Πώς ο Τσίπρας διέλυσε την Ελλάδα για να παραμείνει στη θέση του
Η αποκάλυψη των πρακτικών του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, που συγκλήθηκε την επομένη του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015, φέρνει στο φως ένα κείμενο βαθιά πολιτικό και αποκαλυπτικό για τις εσωτερικές διεργασίες εκείνης της κρίσιμης περιόδου. Αν και δεν διαθέτει τον ιστορικό χαρακτήρα άλλων πολιτικών συνδιασκέψεων, όπως εκείνης του 1989 που οδήγησε στην κυβέρνηση Ζολώτα, το περιεχόμενο των διαλόγων αποτελεί ένα τεκμήριο μετασχηματισμού του ελληνικού πολιτικού τοπίου. Δεν είναι απλώς μια μαρτυρία της εθνικής διαχείρισης της κρίσης, αλλά περισσότερο ένας καθρέφτης της διάρρηξης της ταυτότητας της Αριστεράς, της στρατηγικής του Αλέξη Τσίπρα και της μετάβασης του ΣΥΡΙΖΑ από αντισυστημικό μόρφωμα σε κορμό εξουσίας.
Η ουσία των πρακτικών δεν βρίσκεται στις δηλώσεις των υπολοίπων αρχηγών, αλλά στις τοποθετήσεις του τότε πρωθυπουργού. Ο Αλέξης Τσίπρας, που εξελέγη για να αμφισβητήσει τη λιτότητα και τις μνημονιακές πολιτικές, εμφανίστηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες του Προεδρικού Μεγάρου αποφασισμένος να κάνει ακριβώς το αντίθετο από ό,τι διακήρυττε. Ενώπιον των πολιτικών του αντιπάλων και των εταίρων του στο ίδιο τραπέζι, δήλωσε ότι «η ρήξη με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι επιλογή». Η διαπίστωση αυτή ακυρώνει εκ των προτέρων τη ρητορική του δημοψηφίσματος, όπως και τη στρατηγική αντιπαράθεσης με το ευρωπαϊκό κατεστημένο. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ποτέ πρόθεση για ρήξη – το δημοψήφισμα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο εσωκομματικής μετάλλαξης και ενίσχυσης της ηγεμονίας του Τσίπρα στο κόμμα.
Οι διάλογοι στα πρακτικά αναδεικνύουν τη σαφή πολιτική στόχευση του πρωθυπουργού: να αποδεσμευτεί από το ριζοσπαστικό κομμάτι του κόμματός του, αυτό που τον ανέδειξε στην ηγεσία το 2007 και το οποίο επέμενε στη λογική της ρήξης. Το αριστερό ρεύμα, η πτέρυγα που επεδίωκε την αποδέσμευση από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, εξοβελίστηκε μέσω της πολιτικής εργαλειοποίησης του δημοψηφίσματος. Το 62% του «Όχι» χρησιμοποιήθηκε για να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα διακυβέρνησης εντός του συστήματος, όχι εκτός. Ο Τσίπρας απέφυγε τη ρήξη με την Ευρώπη και προτίμησε τη ρήξη με το ίδιο του το κόμμα. Απέβαλε την κομμουνιστογενή πτέρυγα χωρίς να φέρει ο ίδιος το στίγμα της διάσπασης και κατέφυγε σε εκλογές για να νομιμοποιήσει τη συμφωνία του τρίτου Μνημονίου.
Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, οι τοποθετήσεις του αφήνουν ευθείες νύξεις για την πρόθεσή του να προχωρήσει σε εκλογές, παρά τη φαινομενική αναδίπλωση όταν ρωτήθηκε από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη αν σκοπεύει να διεξαγάγει νέο δημοψήφισμα. Η επαναλαμβανόμενη φράση «τίποτα δεν θα γίνει ερήμην του ελληνικού λαού» δεν ήταν απλώς μια έκφραση λαϊκής νομιμοποίησης, αλλά προαναγγελία της κάλπης που θα ακολουθούσε. Οι Έλληνες, ουσιαστικά, πλήρωσαν με το δημοψήφισμα και την επακόλουθη αποσταθεροποίηση το πολιτικό τίμημα για να παγιωθεί ο Τσίπρας ως ηγετική μορφή και πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης που θα διαχειριζόταν τη νέα συμφωνία.
Αντικειμενικά, ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνη τη στιγμή εγκατέλειψε τις βασικές του αρχές και μετατοπίστηκε στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Εφάρμοσε τις πιο σκληρές μεταρρυθμίσεις που μέχρι τότε είχε αποκηρύξει, υιοθέτησε το πολιτικό λεξιλόγιο του ρεαλισμού και λειτούργησε εντός των ορίων της ευρωπαϊκής κανονικότητας. Οι πολιτικές που ακολούθησε δεν διέφεραν από εκείνες ενός κόμματος που θα εκπροσωπούσε την κλασική σοσιαλφιλελεύθερη γραμμή. Η ρητορική για «εναλλακτικές λύσεις» εξαφανίστηκε. Το «νόμισμα δεν είναι φετίχ» έγινε αποδοχή του ευρώ ως μονόδρομου. Ο εναλλακτικός δρόμος, εκείνος που προπαγανδιζόταν μέχρι τότε, αποδείχθηκε φαντασιακή κατασκευή.
Η κυνική αυτή μετάβαση εξηγεί και το ενδιαφέρον της Ζωής Κωνσταντοπούλου για τα πρακτικά: επιδίωξε τη δημοσιοποίησή τους ώστε να εκτεθεί ο Τσίπρας στα μάτια της κομματικής βάσης και να αποδειχθεί η απομάκρυνσή του από τις αρχές της Αριστεράς. Ο ίδιος, όμως, φρόντισε να θωρακιστεί πολιτικά με το 62% του λαού, να διώξει τους διαφωνούντες, να αποσείσει την ευθύνη της διάσπασης και να στήσει νέες εκλογές με νέα δομή και νέα στόχευση: να αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ ως δεύτερος πόλος του δικομματισμού. Δεν τα κατάφερε μακροπρόθεσμα, αλλά κατόρθωσε να παραμείνει στην εξουσία και να νομιμοποιήσει την πολιτική του μετατόπιση.
Αυτός είναι ο πυρήνας των πρακτικών: μια απερίφραστη παραδοχή ότι ο Τσίπρας δεν αποτελούσε απειλή για το σύστημα, αλλά εξέλιξή του. Η διαχείρισή του μετά το δημοψήφισμα δεν ήταν αποσταθεροποιητική, αλλά ενταγμένη πλήρως στο πλαίσιο των δυτικών θεσμών και συμφωνιών. Ο ίδιος, με τις σημερινές του παρεμβάσεις, με το υπό συγγραφή βιβλίο του και με τις αναφορές του στη στάση της Άνγκελα Μέρκελ, επιχειρεί να ενισχύσει την εικόνα του ως κεντροαριστερού πολιτικού – όχι ως ριζοσπάστη. Όπως και η οικογένειά του άλλωστε, που ανήκε στην εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ προ του 1989. Η Αριστερά ήταν για τον Τσίπρα εργαλείο ανόδου, όχι ταυτότητα.
Το μοναδικό στοιχείο αυθεντικής πολιτικής δεξιοτεχνίας που καταγράφεται στα πρακτικά δεν ανήκει στον Τσίπρα αλλά στον Προκόπη Παυλόπουλο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με άριστες σχέσεις με όλα τα κόμματα πλην της Χρυσής Αυγής, οργάνωσε μία διαδικασία που θα μπορούσε να έχει εκτραχυνθεί αλλά δεν ξέφυγε ποτέ από τον έλεγχο. Από την αρχή έθεσε το κρίσιμο ερώτημα: το «Όχι» του λαού συνιστά εντολή ρήξης ή διαπραγμάτευσης; Όταν ο Τσίπρας απάντησε το δεύτερο, η ουσία της σύσκεψης είχε εξαντληθεί. Οι αρχηγοί θα μπορούσαν να επιτεθούν στον πρωθυπουργό και να ζητήσουν εξηγήσεις για την πολιτική εργαλειοποίηση του δημοψηφίσματος. Δεν το έκαναν. Ο Παυλόπουλος διασφάλισε ψυχραιμία, ενώ ακόμα και σε αναφορά για τον αποκλεισμένο Μιχαλολιάκο, έγινε έμμεση θετική αξιολόγηση της στάσης του, επειδή δεν επιτέθηκε δημόσια κατά των συμμετεχόντων ή του θεσμού.
Η αντίληψη πως η Αριστερά διαλύθηκε στις κάλπες του 2023 από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι εν μέρει ακριβής. Η πραγματική της διάλυση όμως είχε συντελεστεί χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 2015, μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο, όταν ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε τον δρόμο της εξουσίας αντί της σύγκρουσης. Ο Μητσοτάκης το 2023 απλώς κατέστρεψε την εκδοχή μιας ήδη συστημικής Αριστεράς. Το πολιτικό οξύμωρο είναι πως τώρα, απομονωμένος από το αντισυστημικό δεξιό ρεύμα που κυριαρχεί στον χώρο των αντιπάλων του, φλερτάρει με την ιδέα της αναβίωσης του Τσίπρα. Τον αναζητά ως ελεγχόμενο αντίπαλο μέσα σε ένα σύστημα που για να λειτουργήσει, χρειάζεται εναλλακτική.
Σήμερα, τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Μητσοτάκης μοιάζουν να πασχίζουν να απαντήσουν σε ερωτήματα που έχουν τεθεί, απαντηθεί και λήξει για την πλειονότητα της κοινωνίας. Οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στις αναλύσεις των πολιτικών τους επιτελείων, αλλά στον σιωπηλό, πυρηνικό συμβολισμό του 62% του δημοψηφίσματος. Εκείνο το «Όχι» ειπώθηκε μέσα σε καταιγίδα προπαγάνδας, όχι ως κάλεσμα ρήξης αλλά ως απαίτηση αξιοπρέπειας. Ο λαός δεν εννοούσε, στην πλειοψηφία του, την έξοδο από το ευρώ. Αν την εννοούσε, θα είχε κατακλύσει τους δρόμους την επόμενη ημέρα. Ήθελε όμως ένα «Ναι» που να σέβεται την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία του. Δεν το πήρε ποτέ. Και η συνέχεια με την διακυβέρνηση Μητσοτάκη, ήρθε απλώς να βάλει ταφόπλακα στα όνειρά του.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Τροχαίο με τραυματίες και εγκατάλειψη στην ανατολική Θεσσαλονίκη
Γιορτινό ταμείο με μέτρο: Πάνω από 200 ευρώ ανά καταναλωτή τα Χριστούγεννα
Ο Αλαντίν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2026