Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

9 Δεκεμβρίου 2025

«Πράσινη» Ευρώπη με μαύρα συμφέροντα και τα λόμπι που κυβερνούν πραγματικά

Ο Γιώργος Λυμπεράκης ανήκει σε εκείνη τη σπάνια κατηγορία ανθρώπων που, ακόμη κι αν δεν ασχολείσαι ιδιαίτερα με τα αυτοκίνητα, καταλήγεις να τον ακούς προσεκτικά. Όχι επειδή γύρω του περιστρέφεται ένας κόσμος από θρυλικές μάρκες — Maserati, Lamborghini, Lotus και παλαιότερα Bugatti — αλλά επειδή έχει αυτό το σπάνιο χάρισμα της καθαρής, ανεπιτήδευτης σκέψης. Το είδος της σκέψης που δεν τη συναντάς εύκολα, ειδικά σε επαγγελματίες ενός χώρου που συχνά επιβάλλει υπεράσπιση του status και προσεκτική δημόσια εικόνα. Με τον Λυμπεράκη, όμως, δεν υπάρχουν αυτά. Στην έκθεσή του δεν βρίσκεις μόνο αυτοκίνητα που κάνουν τον παλμό σου να ανεβαίνει, αλλά και έναν χώρο όπου οι άνθρωποι συζητούν για πράγματα που κανονικά δεν συζητούνται δημόσια. Λέει την αλήθεια με τρόπο που δεν αναζητά σύγκρουση, αλλά δεν την αποφεύγει αν χρειαστεί. Είναι ένας άνθρωπος που, με έναν παράξενο τρόπο, μιλά σαν να μην του οφείλει κανείς τίποτα και σαν να μην οφείλει κι εκείνος τίποτα σε κανέναν.

Αυτό το χαρακτηριστικό, το να μην υπηρετεί καμία «γραμμή» και κανέναν μηχανισμό, είναι που τον κάνει συμπαθή σε ένα κοινό που έχει κουραστεί από ψεύτικες βεβαιότητες, από μισές αλήθειες και από ανθρώπους που μιλούν με τρόπο μηχανικό, προσεγμένο, αποστειρωμένο. Ο ίδιος έχει παρομοιάσει την ελληνική πολιτική σκηνή και τα μέσα ενημέρωσης με ένα παιχνίδι ρόλων όπου, μόλις δηλώσεις ότι ανήκεις σε μια παράταξη, αποκτάς την υποχρέωση να στηρίζεις την κάθε θέση της σαν δόγμα, ανεξάρτητα από το αν έχει λογική ή όχι. Και γι’ αυτό έχει επιλέξει να μην ανήκει σε καμία. Έτσι μπορεί να λέει πράγματα που άλλοι ψιθυρίζουν κρυφά στα διαλείμματα, αλλά κανείς δεν τολμά να διατυπώσει δημόσια.

Μιλώντας για την ελληνική πολιτεία και τη σχέση της με το αυτοκίνητο, δεν προσπαθεί να ωραιοποιήσει τίποτα. Θεωρεί πως στην Ελλάδα υπάρχει μια παράξενη, σχεδόν υποχθόνια προκατάληψη απέναντι στο αυτοκίνητο, σαν να πρόκειται για κάποιο είδος «πολυτελούς αμαρτίας» που πρέπει να βιώνεται με ενοχή και να τιμωρείται φορολογικά. Κάποτε, λέει, η πραγματικότητα αυτή είχε μια ιδεολογική αφετηρία: η ιδέα ότι το αυτοκίνητο είναι «σύμβολο ταξικής υπεροχής». Όμως με τα χρόνια αυτό μετατράπηκε σε ένα καθαρό εργαλείο εισπρακτικής πολιτικής. Το κράτος ανακάλυψε πως ο Έλληνας αγαπά το αυτοκίνητο, και από εκείνη τη στιγμή και μετά το μετέτρεψε σε αγελάδα κατάλληλη για άρμεγμα. Αντί να το διευκολύνει, το επιβαρύνει χωρίς καμία λογική συνοχή.

Το ειδικό τέλος ταξινόμησης αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ανορθογραφίας. Ο Λυμπεράκης το περιγράφει σχεδόν ως ιδεολογικό κατάλοιπο μιας εποχής όπου το κράτος αντιμετώπιζε κάθε ένδειξη άνεσης ως ύποπτη. Παρά το γεγονός ότι η οικονομία έχει αλλάξει, η νομοθεσία παραμένει κολλημένη σε μια λογική τιμωρητικής φορολόγησης. Όταν εξηγεί πως ένας αγοραστής μπορεί να πληρώσει συνολικά 88% φόρο πάνω στην καθαρή αξία του αυτοκινήτου — 64% τέλος ταξινόμησης συν 24% ΦΠΑ — δεν το λέει με οργή, αλλά με έναν τόνο που συνδυάζει απορία και ειρωνεία. «Είναι σαν να παίζουμε μια κωμωδία», λέει· «όλοι ξέρουν ότι το σύστημα δεν λειτουργεί, αλλά συνεχίζουμε να το συντηρούμε σαν να είναι αυτονόητο».

Υπενθυμίζει την εποχή της μείωσης του τέλους ταξινόμησης επί υπουργίας Παπαθανασίου. Μια πολιτική που οι γραφειοκράτες φοβήθηκαν τότε, αλλά που τελικά απέδωσε διπλάσια έσοδα, γιατί πολλαπλασιάστηκαν οι πωλήσεις. Χαμογελά ειρωνικά όταν θυμάται πως κάθε φορά που το κράτος φοβάται μην πέσουν τα έσοδα, τελικά τα ίδια τα νούμερα το διαψεύδουν. Αλλά αυτά τα μαθήματα μνήμης, λέει, στην Ελλάδα δεν διαρκούν πολύ. Οι πολιτικοί προτιμούν τις βεβαιότητες της υπερφορολόγησης από το ρίσκο της λογικής.

Σχολιάζοντας τον τρόπο που αυτή η πολιτική επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων, φέρνει στο προσκήνιο μια βαθιά αλήθεια: οι Έλληνες αγαπούν το αυτοκίνητο, ίσως περισσότερο από τους περισσότερους Ευρωπαίους. Το βλέπεις στη λαχτάρα του μέσου οδηγού να αποκτήσει ένα δυνατό, όμορφο αυτοκίνητο, ακόμη κι αν ξέρει ότι το σύστημα θα τον τιμωρήσει γι’ αυτό. Αυτό το πάθος, όμως, το κράτος το έχει μετατρέψει σε βάρος. Αν, λέει, οι άνθρωποι μπορούσαν να εκφράσουν αυτή την αγάπη ανοιχτά και χωρίς φόβο, θα γίνονταν με τον καιρό πιο υπεύθυνοι οδηγοί. Όταν όμως ένα σύστημα είναι άδικο, αναγκάζει τους πολίτες να το πολεμούν: καταφεύγουν σε λύσεις όπως ξένες πινακίδες, υπερβολές και παρακάμψεις. «Αν το σύστημα ήταν δίκαιο», λέει, «η παραβατικότητα θα μειωνόταν σχεδόν αυτόματα».

Κι εκεί κάνει τη μεγάλη σύγκριση: την Κύπρο. Μια χώρα που αντιμετώπισε το αυτοκίνητο όχι ως εχθρό, αλλά ως μέρος μιας έξυπνης στρατηγικής οικονομικής ανάπτυξης. Κατά την περίοδο Αναστασιάδη, η κυπριακή κυβέρνηση επέλεξε συνειδητά να προσελκύσει εύπορους ξένους κατοίκους και επιχειρηματίες. Δεν τους τιμώρησε επειδή ήθελαν να φέρουν ακριβά αυτοκίνητα· αντίθετα, τους διευκόλυνε. Το αποτέλεσμα ήταν μια άνθηση της αγοράς, η αύξηση των επενδύσεων, η άνοδος της αγοραστικής δύναμης των Κυπρίων. Το κυπριακό παράδειγμα αποδεικνύει πως, όταν η πολιτική βλέπει πιο μακριά από το σήμερα, το όφελος διαχέεται σε όλους.

«Πράσινη» Ευρώπη με μαύρα συμφέροντα και τα λόμπι που κυβερνούν πραγματικά v1258729443
Γιώργος Λυμπεράκης

Αλλά για τον Λυμπεράκη, η διαφορά δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και βαθιά πολιτισμική. Στην Κύπρο, λέει, η επιτυχία δεν θεωρείται ύποπτη. Ο πλούτος δεν αντιμετωπίζεται ως προμετωπίδα αλαζονείας ή κακεντρέχειας, αλλά ως κάτι φυσικό, σχεδόν ευπρόσδεκτο. Οι άνθρωποι χαίρονται με την πρόοδο των άλλων, δεν αισθάνονται την ανάγκη να την ψαλιδίσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Κυπριακοί δρόμοι φιλοξενούν συχνά όμορφα αυτοκίνητα — και ότι κανείς δεν νιώθει την ανάγκη να τα καταστρέψει ή να τα ζηλέψει. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η επιτυχία συχνά θεωρείται πρόκληση.

Στο άλλο άκρο, ο Σπύρος Πανόπουλος αποτελεί για τον Λυμπεράκη ένα φωτεινό παράδειγμα πίστης στο όνειρο. Ο άνθρωπος που θέλει να φτιάξει το πρώτο ελληνικό hypercar αντιμετωπίζεται όχι ως εκκεντρικός, αλλά ως κάποιος που έχει το θάρρος να δει πιο μακριά από τον μέσο όρο. Ο Λυμπεράκης τον σέβεται βαθιά, ίσως επειδή βλέπει σε εκείνον κάτι που κουβαλούσε κι ο ίδιος μικρός. Για κάποιον που έχει ζήσει την απώλεια ενός αυτοκινήτου σαν τραύμα παιδικής ηλικίας, η ιδέα ότι κάποιος άλλος παλεύει να γεννήσει ένα ελληνικό supercar μοιάζει με προσωπική κάθαρση. «Όποιος ονειρεύεται αξίζει σεβασμό» λέει. Και αυτό το λέει με την απλή σοφία κάποιου που ξέρει ότι τα όνειρα συχνά έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τη λογική.

Η επιστροφή της Ferrari στην Ελλάδα λειτουργεί για τον ίδιο σαν σημάδι εποχής. Για χρόνια, η Lamborghini ήταν σχεδόν μόνη στην εγχώρια αγορά πολυτελών αυτοκινήτων — ένας μοναχικός κούκος. Με την είσοδο της Ferrari, όμως, δημιουργείται μια νέα ισορροπία. Η ελληνική αγορά δείχνει ότι έχει αρχίσει να ξαναβρίσκει τη δυναμική της, ότι το ενδιαφέρον για τα supercars επιστρέφει, ότι η κρίση δεν έχει πια τον ίδιο παραλυτικό αντίκτυπο. Ο Λυμπεράκης το βλέπει αυτό όχι μόνο ως επαγγελματικό γεγονός, αλλά ως κοινωνικό φαινόμενο: όταν οι άνθρωποι αρχίζουν ξανά να ονειρεύονται, η αγορά πάντα το αντιλαμβάνεται πρώτη.

Δεν θα μπορούσε να μην σχολιάσει τις σύγχρονες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η «πράσινη ανάπτυξη», όπως λέγεται, τον βρίσκει έντονα επιφυλακτικό. Δεν αρνείται ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι αναγκαία· αρνείται όμως τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ έχει επιλέξει να προσεγγίσει το ζήτημα. Θεωρεί πως η διαδικασία έχει μετατραπεί σε ένα θέατρο, σε μια ιδεολογική τελετουργία που περισσότερο εξυπηρετεί λόμπι παρά τις απαιτήσεις της πραγματικής ζωής. Με την έκφραση «πράσινα άλογα» περιγράφει με ακρίβεια το χάσμα ανάμεσα στις διακηρύξεις και στην πραγματικότητα. Οι Βρυξέλλες δεν κυβερνώνται από εκλεγμένους· κυβερνώνται από ανθρώπους που τοποθετήθηκαν εκεί από μηχανισμούς. Και οι μηχανισμοί αυτοί έχουν συμφέροντα.

Όταν μιλά για τη σύγκρουση των λόμπι, το κάνει με έναν τρόπο σχεδόν χειρουργικό: το λόμπι των όπλων, των φαρμακευτικών, των τραπεζών, των μέσων ενημέρωσης. Όλες αυτές οι ομάδες ευημερούν μέσα στην κρίση. Αντίθετα, το λόμπι της ενέργειας ευημερεί όταν ζει ο άνθρωπος, όταν κινείται, όταν παράγει. Αυτή η εσωτερική σύγκρουση — λέει — εξηγεί γιατί η Ευρώπη μοιάζει τόσο συχνά χαμένη σε αντιφατικές επιλογές.

Ένα από τα πιο νοσταλγικά κομμάτια του λόγου του είναι η αναφορά του στα κλασικά αυτοκίνητα. Μιλά για τις δεκαετίες ’70, ’80, ’90 σαν να μιλά για χαμένα πρόσωπα. Τότε που κάθε αυτοκίνητο είχε χαρακτηριστικό βλέμμα, σχήμα, προσωπικότητα. Η σύγχρονη αγορά, λέει, έχει ισοπεδωθεί από την τυποποίηση. Οι εταιρείες κυβερνώνται πια από λογιστές κι όχι από ανθρώπους που αγαπούν το αυτοκίνητο. Κάποτε, μια Alfa Romeo ξεχώριζε από μακριά. Σήμερα, όλα μοιάζουν σαν να σχεδιάστηκαν από την ίδια επιτροπή.

Στο κεφάλαιο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, ο Λυμπεράκης είναι ανελέητος. Μιλά για την ιστορική αλαζονεία των Γερμανών, για τη VW που κλείνει εργοστάσια, για την Porsche που έχει άδειες αποθήκες από το αδιάθετο στοκ των ηλεκτρικών μοντέλων. Δεν μισεί την ηλεκτροκίνηση· μισεί την εμμονή. Την επιβολή πολιτικών που δεν προκύπτουν από ανάγκη της αγοράς, αλλά από ιδεολογικό φανατισμό και λανθασμένες προβλέψεις.

Και στο τέλος, φτάνει στο πιο δύσκολο κομμάτι. Το μεταναστευτικό. Περιγράφει την εικόνα μιας Ευρώπης που δέχεται ουσιαστικά μόνο άντρες 18 έως 35 ετών. Δεν ταιριάζει αυτό με τον ορισμό του πρόσφυγα πολέμου. Και αυτή η πραγματικότητα τον οδηγεί στην ιδέα της «πέμπτης φάλαγγας» — ενός πληθυσμού εγκατεστημένου στο εσωτερικό που χρησιμοποιείται ως φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά μπορεί να στραφεί εναντίον μιας χώρας εάν του ζητηθεί. Το παράδειγμα της Γερμανίας είναι χαρακτηριστικό. Οι δηλώσεις Ερντογάν για τον ρόλο των Τούρκων εργατών αποκαλύπτουν μια εξάρτηση που δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά και πολιτική. Στις ταραχές της Γαλλίας και της Γερμανίας βλέπει σημάδια που δεν πρέπει να αγνοηθούν.

Συνολικά, ο Λυμπεράκης είναι μια φωνή καθαρή σε μια εποχή που οι φωνές ακούγονται όλο και πιο παραμορφωμένες από φίλτρα, ατζέντες και φόβο. Δεν επιδιώκει να γίνει υπερασπιστής της αλήθειας· απλώς αρνείται να γίνει κρατούμενος της αόρατης, πανοπτικής, ψηφιακής φυλακής που θέλει τους ανθρώπους πειθαρχημένους και σιωπηλούς. Και ίσως γι’ αυτό ο λόγος του, ακόμη κι όταν σοκάρει, ακόμη κι όταν διχάζει, έχει έναν αέρα ελευθερίας που δεν συναντάς εύκολα σήμερα. Είναι ένας άνθρωπος που μιλά επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς — κι αυτό, όσο κι αν ακούγεται απλό, είναι ίσως το πιο πολύτιμο χαρακτηριστικό που μπορεί να έχει κανείς στη δημόσια σφαίρα.

Ετικέτες: