη για τα εθνικά συμφέροντα. Η σιωπή όλων –κυβέρνησης και αντιπολίτευσης– δεν είναι ουδέτερη· είναι επιλογή. Και αυτή η επιλογή αλλάζει το Αιγαίο.
Η τουρκική αμφισβήτηση της νομιμότητας των τριών μόνιμων ελληνικών πεδίων βολής στο Αιγαίο δεν έχει ιστορική βάση, αλλά εμφανίστηκε για πρώτη φορά μόλις το 1978. Από το 1958, όταν δημιουργήθηκαν τα πεδία βολής σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα, μέχρι και τη δεκαετία του ’70, η Άγκυρα ουδέποτε τα αμφισβήτησε ή τα χαρακτήρισε παράνομα. Για δύο δεκαετίες η λειτουργία τους ήταν αυτονόητο και αδιαμφισβήτητο στοιχείο της ελληνικής αμυντικής παρουσίας στο Αιγαίο.
Η αλλαγή ήρθε το 1978, όταν η Τουρκία, για πρώτη φορά, διατύπωσε στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ) την αξίωση ότι τα ελληνικά πεδία βολής είναι παράνομα και απαίτησε τη δημιουργία αντίστοιχων τουρκικών πεδίων εντός του FIR Αθηνών. Ο ΙΜΟ, ωστόσο, απέρριψε το τουρκικό αίτημα, κρίνοντάς το εκτός της αρμοδιότητάς του. Και αυτό διότι η δικαιοδοσία για τα ελληνικά πεδία βολής ανήκει αποκλειστικά στον ICAO και στη Σύμβαση του Σικάγου, στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα έχει διαχειριστική αρμοδιότητα στο FIR Αθηνών.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να παρουσιάσει τα πεδία αυτά ως “παράνομα” έμεινε, επί δεκαετίες, χωρίς αντίκρισμα, ούτε σε επίπεδο διεθνών οργανισμών ούτε σε επίπεδο επιχειρησιακής πραγματικότητας. Η Ελλάδα συνέχισε απρόσκοπτα τη λειτουργία τους, βασισμένη στο διεθνές δίκαιο και στα αναγνωρισμένα της δικαιώματα.
Η σημερινή, όμως, πολιτική στάση της ελληνικής κυβέρνησης να υποχωρεί σιωπηλά από τη μόνιμη ενεργοποίηση των πεδίων βολής –χωρίς θεσμική αιτιολόγηση και χωρίς να προβάλλει τις σταθερές νομικές και ιστορικές βάσεις του ελληνικού δικαίου– δίνει ουσιαστικά στην Άγκυρα το άλλοθι να εμφανίζει ως «παραδοχή» την απενεργοποίηση. Οι κινήσεις αυτές, από ελληνικής πλευράς, δημιουργούν μια ψευδή εικόνα «παρανομίας» που δεν υπήρχε ποτέ, ούτε έχει αναγνωριστεί από κανέναν διεθνή οργανισμό.
Η σιωπηρή αποδοχή μιας ανυπόστατης τουρκικής θέσης δεν είναι απλώς διπλωματικό λάθος – είναι στρατηγική υποχώρηση. Και η επανάληψή της χωρίς εξηγήσεις ή αντίδραση, μετατρέπει μια παλιά τουρκική απαίτηση σε νέα πραγματικότητα.
Από το 1978 και μετά, η Τουρκία έχει θέσει σταθερά και με συνέπεια την ίδια αξίωση σε κάθε επίπεδο επαφών και διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα: είτε την πλήρη απενεργοποίηση και κατάργηση των τριών ελληνικών μόνιμων πεδίων βολής σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα – τα οποία χαρακτηρίζει μονομερώς «παράνομα» – είτε τη διατήρησή τους υπό την προϋπόθεση ότι θα δημιουργηθούν ισάριθμα μόνιμα τουρκικά πεδία βολής εντός του FIR Αθηνών. Η απαίτηση αυτή έχει ενσωματωθεί στις πάγιες τουρκικές θέσεις και τίθεται επανειλημμένα σε όλες τις διερευνητικές συνομιλίες και τις συζητήσεις Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) με την Ελλάδα.
Για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, οι ελληνικές κυβερνήσεις – ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης – απέρριπταν σταθερά την τουρκική απαίτηση, επικαλούμενες το διεθνές δίκαιο, τις αρμοδιότητες του ICAO και τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα εντός του FIR Αθηνών. Η λειτουργία των πεδίων από το 1958 μέχρι και τις αρχές του 2025 ήταν συνεχής, αδιάλειπτη και αδιαμφισβήτητη, λειτουργώντας ως βασικό εργαλείο στρατηγικής αποτροπής.
Σήμερα, όμως, παρατηρείται μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Χωρίς θεσμική ανακοίνωση, χωρίς πολιτική λογοδοσία και χωρίς καμία προφανή ανταποδοτικότητα, η απαίτηση της Άγκυρας φαίνεται να ικανοποιείται στην πράξη. Οι επαναλαμβανόμενες μονομερείς απενεργοποιήσεις των τριών ελληνικών πεδίων βολής –οι οποίες γίνονται με ευθύνη και απόφαση αποκλειστικά του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας– αποτελούν de facto υλοποίηση της τουρκικής στρατηγικής για περιορισμό της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αιγαίο.
Το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: με ποια λογική και ποιο πολιτικό ή επιχειρησιακό σκεπτικό το Υπουργείο Άμυνας –το μόνο αρμόδιο για τη λειτουργία αυτών των πεδίων– επιλέγει να ικανοποιήσει πλήρως μια πάγια απαίτηση της Τουρκίας, η οποία επί δεκαετίες απορρίπτονταν ως απαράδεκτη και επικίνδυνη για τα εθνικά συμφέροντα;
Η απάντηση δεν έχει δοθεί. Και όσο δεν δίνεται, η εικόνα που διαμορφώνεται είναι αυτή μιας κυβέρνησης που εφαρμόζει, χωρίς διαπραγμάτευση και χωρίς πολιτικό όφελος, τις αξιώσεις μιας χώρας που αμφισβητεί σταθερά την ελληνική κυριαρχία.
Για να καταστεί σαφές ότι η επαναλαμβανόμενη απενεργοποίηση των τριών μόνιμων ελληνικών πεδίων βολής –σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα– δεν είναι τυχαία ούτε επιχειρησιακά επιβεβλημένη, αλλά απόρροια τουρκικής απαίτησης, αρκεί να εξεταστεί η τουρκική στάση απέναντι στα υπόλοιπα ελληνικά πεδία βολής. Για παράδειγμα, το πεδίο βολής Καράβια, που δεν είναι μόνιμο, λειτουργεί χωρίς καμία τουρκική αντίδραση. Η Άγκυρα στοχοποιεί αποκλειστικά τα μόνιμα πεδία, καθώς αυτά συνιστούν σταθερή και θεσμοθετημένη αμυντική παρουσία της Ελλάδας εντός του FIR Αθηνών και σε περιοχές στρατηγικής σημασίας.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η χρονική αντιστοιχία: οι ημερομηνίες που απενεργοποιούνται τα ελληνικά πεδία κάθε μήνα από τον Φεβρουάριο του 2025 συμπίπτουν με τουρκικές εθνικές και θρησκευτικές εορτές. Παράλληλα, οι ίδιες ημερομηνίες είναι εκείνες στις οποίες –βάσει της διεθνούς τουρκικής αγγελίας που ισχύει για ολόκληρο το έτος– οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν διεξάγουν τις ασκήσεις τους στις τρεις παράνομα δεσμευμένες περιοχές γύρω από Λήμνο, Λέσβο, Ικαρία και Σάμο.
Αυτή η «συντονισμένη παύση» διαμορφώνει ένα κοινό, σιωπηρό ημερολόγιο απενεργοποιήσεων και ενεργοποιήσεων, που στην πράξη δημιουργεί μια συμμετρική κατανομή αμυντικής παρουσίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο. Ενώ η Τουρκία δεσμεύει παρανόμως επί 12μηνης βάσης περιοχές εντός του FIR Αθηνών, η Ελλάδα απενεργοποιεί τα νόμιμα πεδία της σε αντίστοιχες ημερομηνίες, χωρίς εξηγήσεις, δίνοντας την εικόνα μιας σιωπηρής αποδοχής.
Το πιο προκλητικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής υποχώρησης είναι η απενεργοποίηση των πεδίων βολής ανήμερα της 19ης Μαΐου, ημερομηνίας μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων. Την ημέρα που η Ελλάδα οφείλει να στέλνει μήνυμα ιστορικής συνείδησης και εθνικής εγρήγορσης, τα ελληνικά πεδία βολής σιγούν. Το συμβολικό και πολιτικό βάρος αυτής της επιλογής είναι τεράστιο. Δεν πρόκειται για απλό επιχειρησιακό σχεδιασμό, αλλά για βαθιά πολιτική απόφαση που εξυπηρετεί ξεκάθαρα τον στρατηγικό σχεδιασμό της Τουρκίας.
Το ερώτημα είναι πλέον αναπόφευκτο: ποιος σχεδιάζει και για ποιον; Όταν η αμυντική πολιτική μιας χώρας μοιάζει να συγχρονίζεται απόλυτα με το πρόγραμμα και τις απαιτήσεις μιας δύναμης που αμφισβητεί ευθέως την κυριαρχία της, τότε η απουσία αντίδρασης δεν είναι ουδετερότητα — είναι επιλογή με εθνικό κόστος.

Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης υποκλίνεται στον Ταγίπ Ερντογάν
Την ώρα που η Ελλάδα απενεργοποιεί σιωπηλά και επανειλημμένα τα τρία μόνιμα πεδία βολής της σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα, υποτίθεται στο πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), η Τουρκία κάνει το ακριβώς αντίθετο: ενισχύει την παρουσία της στο Αιγαίο με συνεχή στρατιωτική δραστηριότητα και παραβιάζει ανοιχτά την ουσία και το πνεύμα των ΜΟΕ.
Συγκεκριμένα, η Τουρκία συνεχίζει κανονικά την εκτέλεση ασκήσεων στις τρεις παράνομα δεσμευμένες περιοχές κοντά σε Λήμνο, Λέσβο, Ικαρία και Σάμο – περιοχές που η Ελλάδα χαρακτηρίζει ως παραβίαση της κυριαρχίας της. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι τουρκικές στρατιωτικές δραστηριότητες πραγματοποιούνται χωρίς καμία διακοπή, ακόμα και κατά τη διάρκεια ελληνικών θρησκευτικών και εθνικών εορτών. Η Άγκυρα δεν δίστασε να συνεχίσει τις ασκήσεις ακόμα και στις 15 Αυγούστου, ημέρα-ορόσημο για την Ορθοδοξία και τον ελληνικό λαό, όπως και του Αγίου Πνεύματος στις αρχές Ιουνίου – εορτές κατά τις οποίες η Ελλάδα «κατεβάζει ρολά» στα πεδία βολής της.
Αυτό που προκύπτει είναι ένα απόλυτα άνισο σκηνικό: η Τουρκία δρα ως κυρίαρχος των ΜΟΕ, καθορίζοντας στην πράξη το πλαίσιο και τον ρυθμό των στρατιωτικών ενεργειών στο Αιγαίο. Αντί για αμοιβαιότητα, έχουμε μονομέρεια. Η Ελλάδα περιορίζει τις κινήσεις της, αναστέλλει την επιχειρησιακή της δραστηριότητα σε κρίσιμες ημερομηνίες, και το κάνει χωρίς ανταπόδοση – χωρίς έστω μια αντίστοιχη κίνηση καλής θέλησης από την Άγκυρα.
Το αποτέλεσμα είναι πως τα ΜΟΕ, από εργαλείο αποκλιμάκωσης και διαλόγου, μετατρέπονται σε μηχανισμό τουρκικού πλεονεκτήματος. Με την ανοχή της ελληνικής πλευράς, η Τουρκία επιβάλλει κανόνες, παραβιάζει συμφωνίες, ενισχύει τις θέσεις της και λειτουργεί ως ο απόλυτος ρυθμιστής στο Αιγαίο. Και η Ελλάδα, παρότι υποχωρεί σταθερά, επιμένει να μην αντιδρά.
Στις 7 Μαΐου 2025, η Ελλάδα προχώρησε στην έκδοση τριών διεθνών αγγελιών για τον Ιούνιο, με τις οποίες ανακοινώθηκε η απενεργοποίηση των μόνιμων πεδίων βολής σε Κρήτη, Άνδρο και Ψαθούρα. Οι ημερομηνίες αυτών των αγγελιών, όπως αποκαλύφθηκε, συμπίπτουν με την τουρκική εθνική και θρησκευτική εορτή της Ημέρας της Θυσίας και το Μπαϊράμι. Ήταν η τέταρτη φορά μέσα σε ισάριθμους μήνες που η Ελλάδα έθετε εκτός λειτουργίας τα τρία αυτά στρατηγικά σημεία, ενισχύοντας την εντύπωση ότι πρόκειται πλέον για πάγια πολιτική πρακτική – και όχι απλώς για διπλωματική χειρονομία καλής θέλησης.
Η πρακτική αυτή ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2025, ως φαινομενική πρωτοβουλία αποκλιμάκωσης, με αμοιβαία απενεργοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων. Τότε, η Ελλάδα ανέστειλε τη λειτουργία των τριών μόνιμων πεδίων βολής και η Τουρκία, αντίστοιχα, «πάγωσε» προσωρινά τις στρατιωτικές δραστηριότητες στις τρεις παράνομα δεσμευμένες περιοχές γύρω από Λήμνο, Λέσβο, Σάμο και Ικαρία. Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, δίνοντας την ψευδαίσθηση μιας εύθραυστης αλλά λειτουργικής ισορροπίας.
Ωστόσο, από τον Μάιο και εξής, η ισορροπία αυτή κατέρρευσε – και μαζί της και η έννοια της αμοιβαιότητας. Ενώ η Ελλάδα συνεχίζει να απενεργοποιεί μονομερώς τα τρία πεδία βολής, η Τουρκία έχει σταματήσει να τηρεί τη δική της «δέσμευση», συνεχίζοντας κανονικά τις ασκήσεις στις παράνομες περιοχές εντός του FIR Αθηνών. Έτσι, η ελληνική πλευρά μένει μόνη να εφαρμόζει μια πολιτική «χαμηλών τόνων» που πλέον δεν εξυπηρετεί ούτε την αποκλιμάκωση, ούτε τα εθνικά συμφέροντα.
Η μετάβαση από την αρχική, δήθεν ισότιμη συμφωνία του Φεβρουαρίου σε ένα καθεστώς μονομερούς συμμόρφωσης από την πλευρά της Ελλάδας, υποδηλώνει ένα βαθύ έλλειμμα στρατηγικού σχεδιασμού. Η κυβέρνηση ακολουθεί πλέον ένα μονοπάτι που ξεκίνησε ως διπλωματική χειρονομία και εξελίσσεται σε διαρκή παραχώρηση, χωρίς αντίκρισμα, χωρίς ανταπόδοση και χωρίς ορατό όφελος. Η Τουρκία παραβιάζει τους άτυπους όρους που η ίδια συνέπραξε και συνεχίζει ανενόχλητη. Και η Αθήνα; Συνεχίζει να εκδίδει αγγελίες για την παύση των δικών της στρατιωτικών δραστηριοτήτων, ακόμα και σε εθνικά κρίσιμες ημερομηνίες.

Το πεδίο βολής της Κρήτης
Στις 24 Φεβρουαρίου 2025, η Αθήνα εξέδωσε τις αγγελίες A0614/25, A0615/25 και A0616/25, με τις οποίες απενεργοποίησε τα τρία πεδία βολής για τις ημερομηνίες 29 έως 31 Μαρτίου, επικαλούμενη σε ανεπίσημο επίπεδο τον σεβασμό στο Ραμαζάνι και την τουρκική Ημέρα του Πεπρωμένου. Η Τουρκία απάντησε με την αγγελία A0787, «παγώνοντας» προσωρινά τις ασκήσεις της στο Αιγαίο από 3 έως 25 Μαρτίου, συνοδευόμενη από πολλαπλές δημόσιες ευχαριστίες προς την ελληνική πλευρά.
Στις 19 Μαρτίου, η ελληνική πλευρά επανήλθε με τις αγγελίες A0913/25, A0912/25 και A0911/25, με τις οποίες απενεργοποιεί τα τρία πεδία βολής από 1 έως 23 Απριλίου. Η Τουρκία, με τη σειρά της, εξέδωσε την αγγελία A1091 για αναστολή των ασκήσεών της από 18 έως 21 Απριλίου – και πάλι με εκτενείς ευχαριστίες στην Αθήνα. Δηλαδή, για σχεδόν τρεις εβδομάδες η Ελλάδα απενεργοποιεί την επιχειρησιακή της παρουσία, ενώ η Τουρκία για μόλις τέσσερις ημέρες, δίνοντας τον τόνο της ανισοβαρούς «αμοιβαιότητας».
Η καμπή ήρθε στις 7 Απριλίου. Με νέες αγγελίες –A1149/25, A1148/25, A1147/25– η Ελλάδα προαναγγέλλει παύση λειτουργίας των πεδίων βολής της για τρεις κρίσιμες περιόδους: της Κρήτης την Πρωτομαγιά, της Άνδρου από 1 έως 19 Μαΐου και της Ψαθούρας ειδικά στις 19 Μαΐου – ημέρα που τιμάται στην Ελλάδα η μνήμη της Γενοκτονίας των Ποντίων. Σε αυτήν την περίπτωση, η Τουρκία δεν ακολουθεί. Καμία τουρκική NAVTEX, καμία παύση ασκήσεων, καμία ευχαριστία. Η Άγκυρα σταματά να «συμμετέχει» στο παιχνίδι των εναλλαγών και αφήνει την Ελλάδα να απενεργοποιεί μόνη της τα στρατηγικά της όπλα.
Τα στοιχεία είναι αδιάσειστα. Η ελληνική πλευρά, με συνεχείς επίσημες αγγελίες, μειώνει την αμυντική της παρουσία σε στρατηγικά σημεία του FIR Αθηνών, με προσχηματική αρχικά αμοιβαιότητα, που από τον Μάιο και μετά καταρρέει πλήρως. Η Τουρκία συνεχίζει κανονικά τις δικές της στρατιωτικές δραστηριότητες, επενδύοντας επικοινωνιακά στη «συνεργάσιμη» στάση της Ελλάδας, χωρίς να παραχωρεί τίποτα και χωρίς να αναγνωρίζει τα στοιχειώδη: ούτε την εθνική σημασία της 19ης Μαΐου, ούτε την ανάγκη ισόρροπης εφαρμογής των ΜΟΕ.
Το ημερολόγιο των NAVTEX αποκαλύπτει μια πολιτική στρατηγική που εγκαταλείπει την αποτροπή και αποδέχεται την υποβάθμιση της κυριαρχίας. Με όπλο τις ημερομηνίες και τη σιωπή, η Άγκυρα επιβάλλει τετελεσμένα. Και η Αθήνα –επιλέγοντας να ευχαριστείται με ευχαριστίες– παραμένει απλώς ο διαχειριστής μιας αμυντικής συρρίκνωσης.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»
Σαμαράς: «Το 2026 απαιτεί αλήθεια και ευθύνη»