Ο Τζαβέντ Ασλάμ και το σκάνδαλο του ελληνικού ασύλου
Η υπόθεση του Τζαβέντ Ασλάμ, του αυτοαποκαλούμενου «προέδρου της Πακιστανικής Κοινότητας στην Ελλάδα», παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα παραδείγματα του πώς το ελληνικό κράτος χειρίζεται ζητήματα ασύλου και μετανάστευσης. Τον Φεβρουάριο του 2021, η Επιτροπή Ασύλου του Υπουργείου Μετανάστευσης του αναγνώρισε καθεστώς πρόσφυγα, μετά από 26 ολόκληρα χρόνια παραμονής στη χώρα. Μια απόφαση που έχει προκαλέσει κύμα οργής στην κοινή γνώμη και έχει ανοίξει μια βαθιά συζήτηση για το αν η Ελλάδα έπεσε θύμα χειραγώγησης ή αν ενέδωσε σε πολιτικές πιέσεις, παραβλέποντας σοβαρότατες καταγγελίες.
Ο Ασλάμ δεν είναι ένας τυχαίος μετανάστης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, το όνομά του βρέθηκε στο στόχαστρο διεθνών διώξεων. Το 2006 συνελήφθη στην Ελλάδα με βάση ένταλμα της Interpol που είχε εκδώσει το Πακιστάν, κατηγορούμενος για συμμετοχή σε κυκλώματα παράνομης μετανάστευσης και εμπορίας ανθρώπων. Σύμφωνα με τις πακιστανικές αρχές, ο Ασλάμ παρουσιαζόταν ως μεσολαβητής σε ένα σκοτεινό δίκτυο που οδηγούσε απελπισμένους συμπατριώτες του από το Πακιστάν στην Ευρώπη, με πρώτη πύλη την Ελλάδα. Η διαδρομή αυτή ήταν διαβόητη για την εκμετάλλευση και τους κινδύνους που συνεπαγόταν, ενώ οι οικονομικές απολαβές για τους οργανωτές ήταν τεράστιες. Ωστόσο, τα ελληνικά δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα έκδοσης, κρίνοντας ότι δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.
Η ιστορία επαναλήφθηκε το 2012, όταν ο Ασλάμ συνελήφθη εκ νέου, αυτή τη φορά με νέο αίτημα έκδοσης από το Πακιστάν. Παρά τη βαρύτητα των κατηγοριών, για δεύτερη φορά η ελληνική Δικαιοσύνη τον απάλλαξε. Ο ίδιος, ακολουθώντας μια νέα τακτική, κατέθεσε αίτηση ασύλου, επικαλούμενος πολιτικές διώξεις από την πατρίδα του. Χρειάστηκαν σχεδόν δέκα χρόνια για να εγκριθεί, και το 2021, μέσα σε ένα πολιτικό κλίμα ιδιαίτερα φορτισμένο για τα μεταναστευτικά, του αναγνωρίστηκε καθεστώς πρόσφυγα.
Το γεγονός αυτό γεννά ένα κρίσιμο ερώτημα: πώς γίνεται ένας άνθρωπος που επανειλημμένα κατηγορήθηκε για εμπορία ανθρώπων, ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, να καταλήγει να προστατεύεται από το ελληνικό κράτος ως «θύμα διώξεων»; Ακόμα πιο ανησυχητικές είναι οι υποψίες που διακινούνται εδώ και χρόνια, σύμφωνα με τις οποίες ο Ασλάμ μπορεί να λειτουργεί ως πράκτορας της πακιστανικής ISI, χρησιμοποιώντας την κάλυψη της κοινότητας και τον ρόλο του ως «ηγέτη» για να εδραιώνεται στο εσωτερικό της χώρας. Η εκδοχή αυτή, όσο ακραία κι αν φαντάζει, δεν στερείται λογικής, καθώς τα ίδια τα απορριφθέντα εντάλματα θα μπορούσαν να αποτελούν ένα εργαλείο παραπλάνησης ώστε να ενισχυθεί η εικόνα του διωκόμενου ακτιβιστή.
Οι υπερασπιστές του, με προεξάρχουσα τη Διεθνή Αμνηστία, υποστηρίζουν ότι οι κατηγορίες είναι πολιτικά υποκινούμενες και συνδέονται με την καταγγελία του Ασλάμ για διαφθορά στο Πακιστάν αλλά και με τις φερόμενες απαγωγές Πακιστανών στην Ελλάδα από τις μυστικές υπηρεσίες. Κατά την άποψή τους, ο Ασλάμ δεν είναι διακινητής αλλά πολιτικός ακτιβιστής που πλήρωσε το τίμημα της δράσης του. Ωστόσο, η απουσία καταδίκης δεν αρκεί για να σβήσει το βαρύ ίχνος των κατηγοριών που τον συνοδεύουν, ούτε τα δημοσιεύματα που τον παρουσιάζουν να καθοδηγεί μετανάστες στο πώς να παρακάμπτουν τις ελληνικές αρχές και να εκμεταλλεύονται νομικά παραθυράκια για να αποφύγουν την απέλαση.
Το όνομά του συνδέθηκε ξανά με καταγγελίες το 2021, όταν σύμφωνα με το Greek City Times οργάνωσε Πακιστανούς ώστε να συμμετάσχουν σε αντιφασιστική διαδήλωση, εκμεταλλευόμενος φόβους για μαζικές απελάσεις και ενισχύοντας πολιτικά την ατζέντα της αριστεράς. Αυτές οι κινήσεις δεν παραπέμπουν σε έναν απλό κοινοτικό εκπρόσωπο αλλά σε κάποιον που ξέρει να χρησιμοποιεί την ισχύ του για πολιτικά οφέλη – είτε προσωπικά είτε για λογαριασμό τρίτων.
Η τραγωδία του ναυαγίου του 2023, όταν εκατοντάδες Πακιστανοί χάθηκαν σε πλοιάριο ανοιχτά της Ελλάδας, έφερε ξανά στο προσκήνιο τα κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων. Το Πακιστάν προχώρησε σε συλλήψεις δέκα υπόπτων, ωστόσο τα «κεφάλια» που βρίσκονται εκτός συνόρων, προστατευμένα από αποστάσεις και νομικά κενά, παραμένουν άθικτα. Σε αυτό το πλαίσιο, το όνομα του Ασλάμ επανήλθε ως πιθανός κρίκος μιας αλυσίδας που συνεχίζει να δρα με ατιμωρησία.
Η απόφαση της Ελλάδας να του χορηγήσει άσυλο μοιάζει έτσι είτε με κατάφωρη αποτυχία του συστήματος είτε με απόδειξη ότι η χώρα πέφτει θύμα εξωτερικών παρεμβάσεων. Για τους Έλληνες πολίτες που βλέπουν την καθημερινότητά τους να δοκιμάζεται από το μεταναστευτικό, η εικόνα ενός προσώπου με τόσο βαρύ υπόβαθρο να αναγνωρίζεται ως «πρόσφυγας» ισοδυναμεί με εμπαιγμό. Η Επιτροπή Ασύλου οφείλει μια σαφή απάντηση: με ποια κριτήρια κρίθηκε ότι ο Ασλάμ αξίζει προστασίας; Ποια στοιχεία υπερίσχυσαν απέναντι σε χρόνια κατηγοριών και υπονοιών; Ήταν προϊόν πολιτικής πίεσης, αφέλειας ή μιας πιο σύνθετης πακιστανικής στρατηγικής διείσδυσης;
Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάστηκαν και καταγγελίες από Πακιστανό μετανάστη στην Ελλάδα, ο οποίος μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η πακιστανική κοινότητα στη χώρα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο έλεγχος ασκείται από συγκεκριμένα πρόσωπα που εκμεταλλεύονται τη θέση τους, ενώ, όπως ισχυρίζεται, πρόκειται για άτομα εις βάρος των οποίων εκκρεμούν διεθνή εντάλματα σύλληψης, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει εκτελέσει. Ο ίδιος χαρακτήρισε την κατάσταση «μαφία», επισημαίνοντας ότι αν αυτοί οι ηγέτες απομακρυνθούν, οι απλοί μετανάστες δεν δημιουργούν προβλήματα.
Παράλληλα, επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο μεταναστευτικό. Ο πρωθυπουργός υποστήριξε πως η Ελλάδα εφαρμόζει «σκληρή αλλά δίκαιη» πολιτική, με στόχο να μένουν στη χώρα μόνο όσοι δικαιούνται άσυλο. Ωστόσο, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι το 70% έως 90% των αιτούντων από συγκεκριμένες εθνικότητες τελικά το εξασφαλίζει, ενώ όσοι απορρίπτονται σπανίως επιστρέφουν στην πατρίδα τους: οκτώ στους δέκα παραμένουν στη χώρα, παρά τις δεσμεύσεις περί επιστροφών.
Την ίδια ώρα, στο συνέδριο της Γενεύης αναδείχθηκαν και πτυχές που αποκρύπτονται από τη διεθνή επικαιρότητα: οι διώξεις στο Κασμίρ, στο Μπαλουχιστάν και σε άλλες περιοχές, όπου μουσουλμανικοί πληθυσμοί με ινδική εθνική συνείδηση καταπιέζονται συστηματικά από την πακιστανική κυβέρνηση. Θέματα που, όπως καταγγέλλεται, «θάβονται» από τα μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης, την ώρα που το Ισλαμαμπάντ κατηγορεί άλλους για έλλειψη σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην Ελλάδα, οι καταγγελίες για πακιστανικά κυκλώματα που ελέγχουν τις κοινότητες μεταναστών επανέρχονται σταθερά, με ονομαστικές αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Το γεγονός ότι άτομα με εκκρεμή εντάλματα εμφανίζονται ως «εκπρόσωποι» και γίνονται αποδεκτοί ως συνομιλητές προκαλεί έντονες αντιδράσεις. Σε αυτό το φόντο, η κυβερνητική ρητορική περί «αποτελεσματικών επιστροφών» και «αυστηρού ελέγχου συνόρων» μοιάζει να απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα.
Η υπόθεση Ασλάμ δεν αφορά μόνο ένα πρόσωπο αλλά αποκαλύπτει τα κενά ενός συστήματος που, αντί να προστατεύει τους πραγματικούς πρόσφυγες, κινδυνεύει να μετατραπεί σε ασπίδα για φερόμενους εγκληματίες ή ακόμα και ξένους πράκτορες. Αν η Ελλάδα θέλει να διαφυλάξει την αξιοπιστία της και να προστατεύσει την εθνική της ασφάλεια, οφείλει να επανεξετάσει με πλήρη διαφάνεια τις διαδικασίες που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Μέχρι τότε, το άσυλο του Τζαβέντ Ασλάμ θα αποτελεί σύμβολο ενός κράτους που είτε έχασε τον έλεγχο είτε παραπλανήθηκε από ξένα κέντρα με δικούς τους, σκοτεινούς υπολογισμούς.
Δήλωση αποποίησης: Οι κατηγορίες εις βάρος του Τζαβέντ Ασλάμ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για εμπορία ανθρώπων και πιθανές σχέσεις με την πακιστανική ISI, δεν έχουν επιβεβαιωθεί δικαστικά. Ο ίδιος δεν έχει καταδικαστεί για τα αδικήματα που αναφέρονται και οι σχετικές υποψίες απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Όταν το παρελθόν γίνεται καταφύγιο
Σκιές πολέμου στο κατώφλι του 2026