Αίσθηση προκαλεί η Νέα Έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για τη μετανάστευση σε διεθνές επίπεδο το 2025, με τίτλο «international migration outlook 2025», η οποία αποτυπώνει με ψυχρά στοιχεία αυτό που εδώ και χρόνια βιώνει η ελληνική κοινωνία: Οι άνθρωποι που επένδυσαν χρόνο, χρήμα και κόπο για να σπουδάσουν, κυρίως γιατροί και νοσηλευτές, εγκαταλείπουν όλο και συχνότερα τη χώρα, ενώ την ίδια στιγμή η Ελλάδα μετατρέπεται σε πόλο έλξης για φθηνά εργατικά χέρια σε κλάδους χαμηλής εξειδίκευσης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, ολοένα και περισσότεροι έλληνες γιατροί και νοσηλευτές αναζητούν επαγγελματική διέξοδο στο εξωτερικό, ωθούμενοι από τις δυσμενείς συνθήκες εργασίας στα δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία και τις χαμηλές αποδοχές σε σχέση με το επίπεδο ευθύνης και εξουθένωσης που συνεπάγεται το επάγγελμά τους. Η μετανάστευση αυτή δεν αφορά πια μόνο τους νέους αποφοίτους που κάνουν τα πρώτα τους βήματα, αλλά και έμπειρους κλινικούς που επιλέγουν να συνεχίσουν την καριέρα τους σε χώρες όπου τα Εθνικά Συστήματα Υγείας προσφέρουν καλύτερους μισθούς, σταθερότερες συνθήκες και περισσότερο σεβασμό στη δουλειά τους.
Οι γιατροί που φεύγουν από την Ελλάδα «τροφοδοτούν» κυρίως τα Δημόσια Συστήματα Υγείας της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας, χώρες που απορροφούν σημαντικό αριθμό Ελλήνων Υγειονομικών. Ταυτόχρονα, αυτές οι ίδιες χώρες συνεχίζουν να εξάγουν δικό τους προσωπικό σε άλλα κράτη, δημιουργώντας ένα συνεχές ρεύμα κινητικότητας ειδικευμένων επαγγελματιών υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε ενδιάμεσο επίπεδο κινητικότητας βρίσκονται κράτη όπως η Γαλλία και η Αυστρία, που χάνουν γιατρούς προς τη «μαγνήτη» Ελβετία, αλλά κερδίζουν από αγορές εργασίας όπως η Ιταλία, η οποία με τη σειρά της στρατολογεί σημαντικό αριθμό γιατρών και νοσηλευτών από την Ελλάδα. Στη μεγάλη εικόνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία και η Ελβετία αναδεικνύονται ως οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από την παγκόσμια κινητικότητα των υγειονομικών υπαλλήλων, συγκεντρώνοντας υψηλά ειδικευμένο προσωπικό από πολλές χώρες.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, τα στοιχεία της έκθεσης δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων Υπηκόων που μετανάστευσαν το 2023, σε ποσοστό περίπου 35%, κατευθύνθηκε προς τη Γερμανία, όπου εργάζονται σε πολλούς και διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, όχι μόνο στην υγεία. Παρά τη σημαντική αυτή διαρροή ανθρώπινου δυναμικού, το σύνολο της μετανάστευσης ελλήνων προς τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ εμφάνισε το 2023 μείωση κατά 4%, ένδειξη ότι το κύμα φυγής παραμένει μεν ισχυρό, αλλά δεν βρίσκεται πλέον στις ακραίες εντάσεις προηγούμενων ετών. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα λειτουργεί ως χώρα υποδοχής εργατών από το εξωτερικό, προκειμένου να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες σε κατασκευές, τουρισμό και πρωτογενή τομέα, με αλλοδαπούς εργαζόμενους να στελεχώνουν δουλειές που χαρακτηρίζονται από σκληρή χειρωνακτική εργασία, εποχικότητα και συγκριτικά χαμηλές απολαβές.
Η εικόνα για τους ίδιους τους μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά ρόδινη είναι. Η χώρα συγκαταλέγεται ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά Μέλη του ΟΟΣΑ που καταγράφουν τις μεγαλύτερες μειώσεις στα ποσοστά απασχόλησης μεταναστών με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με τη μείωση να φτάνει το 2024 στο –5,4% σε σύγκριση με το 2023, γεγονός που δείχνει ότι ακόμη και όσοι διαθέτουν πτυχία και δεξιότητες δυσκολεύονται να βρουν σταθερή και ποιοτική δουλειά. Παράλληλα, η Ελλάδα βρίσκεται στις τέσσερις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας των μεταναστών, με το συνολικό ποσοστό να διαμορφώνεται στο 15,4%. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας μεταξύ των μεταναστών, καθώς περίπου το 60% των ανέργων μεταναστών παραμένουν χωρίς εργασία για μεγάλο χρονικό διάστημα, εγκλωβισμένοι σε έναν φαύλο κύκλο επισφαλούς διαβίωσης και περιορισμένων προοπτικών ένταξης.
Μέσα από αυτά τα δεδομένα, η έκθεση του ΟΟΣΑ αναδεικνύει μια διπλή πραγματικότητα για την Ελλάδα: Από τη μία πλευρά, τη συνεχιζόμενη απώλεια υψηλής εξειδίκευσης, κυρίως στον κρίσιμο τομέα της υγείας, και από την άλλη, την αδυναμία της ελληνικής αγοράς εργασίας να αξιοποιήσει ουσιαστικά το ανθρώπινο δυναμικό των μεταναστών που ήδη ζουν στη χώρα, με αποτέλεσμα η οικονομία να βασίζεται σε χαμηλά αμειβόμενη εργασία, ενώ ταυτόχρονα στερείται από πολύτιμο επιστημονικό κεφάλαιο που αναζητά καλύτερες προοπτικές στο εξωτερικό.