Ολικό ξερίζωμα ενός συστήματος διαφθοράς που έχει διεισδύσει σε όλους τους θεσμούς
Καθώς η χώρα μπαίνει στη ζώνη αναμονής της προεκλογικής περιόδου, τα διλήμματα που θα καθορίσουν το πολιτικό μας μέλλον αρχίζουν να αποκρυσταλλώνονται με σαφήνεια. Η συζήτηση γύρω από το τι θα διακυβευτεί στις κάλπες δεν αφορά μόνο την επόμενη κυβέρνηση, αλλά και το τι πολιτικό σύστημα θα επικρατήσει μετά από αυτές — αν θα έχουμε σταδιακή μετάβαση ή πολιτικό σεισμό.
Το πρώτο και πιο κρίσιμο διακύβευμα είναι η κάθαρση. Η διαφθορά θα κρίνει ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη στάση των πολιτών, καθώς η Νέα Δημοκρατία θα επιχειρήσει να παρουσιάσει την πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης ως αντίβαρο στη συσσωρευμένη δυσπιστία που την βαραίνει. Πρόκειται για την κλασική κίνηση απερχόμενης κυβέρνησης που αντιλαμβάνεται ότι η φθορά της κύριας αφήγησής της δεν αναστρέφεται εύκολα και καταφεύγει σε θεσμική χειρονομία υψηλού συμβολισμού.
Το είδαμε στην κυβέρνηση Σημίτη όταν επιχείρησε μέσω Συντάγματος (2001) και εκλογικού νόμου (2004) να αναζωογονήσει το πολιτικό της κεφάλαιο — και τελικά απέτυχε. Το ίδιο μοτίβο ακολουθεί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος θα επενδύσει στην αναθεώρηση με οικονομικό πρόσημο και στον «εκλογικό νόμο σταθερότητας», με την ελπίδα να αποφύγει την εκλογική τιμωρία.
Ωστόσο, η ιστορία διδάσκει ότι οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις αποδίδουν πολιτικά μόνο όταν συμπυκνώνουν υπαρκτό κοινωνικό ρεύμα — όπως συνέβη το 1985 με την κρίση των προεδρικών αρμοδιοτήτων. Γι’ αυτό, το δίπολο «κάθαρση ή μεταρρυθμίσεις» θα σταθεί ως κοφτερή διαλεκτική στο κέντρο της αντιπαράθεσης.
Το δεύτερο διακύβευμα αφορά το αν η διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια — που καταγράφεται περίπου στο 75% του εκλογικού σώματος — μπορεί να συμπυκνωθεί σε νέα πολιτική δύναμη. Εδώ τίθεται ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας: μπορεί η οργή να γίνει πολιτική έκφραση, ή θα καταλήξει διάχυτη, άμορφη και έτσι ακίνδυνη για το σύστημα;
Οι συνθήκες μοιάζουν ώριμες, οι ενδιαφερόμενοι πολλοί, αλλά η ίδρυση νέου κόμματος δεν είναι άσκηση ρητορικής — είναι δοκιμασία θεσμικής αντοχής και κοινωνικής διείσδυσης. Για να μετατραπεί η δυσαρέσκεια σε πολιτική δύναμη απαιτείται όχι μόνο αναγνώριση των προβλημάτων αλλά και βαθιά κατανόηση της ψυχολογίας των πολιτών, των ανασφαλειών και των απαιτήσεών τους.
Το τρίτο μεγάλο διακύβευμα είναι ίσως και το πιο επικίνδυνο: η συμπεριφορά όλων των θεσμικών παραγόντων, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι τον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των κομμάτων, σε περίπτωση εθνικής κρίσης. Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό προσωπικό έχει καταρρεύσει, και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε τριβές, κενά εξουσίας και αδιέξοδα. Σε μια χώρα με εκλογικές αναμετρήσεις σε διαδοχή, η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό δικαστή είναι υπαρκτή. Και αυτές ακριβώς οι μεταβατικές περίοδοι είναι ιστορικά οι πιο επικίνδυνες: τότε βρήκε ευκαιρία ο Αττίλας, τότε δοκιμάστηκαν τα Ίμια — τότε επιδιώκουν οι γείτονες να δημιουργήσουν τετελεσμένα.
Δεν υπάρχουν σήμερα πολιτικές προσωπικότητες με την ιστορική αντοχή και τη θεσμική ψυχραιμία που γνωρίσαμε το 1989–1990. Τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, παρά το εκλογικό του προβάδισμα, έβαλε το εθνικό συμφέρον πάνω από την προσωπική του φιλοδοξία, επιτρέποντας τον σχηματισμό κυβερνήσεων Τζαννετάκη και Ζολώτα. Στη «σύσκεψη των τεσσάρων», υπό τον Πρόεδρο Χρήστο Σαρτζετάκη, συναντήθηκαν στο ίδιο τραπέζι άνθρωποι που είχαν οδηγήσει ο ένας τον άλλον στα δικαστήρια — και όμως μίλησαν.
Σήμερα η επιστροφή σε μια τέτοια πολιτική κουλτούρα μοιάζει αδιανόητη. Με τον Κωνσταντίνο Τασούλα ως μονοκομματικό Πρόεδρο και τον πρωθυπουργό ως πρόσωπο που έχει ταυτιστεί με την κυβερνητική εξουσία μέχρι πλήρους πολιτικής συγχώνευσης, το ενδεχόμενο ειλικρινούς διαλόγου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο. Πόσο μάλλον όταν η αντιπολίτευση αντιμετωπίζει τα υψηλότερα κλιμάκια της εκτελεστικής εξουσίας ως ενιαίο μπλοκ.
Μέσα σε αυτό το θολό περιβάλλον, το θέμα της κάθαρσης αναδύεται ως το καθολικό αίτημα. Η κοινωνία δεν ζητά πια μερική κάθαρση σε έναν τομέα, όπως έγινε το 1989 με τις τράπεζες και τα ΜΜΕ. Ζητά ολικό ξερίζωμα ενός συστήματος διαφθοράς που έχει διεισδύσει σε όλους τους θεσμούς, που έχει στραγγίσει το δημόσιο ηθικό κεφάλαιο, που έχει υπονομεύσει την οικονομική υγεία της χώρας και την αξιοπρέπεια των πολιτών.
Γι’ αυτό η κυβέρνηση τους επόμενους μήνες θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα κύμα αποκαλύψεων, ερευνών και θεσμικών πιέσεων. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία — ένας από τους ελάχιστους θεσμούς που απολαμβάνει εμπιστοσύνη στην ελληνική κοινωνία — δείχνει αποφασισμένη να ανοίξει τις ντουλάπες με τους σκελετούς. Η εισβολή της OLAF στην «Κοινωνία της Πληροφορίας» έχει ήδη προκαλέσει πανικό στον κυβερνητικό μηχανισμό.
Όσο περνά ο χρόνος, θα στενεύει ο κλοιός γύρω από τον πρωθυπουργό, τους συμβούλους του και τις αποφάσεις του. Η σύγκριση με τον Ζελένσκι δεν αφορά τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια προς τα πρόσωπα, αλλά την πολιτική δομή της απομόνωσης: ένας ηγέτης με αυξανόμενο πολιτικό βάρος σκανδάλων, με στενό πυρήνα ευνοούμενων προσώπων, με κίνδυνο τελικά να βρεθεί εκτεθειμένος από το ίδιο το περιβάλλον που τον περιέβαλε.
Και όμως, ακόμη και αν η διαφθορά ξεσπάσει σαν τσουνάμι και παρασύρει την κυβέρνηση, το ερώτημα παραμένει: ποια είναι η θετική πολιτική πρόταση για την επόμενη μέρα; Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να προχωρήσει μόνο με την άρνηση — χρειάζεται και την κατάφαση. Χρειάζεται όχι μόνο να ρίξει το παλιό, αλλά και να οικοδομήσει το νέο. Χωρίς τη γέννηση μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος, χωρίς την αναγέννηση εθνικής πολιτικής αυτοπεποίθησης, η μετάβαση στην επόμενη πολιτική φάση — αυτό που πολλοί αποκαλούν ανεπίσημα Δ’ Ελληνική Δημοκρατία — είναι αβέβαιη.
Το στοίχημα είναι διπλό: ηθικό και πολιτικό. Και το ρίσκο — εσωτερικά και γεωπολιτικά — τεράστιο. Ο χρόνος λιγοστεύει. Και η χώρα πρέπει να αποφασίσει ποιον δρόμο θα πάρει.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Τροχαίο με τραυματίες και εγκατάλειψη στην ανατολική Θεσσαλονίκη
Γιορτινό ταμείο με μέτρο: Πάνω από 200 ευρώ ανά καταναλωτή τα Χριστούγεννα
Ο Αλαντίν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2026