Πώς ο Σμαραγδής εμπνέει με αληθινό σινεμά σε μια εποχή TikTok και λήθης
Πώς μπορείς να κερδίσεις ένα κοινό που ολοένα και περισσότερο συνηθίζει να «καταβροχθίζει» περιεχόμενο λίγων δευτερολέπτων; Πώς μπορείς να του παρουσιάσεις ταινίες που απαιτούν προσοχή, συναίσθημα και σκέψη; Μέσα σ’ ένα κινηματογραφικό τοπίο που παρασύρεται από την ευκολία της στιγμιαίας εντύπωσης, ο Γιάννης Σμαραγδής κατορθώνει ακόμη να δημιουργεί έργα που ακουμπούν βαθιά τον θεατή. Και το κάνει με έναν τρόπο που μοιάζει σχεδόν κόντρα στη ροή της εποχής: με διαρκές πάθος και αφοσίωση στις πραγματικά αξέχαστες ιστορίες.
Σήμερα, μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, μοιάζει να έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Πολλοί από τους διασημότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες του Χόλιγουντ έχουν εκφράσει ανοιχτά την απογοήτευσή τους για τον καταιγισμό ταινιών που κυκλοφορούν χωρίς να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από το 2001 ο οσκαρικός Σον Πεν παρατηρούσε ότι αν μια ταινία τολμήσει να προτείνει «τρεις σκέψεις», θεωρείται εμπορικό ρίσκο. Η κατάσταση έκτοτε μόνο επιδεινώθηκε.
Με αυτά τα δεδομένα, η επιτυχία των ταινιών του Σμαραγδή μοιάζει να αψηφά τους άγραφους κανόνες της σύγχρονης βιομηχανίας. Πολλές από τις δουλειές που κυκλοφορούν σήμερα πληρούν τις «προδιαγραφές»: έχουν γνωστά ονόματα, τεχνικά άρτια κάδρα, γυαλισμένη παραγωγή. Κι όμως, μοιάζουν συχνά με προϊόντα μαζικής γραμμής. Έργα που σχεδιάστηκαν να «καταναλωθούν», όχι να αγαπηθούν. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: στερούνται ψυχής, πρωτοτυπίας και αυθεντικής κινηματογραφικής ματιάς.
Η αίσθηση που αφήνουν πολλές σύγχρονες παραγωγές είναι ότι δημιουργήθηκαν από κάποια μηχανή χωρίς προσωπικό όραμα, σαν να συναρμολογήθηκαν από αλγορίθμους που μιμούνται συνταγές επιτυχίας χωρίς καμία πραγματική καλλιτεχνική πρόθεση. Μπορεί κανείς να περάσει μια ολόκληρη μέρα βλέποντας τη μία μετά την άλλη και να μην μείνει τίποτα μετά το πέρας της προβολής πέρα από μια θολή εντύπωση. Αντίθετα, οι καλές ταινίες —οι πραγματικά καλές— είναι ανοιχτές, ζεστές, δημοκρατικές. Μιλούν στον καθένα, όχι μέσα από απλοϊκότητα, αλλά μέσα από αλήθεια. Σε τραβούν μέσα στην ιστορία τους χωρίς κόπο και, το σημαντικότερο, έχουν τη δύναμη να μας κάνουν καλύτερους.
Ο Σμαραγδής ανήκει σε εκείνη τη σπάνια κατηγορία δημιουργών που ξέρουν ακριβώς τι θέλουν να πουν και γιατί θέλουν να το πουν. Η αφετηρία του είναι πάντα το όραμα — ένα όραμα που τον συναρπάζει τόσο, ώστε γίνεται πυξίδα για κάθε καλλιτεχνική απόφαση. Και όταν το αποτέλεσμα φτάνει τελικά στον θεατή, μεταφέρει μαζί του όλη αυτή τη θέρμη. Δεν είναι τυχαίο ότι στο παρελθόν ο ίδιος έχει δηλώσει ότι αισθάνεται «ο τελευταίος που μάχεται για έναν ελληνικό κινηματογράφο του ελληνικού αισθήματος», έναν κινηματογράφο που επιδιώκει να φωτίσει το καλό, όχι να αναπαράγει το άσχημο και το κυνικά μοντέρνο.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του με αφορμή τον «Καποδίστρια», ο Σμαραγδής μίλησε για τα «διαδοχικά θαύματα» χάρη στα οποία επέζησε η Ελλάδα, για το μεγάλο ιστορικό βάθος που κουβαλά αυτός ο τόπος. Το βάρος της Ιστορίας δεν είναι μικρό, και εκείνος δεν επιχειρεί να το παρακάμψει, αλλά να το φωτίσει. Οι ταινίες του δεν επιχειρούν να απομακρύνουν τους Έλληνες από την ταυτότητά τους, αλλά να τους δείξουν πώς μπορούν να τη νιώσουν εκ νέου. Είναι παράδοξο πως, ενώ ολόκληρη η Δύση συχνά προσπαθεί να οικειοποιηθεί το ελληνικό πνεύμα, οι ίδιοι οι Έλληνες δείχνουν άγχος να το αποφύγουν.
Ο Σμαραγδής μάς υπενθυμίζει —σχεδόν πεισματικά— ποιοι είμαστε, και το κάνει πάντα όταν η ανάγκη είναι μεγαλύτερη. Το 2012, μέσα στο βάθος της οικονομικής κρίσης, το «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» έγινε σημείο αναφοράς. Είχε προηγηθεί ο «Ελ Γκρέκο». Τώρα, ο «Καποδίστριας» ολοκληρώνει μια τριλογία δημιουργών που επηρέασαν βαθιά την ελληνική και παγκόσμια ιστορία.
Η πρόσφατη βράβευσή του στην εκδήλωση για τα 15 χρόνια της εφημερίδας «δημοκρατία» ήταν μια αναγνώριση όχι μόνο του έργου του, αλλά και της μακρόχρονης συμβολής του στον πολιτισμό. Ο Σμαραγδής, συγκινημένος, υπενθύμισε ότι «η μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του Ελληνισμού είναι ο πολιτισμός». Και αποκάλυψε ότι ο Κώστας Καραμανλής είχε στηρίξει το έργο ήδη από τη φάση του σεναρίου, σε μια περίοδο που υπήρχαν απόπειρες να ανακοπεί η παραγωγή.
Ο «Καποδίστριας» ήταν μια πραγματική δοκιμασία. Γυρίστηκε χωρίς κρατική βοήθεια, ανάμεσα σε εμπόδια, δυσκολίες και —όπως παραδέχθηκε ο Σμαραγδής— ακόμη και απειλές για τη ζωή του. Ο ίδιος θεωρεί ότι η ταινία ενοχλεί επειδή αναδεικνύει τον πραγματικό ρόλο του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, κάτι που, όπως είπε, «ορισμένα κέντρα δεν θέλουν να επανέλθει στο προσκήνιο». Οι απόψεις του πάντα ήταν ευθείες, όπως παραδέχεται και ο ίδιος: «Καθαρές κουβέντες».
Δεν είναι η πρώτη φορά που βρέθηκε αντιμέτωπος με τέτοιου είδους πιέσεις. Όταν δίδασκε στο Πάντειο, είχε ξαναδεχθεί απειλές, κάτι που τον οδήγησε τότε στην παραίτηση. Ήταν η περίοδος που, όπως ο ίδιος εξηγεί, αντιλήφθηκε ότι η Παιδεία επηρεάζεται από εξωτερικά κέντρα. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να δημιουργεί. Και με τον «Καποδίστρια» νιώθει ότι ολοκλήρωσε ένα χρέος.
Το κοινό, όμως, ελπίζει πως αυτό δεν είναι το τέλος. Σε μια εποχή που κυριαρχείται από πρόχειρο θέαμα και ξεπερνάει αστραπιαία οτιδήποτε δεν εντάσσεται στη λογική της στιγμιαίας κατανάλωσης, η παρουσία δημιουργών που επιμένουν να φωτίζουν το σκοτάδι είναι πολύτιμη. Ο ελληνικός κινηματογράφος —και όχι μόνο— έχει ανάγκη τέτοια βλέμματα. Και το κοινό, όσο κι αν μας λένε το αντίθετο οι τάσεις, εξακολουθεί να διψά για ιστορίες που αντέχουν στον χρόνο.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Παγωμένο χαμόγελο στα crypto: Από την ευφορία στο ψυχρό ξύπνημα
Σφαίρες και καραμπίνα στο φονικό των Βοριζίων: Τι «μαρτυρά» το αυτοκίνητο