1 Σεπτεμβρίου 2025

Novartis και Siemens: Πανομοιότυπα σκάνδαλα, πανομοιότυπες σιωπές

Η υπόθεση της Novartis φέρει όλα τα χαρακτηριστικά που συναντήσαμε παλαιότερα και στην περίπτωση της Siemens, με τις δύο υποθέσεις να αποτελούν σχεδόν καρμπόν η μία της άλλης. Στον επιχειρηματικό κόσμο είναι πλέον κοινό μυστικό, ακόμα και για τους πιο αδαείς, ότι οι μεγάλες πολυεθνικές με πολυμετοχική σύνθεση και τεράστια ισχύ, ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοντέλο εμπορικής λειτουργίας, εμπνευσμένο από την περίφημη γερμανική εμπορική πρακτική. Στο πλαίσιο αυτού του μοντέλου, η δωροδοκία αξιωματούχων ή κρατικών λειτουργών στο εξωτερικό δεν είναι εξαίρεση αλλά εργαλείο στρατηγικής. Μέσα από την τακτική αυτή επιδιώκουν να προωθήσουν τις εξαγωγές τους, να εξασφαλίσουν προνομιακή πρόσβαση σε αγορές, κρατικές συμβάσεις και να αποκτήσουν πολιτική κάλυψη, ακόμα και ασυλία.

Σε κοινωνίες με περιορισμένη θεσμική ωριμότητα και βαθιά ριζωμένη διαφθορά, η πρακτική αυτή βρίσκει εύφορο έδαφος. Παρά ταύτα, αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των κανόνων υγιούς ανταγωνισμού, ιδίως έναντι άλλων εταιριών που επιλέγουν να μην καταφεύγουν σε μέσα εξαγοράς συνειδήσεων. Η συνειδητοποίηση αυτής της στρέβλωσης ήταν ο λόγος για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να βάλουν φρένο στις πρακτικές αυτές. Η αρχή έγινε το 2008 με τη Siemens, όταν οι αμερικανικές αρχές εφάρμοσαν για πρώτη φορά αυστηρά τον νόμο Foreign Corrupt Practices Act (FCPA), και η συνέχεια ήρθε το 2016, με τη Novartis να βρίσκεται στο επίκεντρο της επόμενης μεγάλης παρέμβασης.

Κοινό στοιχείο των δύο εταιριών είναι το ότι ήταν εισηγμένες στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, γεγονός που τις έθετε αυτομάτως υπό την εποπτεία της Αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC). Η συγκεκριμένη εποπτική αρχή, σε συνεργασία με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και το FBI, έχει το δικαίωμα να διεξάγει έρευνες για πιθανές υποθέσεις διαφθοράς που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αμερικανικών ή εισηγμένων στο αμερικανικό χρηματιστήριο εταιριών σε τρίτες χώρες, χωρίς να χρειάζεται η συνεργασία των τοπικών αρχών ή δικαστικών συστημάτων. Το σύστημα αυτό στηρίζεται και σε έναν θεσμό που λειτουργεί με αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα: τον θεσμό των πληροφοριοδοτών, ή αλλιώς whistleblowers. Οι πληροφοριοδότες απολαμβάνουν καθεστώς προστασίας και ανωνυμίας και λαμβάνουν χρηματική αποζημίωση μόνο αν οι αποκαλύψεις τους αποδειχθούν αξιόπιστες και συντελέσουν ουσιαστικά στη διαλεύκανση των υποθέσεων.

Έτσι, και στις δύο υποθέσεις, των Siemens και Novartis, οι αμερικανικές αρχές ενήργησαν με αποφασιστικότητα. Κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν πειστήρια και μαρτυρίες που οδήγησαν τις δύο εταιρίες σε εξωδικαστικό συμβιβασμό, μέσω του οποίου παραδέχθηκαν εμμέσως την ενοχή τους και πλήρωσαν τεράστια πρόστιμα, της τάξης των εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω νομικές και ποινικές επιπτώσεις. Αυτή η πρακτική, αν και αποτελεσματική για τις αμερικανικές αρχές, έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα για τις χώρες στις οποίες εξελίχθηκαν τα σκάνδαλα: μόλις καταβληθεί το πρόστιμο, οι ΗΠΑ θεωρούν την υπόθεση λήξασα και δεν ενδιαφέρονται πλέον για το αν υπήρξαν εντός των κρατών αυτών ουσιαστικές νομικές συνέπειες ή απονομή Δικαιοσύνης.

Το ελληνικό κράτος, όπως αποδείχθηκε και στις δύο υποθέσεις, όχι μόνο δεν διεκδίκησε αποζημιώσεις ή ποινική κάθαρση, αλλά ούτε καν ζήτησε ενεργά τη βοήθεια του FBI για τη διαλεύκανση των υποθέσεων. Αποτέλεσμα; Οι βασικοί εμπλεκόμενοι στη Siemens, όπως ο Χριστοφοράκος και ο Καραβέλας, κατάφεραν να διαφύγουν ανενόχλητοι στο εξωτερικό, ενώ οι υπόλοιποι απαλλάχθηκαν πανηγυρικά. Στην περίπτωση της Novartis, η οποία στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε και ως «σκευωρία» από μερίδα του Τύπου, η κατάσταση εξελίχθηκε σε πλήρη αντιστροφή των ρόλων: οι πολιτικοί που κατονομάστηκαν όχι μόνο δεν βρέθηκαν υπό σοβαρή νομική διερεύνηση, αλλά κατάφεραν να περάσουν στην αντεπίθεση, στρέφοντας το βλέμμα και την οργή τους στους ίδιους τους προστατευόμενους μάρτυρες.

Οι Έλληνες εισαγγελείς γνωρίζουν άριστα το ιστορικό αυτών των υποθέσεων. Όπως γνωρίζουν, φυσικά, και την πολιτική νοοτροπία που κυριαρχεί στη χώρα, με επαγγελματίες ψεύτες και λαοπλάνους να εναλλάσσονται σε κυβερνητικά σχήματα, χωρίς συνέπεια λόγων και πράξεων. Αντίστοιχα, και οι επικεφαλής των ξένων εταιριών που έδρασαν στην Ελλάδα, όπως ο Φρουζής ή ο Χριστοφοράκος, δεν είναι άνθρωποι αγνών προθέσεων. Η δωροδοκία γιατρών, πολιτικών και κρατικών λειτουργών δεν αποτελεί λεπτομέρεια αλλά κεντρικό πυλώνα της επιχειρηματικής τους στρατηγικής. Συνεπώς, οι μαρτυρίες τους οφείλουν να αντιμετωπίζονται με κριτική ματιά και όχι ως απόλυτες αλήθειες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται εύλογα το ερώτημα: γιατί η κατάθεση δύο πρώην στελεχών της Novartis, της κυρίας Μαραγγέλη και του κυρίου Δεστεμπασίδη, αμφισβητείται τόσο έντονα από την ελληνική Δικαιοσύνη; Τι στοιχεία διαθέτει η εισαγγελέας που την κάνουν να θεωρεί ότι οι μαρτυρίες τους είναι ψευδείς ή αναξιόπιστες; Υπάρχει μήπως κάποια τεκμηριωμένη ένδειξη ότι οι δύο μάρτυρες αποφάσισαν αυθόρμητα να επινοήσουν ένα σενάριο με στόχο να βλάψουν συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος; Και αν είχαν τέτοιο σκοπό, γιατί να αφήσουν εκτός της αφήγησής τους τον πρώην υπουργό Μάριο Σαλμά; Είχαν τόση φαντασία ώστε να δημιουργήσουν μια τέλεια, πλην όμως ημιτελή σκευωρία; Ή μήπως, πράγματι, ο εν λόγω πολιτικός δεν είχε καμία εμπλοκή και για αυτόν τον λόγο δεν συμπεριλήφθηκε;

Οι αντιφάσεις πληθαίνουν και δημιουργούν εύλογες απορίες. Η απόρριψη της μαρτυρίας της κυρίας Μαραγγέλη βασίστηκε, σύμφωνα με την έδρα, στο ότι δεν βρέθηκαν χρήματα από μίζες στους λογαριασμούς των εμπλεκομένων πολιτικών. Αυτό το επιχείρημα, ωστόσο, φαντάζει τουλάχιστον αφελές, αν όχι αστείο, καθώς ουδείς περιμένει από έναν διεφθαρμένο αξιωματούχο να καταθέσει το «φακελάκι» την επόμενη ημέρα στον τραπεζικό του λογαριασμό. Η απουσία φυσικών πειστηρίων, όπως χρήματα ή λογαριασμοί, δεν αποτελεί τεκμήριο αθωότητας, κάτι που γνωρίζουν ακόμη και οι μαθητές ενός σχολείου.

Αν, μάλιστα, οι εν λόγω μάρτυρες αποζημιώθηκαν από τις αμερικανικές αρχές, τότε σημαίνει πως το σύστημα εκεί τους έκρινε αξιόπιστους. Εφόσον οι αποκαλύψεις τους αξιοποιήθηκαν για την επιβολή των υψηλότατων προστίμων στη Novartis, πώς γίνεται να κρίνεται στην Ελλάδα ότι τα λεγόμενά τους δεν έχουν καμία αξία ή είναι προϊόν μυθοπλασίας;

Όλα αυτά οδηγούν στην ανάγκη να τεθεί και μια πιο ρητορική, αλλά ουσιώδης ερώτηση: ποιον πολιτικό θα χαρακτήριζε σήμερα ο ελληνικός λαός ως τον πλέον αναξιόπιστο, τον κατεξοχήν ψεύτη; Πιθανότατα, όλοι θα υπεδείκνυαν το ίδιο πρόσωπο, το οποίο κατηγορεί σήμερα με στόμφο εκείνους που τον κατήγγειλαν.

Η μαρτυρία της κυρίας Μαραγγέλη, η οποία υποστηρίζει πως υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε περίπτωση χρηματισμού πολιτικού προσώπου, απορρίπτεται υπέρ των καταθέσεων των προσώπων που κατηγορούνται. Με ποιο σκεπτικό θεωρούνται αυτοί πιο αξιόπιστοι; Διαθέτουν ίσως κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα αξιοπιστίας στα μάτια της Δικαιοσύνης, το οποίο δεν γνωρίζουμε;

Η υπόθεση, αναμφίβολα, απαιτεί επανεξέταση. Η θεωρία περί σκευωρίας δεν στέκει καλά, και η Δικαιοσύνη, αν και ανεξάρτητη, δεν μπορεί να λειτουργεί αποκομμένη από το κοινό αίσθημα. Το ένστικτο του κόσμου, όπως και στην περίπτωση της Siemens, λέει καθαρά ότι πολιτικοί δωροδοκήθηκαν. Το γεγονός ότι στην πρώτη υπόθεση οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν πλήρως και διεκδικούν ακόμα και την επιστροφή κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων, ενώ στη δεύτερη στοχοποιούνται οι πληροφοριοδότες χωρίς η Ελλάδα να έχει λάβει την παραμικρή αποζημίωση, δείχνει πως κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του Μωυσέως. Και αυτή η σήψη διαβρώνει και τους τρεις θεσμικούς πυλώνες της δημοκρατίας, οδηγώντας σε πρακτικές που θυμίζουν όχι σύγχρονο κράτος δικαίου, αλλά κράτος με μαφιόζικη λογική και λειτουργία.

Ετικέτες: