Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Πόρισμα Καρώνη: Στα ύψη η σύγκρουση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης

Η πολιτική αντιπαράθεση έχει φτάσει σε οριακό σημείο, με συνεχείς και αιχμηρές δηλώσεις που ακολούθησαν τη δημοσιοποίηση του πορίσματος του καθηγητή Δημήτρη Καρώνη για την τραγωδία στα Τέμπη. Η κυβέρνηση κάνει λόγο για πλήρη κατάρριψη θεωριών συνωμοσίας, επιχειρώντας να δώσει τέλος σε όσα –κατά την ίδια– διακινούνται από συγκεκριμένα πολιτικά και δημοσιογραφικά κέντρα. Ταυτόχρονα, ανεβάζει τους τόνους απέναντι στην αντιπολίτευση, κατηγορώντας την για μικροπολιτική εκμετάλλευση ενός εθνικού τραύματος και για διαρκή υπονόμευση της προσπάθειας διαλεύκανσης της υπόθεσης. Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αμφισβητούν την αμεροληψία και την αξιοπιστία του πορίσματος, επιμένοντας ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να αποσείσει τις δικές της ευθύνες, μεταθέτοντας τη συζήτηση σε τεχνικά ή δευτερεύοντα ζητήματα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το πόρισμα Καρώνη λειτουργεί ως καταλύτης που οξύνει περαιτέρω την πολιτική αντιπαράθεση, χωρίς να φαίνεται ότι υπάρχει περιθώριο για ψύχραιμη και κοινά αποδεκτή αποτίμηση των γεγονότων.

Σε πλήρη κλιμάκωση βρίσκεται η πολιτική αντιπαράθεση μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματος Καρώνη, με την κυβέρνηση να περνά στην αντεπίθεση και να θέτει ευθέως ζήτημα αξιοπιστίας για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν ότι η κατάρριψη σειράς ισχυρισμών που ακούστηκαν τους προηγούμενους μήνες δημιουργεί πλέον μείζον πολιτικό θέμα, καθώς —όπως λένε— δύο προτάσεις μομφής βασίστηκαν σε «θεωρίες συνωμοσίας» που αποδεικνύονται αβάσιμες. Τονίζουν ότι η ύπαρξη τραγωδίας είναι αδιαμφισβήτητη, όπως και το γεγονός ότι υπάρχουν ευθύνες, τις οποίες δεν αρνούνται. Ωστόσο, κατηγορούν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις πως επιχείρησαν να στήσουν ολόκληρα αφηγήματα πάνω στην καταστροφή, με μοναδικό κριτήριο το μικροκομματικό όφελος, αδιαφορώντας πλήρως για την αναζήτηση της αλήθειας και τη δικαίωση των οικογενειών των θυμάτων.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με ξεκάθαρη αναφορά στο θέμα, υπογράμμισε ότι «το ψέμα έχει κοντά ποδάρια», προαναγγέλλοντας παρέμβασή του στη Βουλή. Όπως ανέφερε, η Δικαιοσύνη είναι εκείνη που θα δώσει την τελική απάντηση για το τι συνέβη και τι όχι, αλλά —όπως είπε— οι πολίτες έχουν ήδη αντιληφθεί την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, «είναι ενθαρρυντικό ότι, έστω και με καθυστέρηση, φωτίζουμε τα πραγματικά περιστατικά», δίνοντας έμφαση στη θεσμική διαδρομή της υπόθεσης, ενώ αφήνει αιχμές ότι επιχειρήθηκε τεχνητή διαστρέβλωση των γεγονότων προς όφελος κομματικής εκμετάλλευσης.

Σε κλιμακούμενη ένταση εξελίσσεται η αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, με το ΠΑΣΟΚ να δέχεται πλέον τη σφοδρότερη πολιτική πίεση. Κυβερνητικές πηγές βάζουν ευθέως στο στόχαστρο τη στάση που κράτησε το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη μετά την τραγωδία στα Τέμπη, κατηγορώντας το ότι προσχώρησε σε μία επικοινωνιακή στρατηγική που, κατά την κυβέρνηση, χαρακτηρίζεται από υπερβολή, ακραία ρητορική και μικροπολιτική σκοπιμότητα. Σε έντονο ύφος τοποθετήθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, σημειώνοντας πως η στάση κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, η Πλεύση Ελευθερίας και η Ελληνική Λύση ήταν αναμενόμενη, ωστόσο ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο ΠΑΣΟΚ, για το οποίο δήλωσε: «Το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη, δυστυχώς διολίσθησε και συνέπραξε με τις πιο ακραίες φωνές του λαϊκισμού. Αυτό έγραψε η ιστορία».

Η κυβέρνηση επιχειρεί να απευθυνθεί σε ένα πιο μετριοπαθές και κεντρώο κοινό, χρεώνοντας στο ΠΑΣΟΚ επιλογές που —όπως υποστηρίζεται— το φέρνουν πιο κοντά στον αντισυστημισμό παρά στη θεσμική σοβαρότητα. Κυβερνητικές πηγές επιτίθενται προσωπικά και στον Νίκο Ανδρουλάκη, κατηγορώντας τον ότι συντάχθηκε με «τους πιο ακραίους εκφραστές του απόλυτου παραλογισμού», καταθέτοντας πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης χωρίς να αναμένει τα επίσημα πορίσματα των δικαστικά ορισμένων εμπειρογνωμόνων και πριν ακόμη υπάρξει η τελική κρίση της Δικαιοσύνης. Με αυτή την κίνηση, όπως υποστηρίζουν, το ΠΑΣΟΚ απομακρύνθηκε από τον ρόλο της υπεύθυνης αντιπολίτευσης και εντάχθηκε στην «πολιτική φασαρία» που —σύμφωνα με την κυβέρνηση— επιδιώκει να εκμεταλλευτεί μια εθνική τραγωδία για κομματικά οφέλη.

Σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης εισέρχεται η πολιτική σκηνή, με την αντιπαράθεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης να κλιμακώνεται ενόψει της πρότασης του ΠΑΣΟΚ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής σχετικά με την υπόθεση του πρώην υπουργού Υποδομών Κώστα Αχ. Καραμανλή. Το επόμενο διάστημα προμηνύεται εκρηκτικό, με τη Βουλή να μετατρέπεται ξανά σε πεδίο πολιτικών «μονομαχιών», όπως φάνηκε ήδη από τις οξείες χθεσινές αντιπαραθέσεις.

Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση επιχειρεί να δείξει ότι η πολιτική διαχείριση της υπόθεσης συνοδεύεται από συγκεκριμένες κινήσεις στο πεδίο των σιδηροδρόμων. Στο επίκεντρο βρίσκεται η νέα συμφωνία που επετεύχθη με την ιταλική κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων, μια συμφωνία που στην Αθήνα παρουσιάζεται ως στρατηγική τομή για το μέλλον του σιδηροδρομικού δικτύου. Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, η ελληνική πλευρά θα επενδύσει πάνω από 400 εκατομμύρια ευρώ σε έργα αναβάθμισης του σιδηροδρομικού δικτύου, δίνοντας έμφαση στην εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας, ενώ η ιταλική πλευρά έχει δεσμευτεί για επενδύσεις ύψους 360 εκατομμυρίων ευρώ.

Οι επενδύσεις αυτές περιλαμβάνουν την αγορά 23 νέων τρένων —οκτώ υπεραστικών ταχείας κυκλοφορίας και δεκαπέντε για τον προαστιακό σιδηρόδρομο— καθώς και τη δημιουργία σύγχρονων αμαξοστασίων με στόχο την αποτελεσματική και μακροπρόθεσμη συντήρηση του στόλου. Η κυβέρνηση επιχειρεί να συνδέσει την πολιτική σταθερότητα με την υλοποίηση κρίσιμων έργων υποδομής, επιδιώκοντας να αναδείξει τη διαφορά ανάμεσα στη διαχειριστική επάρκεια και τις —όπως υποστηρίζει— δημαγωγικές κραυγές της αντιπολίτευσης.

Στο κυβερνών στρατόπεδο εκτιμούν ότι η πολιτική αντιπαράθεση δεν θα παραμείνει εγκλωβισμένη στο ζήτημα των Τεμπών και της πρότασης για προανακριτική, αλλά θα επεκταθεί το επόμενο διάστημα σε ευρύτερα ζητήματα που αγγίζουν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η οικονομία, το κόστος ζωής και η λειτουργία του κράτους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται αποφασισμένη να εντείνει την πίεση στο ΠΑΣΟΚ, αξιοποιώντας την επιλογή του Νίκου Ανδρουλάκη να συνταχθεί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ελπίζοντας ότι μπορεί να αποκομίσει πολιτικά οφέλη από ένα κοινό που αυτοπροσδιορίζεται στο Κέντρο αλλά δείχνει σημάδια απογοήτευσης ή αναποφασιστικότητας.

Η στρατηγική αυτή δεν είναι άσχετη με τις τάσεις που καταγράφονται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, όπου η Νέα Δημοκρατία δείχνει να σταθεροποιείται και σε ορισμένες μετρήσεις να πλησιάζει εκ νέου το όριο του 30% στην εκτίμηση ψήφου. Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν την πεποίθηση στο Μέγαρο Μαξίμου πως υπάρχει περιθώριο πολιτικής ανάκαμψης, κυρίως εφόσον η ατζέντα ανοίξει πέρα από την υπόθεση των Τεμπών και συμπεριλάβει θέματα στα οποία η κυβέρνηση εκτιμά πως διατηρεί ακόμα πλεονεκτήματα ή τουλάχιστον ισορροπίες. Η Νέα Δημοκρατία επενδύει έτσι σε μια ευρύτερη επανασυσπείρωση, με βασικό στόχο να διευρύνει το ακροατήριό της σε ψηφοφόρους που κινούνται ανάμεσα στη λογική της σταθερότητας και την ανάγκη για θεσμική σοβαρότητα, κόντρα —όπως λένε— στον εύκολο λαϊκισμό και την πολιτική εκμετάλλευση των κρίσεων.

Σε υψηλούς τόνους συνεχίζει η κυβέρνηση την επικοινωνιακή της αντεπίθεση, με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη να επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τα δημοσκοπικά ευρήματα και να πλήξει την αξιοπιστία της αντιπολίτευσης. Όπως δήλωσε, η θετική μεταστροφή του πολιτικού κλίματος το τελευταίο διάστημα οφείλεται στην κατάρριψη, όπως είπε, «μύθων διαφόρων φαντασιόπληκτων και της αντιπολίτευσης» γύρω από την υπόθεση των Τεμπών, αλλά και σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, τις οποίες χαρακτήρισε «θετικές και μεταρρυθμιστικές».

Εστιάζοντας στο ΠΑΣΟΚ, ο Χατζηδάκης το κατηγόρησε ότι στην προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί δεν έχει καταφέρει να αρθρώσει πειστικό πολιτικό λόγο ή να διαμορφώσει σαφή ταυτότητα που να εμπνέει εμπιστοσύνη. Υποστήριξε ότι η τακτική του κόμματος του Νίκου Ανδρουλάκη μοιάζει περισσότερο με άθροισμα αντιδράσεων παρά με συγκροτημένη πολιτική πρόταση. «Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί η κυβέρνηση να τα έχει κάνει όλα λάθος», είπε χαρακτηριστικά, στέλνοντας μήνυμα πως οι πολίτες αξιολογούν νηφάλια και όχι μόνο μέσα από την ένταση της αντιπαράθεσης.

Η δήλωση αυτή εντάσσεται στο συνολικό αφήγημα της κυβέρνησης, η οποία επιδιώκει να δείξει ότι οι θεσμικές απαντήσεις και οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις υπερέχουν της καταγγελτικής ρητορικής, προτάσσοντας το αφήγημα της σοβαρότητας και της πολιτικής επάρκειας απέναντι σε αυτό που χαρακτηρίζει «αντιπολιτευτικό αυτοσχεδιασμό».