Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

28 Νοεμβρίου 2025

«Ρε, ξέρετε ποιος είμαι εγώ;»

Ναι, κυρίες και κύριοι. Και ξέρουμε, και έχουμε καταλάβει. Δεν πρόκειται για κάποια παρεξήγηση, ούτε για στιγμιαία ατυχία του δημόσιου λόγου. Είναι ξεκάθαρο πια ότι το πολιτικό και οικονομικό οικοσύστημα που μας περιβάλλει τροφοδοτείται και αναπαράγεται από μια κατηγορία ανθρώπων που διακατέχονται από μια βαθιά, σχεδόν αρρωστημένη ανασφάλεια· ανθρωπάκια πολυ-συμπλεγματικά, κενά περιεχομένου, που μεγεθύνουν τη δική τους υπαρξιακή τρύπα ρουφώντας ό,τι απέμεινε από την τσέπη, την αξιοπρέπεια και τη δύναμη εκατομμυρίων πολιτών.

Κι όμως, αυτοί οι τύποι πορεύονται με το μότο ενός άναρχου, αποπροσανατολισμένου καπιταλισμού: «Πλούτισε και κατάντησε τους όλους φτωχούς». Αυτή είναι η ηθική τους πυξίδα, αυτή είναι η υπαρξιακή τους ανάσα. Δεν διαφέρουν σε τίποτα από οικονομικά βαμπίρ, που τρέφονται με το φορολογήσιμο αίμα των μισθωτών, με τις συντάξεις όσων δούλεψαν μια ζωή, με τον ιδρώτα ανθρώπων που παλεύουν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ευρώ να τα βγάλουν πέρα.

Όσο για τα σύμβολά τους; Είναι απλά και κυνικά. Γυαλιστερές Ferrari που στριμώχνονται στα στενά της πόλης και ξεχύνονται στους κάμπους και στα βουνά, προερχόμενες από πλήρως «νόμιμες» – αλλά ηθικά βρωμερές – ληστείες. Λεφτά βγαλμένα όχι από δημιουργία αλλά από απομύζηση. Γιατί, ας μη γελιόμαστε: η μόνη πραγματική παραγωγική διαδικασία που γνωρίζουν αυτοί οι κύριοι και κυρίες είναι το πώς θα βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη όσων δεν έχουν καμία άμυνα.

Και ποιος θα τους αγγίξει; Ποιος θα τους ελέγξει; Κανείς. Γιατί δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα αγαπημένα τέκνα ενός αδηφάγου πολιτικού συστήματος, μιας μηχανής που τους προστατεύει σαν να ήταν τα τελευταία πολύτιμα αποθέματα οξυγόνου της. Κρατικοδίαιτοι, διαπλεκόμενοι, «αθάνατοι». Όλοι με την ίδια ατάκα στο στόμα: «Ρε, ξέρετε ποιος είμαι εγώ;»

Ξέρουμε. Πώς δεν ξέρουμε! Υιοί και κόρες δωσίλογων, απόγονοι κοτζαμπάσηδων, επίγονοι αρχικλεφτών, συνεχιστές της πιο ντροπιαστικής παράδοσης αυτού του τόπου. Επιχειρηματίες του κώλου και δημόσιοι λειτουργοί «μιλημένοι», που θεωρούν καριέρα το να γλείφουν προς τα πάνω και να πατούν προς τα κάτω. Θεματοφύλακες της ηθικής, της δικαιοσύνης ή της εθνικής ασφάλειας—αρκεί ο τίτλος, όχι το περιεχόμενο.

Και θα ξαναρωτήσουν: «Ρε, ξέρετε ποιος είμαι εγώ;»

Απολύτως. Ο κλέφτης των ονείρων μας. Ο μόνιμος βιαστής της ζωής μας. Αυτός που στερεί την τυρόπιτα από το παιδί στο σχολείο, ενώ οι ίδιοι δίνουν χίλια ευρώ σε παπούτσια, όχι επειδή τα χρειάζονται αλλά επειδή μπορούν. Αυτός που κουνάει το δάχτυλο στις οικογένειες που βλέπουν το ρολόι της ΔΕΗ και τους πιάνει κρύος ιδρώτας, την ίδια στιγμή που εκείνος γεμίζει την πισίνα του με νερό, ηλεκτρισμό και αλαζονεία.

Αλλά και όταν, ως απόλυτος άρχοντας της αλαζονείας, παραβιάσει όλους τους κανόνες, θα φωνάξει: «Στο φινάλε, τι θέλετε; Να απολογηθώ; Άντε από κει!». Γιατί έτσι είναι ο κόσμος τους: ένας παράλληλος πλανήτης όπου όλα τους ανήκουν, όλα τους συγχωρούνται, όλα τους επιτρέπονται.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, σου λέει κι από πάνω να «χαλαρώσεις». Να πας μέχρι τη γωνία να δεις αν έρχεται. Να τολμήσεις να πιστέψεις ότι σ’ αυτό το κράτος μπορεί να υπάρξει ισονομία. Να δεχτείς ότι το σκάφος των εκατομμυρίων αγοράστηκε «νόμιμα», ενώ εσύ στο παντοπωλείο ψάχνεις να αφαιρέσεις μια σοκολάτα για να μην ξεπεράσεις τα 50 ευρώ.

Και το χειρότερο; Μας ζητούν να το δούμε όλο αυτό ως φυσικό. Ως αναπόφευκτο. Ως μέρος της «κανονικότητας». Μας ζητούν να αποδεχτούμε ότι αυτό το χάσμα είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Ότι αυτοί που έχουν και δεν λογοδοτούν είναι κανονικότητα, ενώ εμείς που ζούμε με το άγχος της τελευταίας εβδομάδας του μήνα είμαστε «υπερβολικοί».

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι όλοι αυτοί οι δήθεν ισχυροί, οι φουσκωμένοι από τίτλους και αλαζονεία, είναι βαθιά αδύναμοι άνθρωποι. Ζουν σε μια συνεχή φυλακή των ίδιων τους των δαιμόνων. Έχουν χρήμα, όχι υπόσταση. Εξουσία, όχι σεβασμό. Προνόμια, όχι αξιοπρέπεια.

Αλλά μέχρι να το καταλάβουν, μέχρι να αδειάσει η άδεια καρδιά τους, αυτοί θα συνεχίσουν να ρωτάνε με το γνωστό ύφος:
«Ρε, ξέρετε ποιος είμαι εγώ;»

Κι εμείς θα συνεχίσουμε να απαντάμε:
Ξέρουμε. Και κάποτε, θα τελειώσει.

Του Κώστα Πρώιμου

Ετικέτες: