Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

15 Νοεμβρίου 2025

Τεχνητή νοημοσύνη και προγνωστικοί αλγόριθμοι στη μάχη κατά της φοροκλοπής

Η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα από τα πιο επίμονα, βαθιά ριζωμένα προβλήματα στην οικονομική και κοινωνική της πραγματικότητα: τη συστηματική φοροδιαφυγή μεγάλων κλιμάκων. Μολονότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει άλματα στον ψηφιακό μετασχηματισμό της φορολογικής διοίκησης, ο μηχανισμός εξακολουθεί να χάνει περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως από το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ».

Πίσω από αυτόν τον αριθμό κρύβονται όχι μόνο τεχνικές παρατυπίες, αλλά και ένα βαθύτερο κοινωνικό ζήτημα: η αίσθηση ατιμωρησίας που επί δεκαετίες διαμορφώνει μια κουλτούρα ανοχής προς τη φοροκλοπή, με αποτέλεσμα οι ειλικρινείς φορολογούμενοι να σηκώνουν δυσανάλογο βάρος.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η νέα απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή φέρνει μια δομική αλλαγή: τη σύσταση μόνιμης πενταμελούς επιτροπής που θα αξιολογεί όλες τις καταγγελίες πολιτών για φοροδιαφυγή.

Για πρώτη φορά, οι πληροφορίες που φτάνουν καθημερινά στις υπηρεσίες —συχνά δεκάδες μέσα σε μία ημέρα— δεν θα χάνονται σε συρτάρια ή ηλεκτρονικές «ουρές» χωρίς προτεραιοποίηση. Θα βαθμολογούνται, θα κατηγοριοποιούνται και, όπου απαιτείται, θα κινητοποιούν αμέσως τον ελεγκτικό μηχανισμό.

Η επιτροπή, που έχει έδρα στην Αθήνα και θα λειτουργεί για δύο έτη με συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα, αναλαμβάνει έναν ρόλο που ξεπερνά τον τυπικό διοικητικό έλεγχο. Η διαδικασία ξεκινά με τη συγκέντρωση όλων των καταγγελιών που υποβάλλουν πολίτες, επαγγελματίες ή ακόμη και ανώνυμες πηγές.

Πριν καν φτάσουν στην επιτροπή, οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών ελέγχουν αν η υπόθεση εμπίπτει στη φορολογική αρμοδιότητα – αφαιρώντας τελωνειακά, εργατικά ή άλλης φύσης ζητήματα που πρέπει να διαβιβαστούν αλλού. Ό,τι τελικά παραμένει, μπαίνει στο μικροσκόπιο των μελών της επιτροπής.

Εκεί, κάθε υπόθεση αποκτά τον δικό της «βαθμό επικινδυνότητας», με κλίμακα από το 0 έως το 4. Η βαθμολογία αυτή καθορίζει και τη μοίρα της. Υποθέσεις μηδενικού ενδιαφέροντος αρχειοθετούνται άμεσα, ενώ οι πληροφορίες βαθμού 4 κινητοποιούν αμέσως ελεγκτές, πολλές φορές εντός της ίδιας ημέρας.

Στην πράξη, το σύστημα λειτουργεί σαν ένα φίλτρο που ξεχωρίζει τις σοβαρές ενδείξεις παράνομου πλουτισμού και «ξεπλύματος» χρήματος από αόριστες ή αβάσιμες πληροφορίες. Σε περιπτώσεις διαφωνίας, ο πρόεδρος της επιτροπής έχει τον τελευταίο λόγο.

Το ερώτημα, ωστόσο, είναι τι κοινωνικές διαστάσεις έχει αυτή η νέα μεθοδολογία. Γιατί και πώς οι πολίτες καταγγέλλουν; Πρόκειται για πράξεις κοινωνικής ευθύνης ή αποτέλεσμα αγανάκτησης; Οι ειδικοί τονίζουν ότι η πραγματική συμμετοχή των πολιτών προϋποθέτει εμπιστοσύνη στο κράτος — μια εμπιστοσύνη που συχνά έχει κλονιστεί.

Αρκετοί καταγγέλλουν γιατί αισθάνονται ότι «οι λίγοι πλουτίζουν εις βάρος των πολλών», ενώ άλλοι το κάνουν για να προστατεύσουν το δικό τους επάγγελμα από αθέμιτο ανταγωνισμό.

Την ίδια στιγμή, οι απάτες ΦΠΑ στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές εξακολουθούν να αποτελούν πεδίο δράσης οργανωμένων κυκλωμάτων. Οι «τριγωνικές συναλλαγές» —μετακινήσεις εμπορευμάτων μεταξύ κρατών της Ε.Ε. με σκοπό τη μη απόδοση φόρου— είναι η πιο συνηθισμένη μορφή. Η πρόσφατη αποκάλυψη της ΑΑΔΕ για κυκλώματα εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων έδειξε πώς μια βουλγάρικη εταιρεία-βιτρίνα συνεργαζόταν με ελληνικές επιχειρήσεις για να παρακάμπτουν τον ΦΠΑ μέσω ψευδών τιμολογίων.

Οι ελεγκτές χρειάστηκαν να συνδυάσουν δεδομένα από το ευρωπαϊκό σύστημα VIES, τελωνειακά αρχεία, μητρώα οχημάτων VIN και τραπεζικές ροές για να εντοπίσουν τα ίχνη της απάτης — ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς οι νέες τεχνολογίες μπορούν να ξεσκεπάσουν πολυεπίπεδες παρανομίες.

Παρά τις επιτυχίες αυτές, η Ελλάδα εξακολουθεί να χάνει περίπου το 12% των δυνητικών εσόδων της από ΦΠΑ. Αν ο στόχος της μείωσης του κενού στο 5% έως το 2029 επιτευχθεί, το Δημόσιο θα κερδίζει ετησίως περίπου 1 δισ. ευρώ — χρήματα που, όπως λέει χαρακτηριστικά στέλεχος της ΑΑΔΕ, «σήμερα πληρώνουμε όλοι χωρίς να το ξέρουμε».

Η φοροδιαφυγή δεν είναι απλώς μια τεχνική παράβαση· είναι ένας μηχανισμός που διευρύνει κοινωνικές ανισότητες, υπονομεύει το κοινωνικό κράτος και μεταφέρει βάρη στα νοικοκυριά και στις μικρές επιχειρήσεις.

Σε αυτό το περιβάλλον, η νέα επιτροπή καταγγελιών λειτουργεί ως κρίσιμη δομή «πρώτης γραμμής»: προσπαθεί να φέρει τους πολίτες πιο κοντά στον ελεγκτικό μηχανισμό και να μετατρέψει τη συλλογική αγανάκτηση σε θεσμική πράξη.

Το αν θα τα καταφέρει, θα κριθεί όχι μόνο από την αποτελεσματικότητά της αλλά και από το κατά πόσο θα αλλάξει την ευρύτερη νοοτροπία γύρω από τη φορολογική συμμόρφωση — μια νοοτροπία που για χρόνια επιβράβευε τη σιωπή και τιμωρούσε την ευθύτητα.

Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι απλώς η είσπραξη φόρων. Είναι η εμπέδωση της αίσθησης δικαιοσύνης σε μια κοινωνία που για δεκαετίες βλέπει τα «μεγάλα ψάρια» να ξεφεύγουν, ενώ οι συνεπείς πολίτες παλεύουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.

Με την επιτροπή να λειτουργεί πλέον θεσμικά και οργανωμένα, το κράτος επιχειρεί να αποδείξει ότι η εποχή της ανοχής σε μεγάλης κλίμακας φοροδιαφυγή μπορεί —και πρέπει— να τελειώσει.

Ετικέτες: