Θεσμική παρανομία με το δάνειο στην Ουκρανία και αγροτικό «έγκλημα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Παρανομία: Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας συνιστούν ένα πολιτικό γεγονός με μακροχρόνιες συνέπειες για την Ελλάδα, οι οποίες δεν μπορούν να απομονωθούν σε τεχνικές λεπτομέρειες ή σε γενικές αναφορές περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η στάση που υιοθέτησε και υπέγραψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνδέεται άμεσα με τη μεταφορά οικονομικών βαρών στον ελληνικό προϋπολογισμό, με την υποβάθμιση της κοινοβουλευτικής λειτουργίας και με την επιτάχυνση της αποδιάρθρωσης της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Πρόκειται για ένα ενιαίο πλέγμα επιλογών, οι οποίες συγκροτούν μια σοβαρή θεσμική και κοινωνική εκτροπή.
Το δάνειο ύψους 90 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία, για την περίοδο 2026–2027, χρηματοδοτείται μέσω κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές, με εγγύηση τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη, ανάλογα με τη συμμετοχή τους, αναλαμβάνουν υποχρεώσεις τόσο ως προς τις εγγυήσεις όσο και ως προς την κάλυψη των τόκων του δανείου. Η αποπληρωμή του κεφαλαίου μετατίθεται σε αόριστο χρόνο, καθώς συνδέεται με μελλοντικές αποζημιώσεις που θα λάβει η Ουκρανία από τη Ρωσία, εφόσον υπάρξει συμβιβασαμός, ενώ μέχρι τότε το κόστος εξυπηρέτησης επιβαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Η Ελλάδα, με την υπογραφή του πρωθυπουργού λοιπόν, αποδέχεται τη συμμετοχή της σε αυτό το σχήμα χωρίς καμία ουσιαστική διαπραγμάτευση για εθνικές εξαιρέσεις ή αντισταθμιστικά οφέλη. Το αποτέλεσμα είναι διπλά αρνητικό. Αφενός, η χώρα αναλαμβάνει κρατικές εγγυήσεις που υπερβαίνουν το 1,2 δισ. ευρώ. Αφετέρου, αποδέχεται τη μείωση των μελλοντικών κοινοτικών πόρων που της αναλογούν στο πλαίσιο του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2028–2034, κατά τουλάχιστον 490 εκατ. ευρώ, προκειμένου να καλυφθεί το κόστος των τόκων του ουκρανικού δανείου.
Η παρανομία Μητσοτάκη
Η παρανομία εντοπίζεται σε συγκεκριμένο θεσμικό και νομικό επίπεδο και δεν αφορά πολιτική αξιολόγηση ή ερμηνεία προθέσεων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύει την Ελλάδα σε κρατικές εγγυήσεις που υπερβαίνουν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο χωρίς την απαιτούμενη κοινοβουλευτική εξουσιοδότηση.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 104 του νόμου 4549/2018 ορίζει ρητά ότι το Δημόσιο μπορεί να παρέχει κρατικές εγγυήσεις έως ποσοστό 1,5% των ετήσιων πρωτογενών δαπανών. Για το τρέχον οικονομικό έτος το όριο αυτό αντιστοιχεί περίπου σε 900 εκατ. ευρώ. Η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό σχήμα χρηματοδότησης της Ουκρανίας συνεπάγεται εγγυήσεις που υπερβαίνουν το 1,2 δισ. ευρώ, δηλαδή ξεπερνούν το νόμιμο ανώτατο όριο.
Η υπέρβαση αυτού του ορίου δεν μπορεί να γίνει με υπογραφή του πρωθυπουργού ή με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Απαιτεί προηγούμενη ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση από τη Βουλή, καθώς οι κρατικές εγγυήσεις συνιστούν δημοσιονομική δέσμευση μελλοντικών πόρων και επηρεάζουν άμεσα τον κρατικό προϋπολογισμό.
Στην προκειμένη περίπτωση, η δέσμευση αναλήφθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί ενημέρωση, συζήτηση ή ψήφιση σχετικής διάταξης από το Κοινοβούλιο. Η Βουλή λειτουργούσε κανονικά και συζητούσε τον προϋπολογισμό, γεγονός που καθιστά τη θεσμική παράκαμψη σαφή.
Η μεταγενέστερη πρόθεση τροποποίησης του νόμου για να καλυφθεί η ήδη αναληφθείσα υποχρέωση δεν αίρει την παρανομία. Η νομιμότητα, κατά το Σύνταγμα και τη δημοσιονομική τάξη, πρέπει να προηγείται της πράξης και όχι να κατασκευάζεται εκ των υστέρων για την επικύρωση τετελεσμένων.
Συνεπώς, η παρανομία αφορά την ανάληψη κρατικών εγγυήσεων πέραν των ορίων που θέτει το ισχύον δίκαιο, χωρίς προηγούμενη κοινοβουλευτική έγκριση, κατά παράβαση της δημοσιονομικής νομιμότητας και της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρμοδιότητας της Βουλής επί των δημοσίων δαπανών.
Συνέπειες
Οι οικονομικές συνέπειες αυτών των επιλογών δεν περιορίζονται σε λογιστικές εγγραφές. Η απώλεια κοινοτικών πόρων στο επόμενο ΕΣΠΑ μεταφράζεται σε λιγότερα κονδύλια για υποδομές, κοινωνικές πολιτικές, περιφερειακή ανάπτυξη και στήριξη της παραγωγής. Σε μια χώρα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές κοινωνικές ανισότητες και περιορισμένη αναπτυξιακή δυναμική, η αφαίρεση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ έχει άμεσο και απτό αντίκτυπο στην καθημερινότητα των πολιτών.
Ιδιαίτερα ο αγροτικός τομέας βρίσκεται στο επίκεντρο της ζημίας. Στο ίδιο πακέτο αποφάσεων που δεσμεύει την Ελλάδα οικονομικά, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για την περαιτέρω άρση ή μείωση δασμών στα ουκρανικά αγροτοδιατροφικά προϊόντα. Σιτηρά, καλαμπόκι, πουλερικά, αυγά, ζάχαρη, μέλι, κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα αποκτούν ευκολότερη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, με τη ρητή πολιτική συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης.
Η ουκρανική παραγωγή λειτουργεί σε διαφορετικό κανονιστικό πλαίσιο. Δεν δεσμεύεται από τα ίδια αυστηρά πρότυπα φυτοφαρμάκων, κτηνιατρικών φαρμάκων, περιβαλλοντικών περιορισμών και κανόνων ευζωίας των ζώων που ισχύουν για τους Έλληνες παραγωγούς. Το χαμηλότερο κόστος παραγωγής μετατρέπεται σε αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο συμπιέζει τις τιμές παραγωγού στην ελληνική αγορά κάτω από το κόστος.
Οι συνέπειες είναι ήδη ορατές. Μικρομεσαίοι αγρότες οδηγούνται σε οικονομική ασφυξία, εγκαταλείπουν καλλιέργειες και περιορίζουν την παραγωγή τους. Η κτηνοτροφία συρρικνώνεται, καθώς το αυξημένο κόστος ζωοτροφών και ενέργειας συνδυάζεται με την πίεση από φθηνές εισαγωγές. Η ελληνική ύπαιθρος αποδυναμώνεται δημογραφικά και οικονομικά, ενώ η χώρα χάνει σταδιακά την ικανότητα διατροφικής αυτάρκειας.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επικαλείται δημοσιονομικούς περιορισμούς για να αρνηθεί ουσιαστικά μέτρα στήριξης προς τον αγροτικό κόσμο. Οι επιστροφές φόρων, οι επιδοτήσεις και τα προγράμματα ενίσχυσης χαρακτηρίζονται ανεπαρκή ή αποσπασματικά. Η αντίφαση είναι εμφανής. Ενώ δηλώνεται αδυναμία εύρεσης πόρων για την εγχώρια παραγωγή, η χώρα αποδέχεται απώλεια κοινοτικών κονδυλίων και ανάληψη εγγυήσεων δισεκατομμυρίων ευρώ για τη χρηματοδότηση τρίτης χώρας.
Η επιλογή αυτή δεν επιβλήθηκε στην Ελλάδα ως αναπόφευκτη ευρωπαϊκή υποχρέωση. Υπήρχαν κράτη-μέλη που εξαιρέθηκαν από την παροχή εγγυήσεων, θέτοντας σαφείς εθνικές προτεραιότητες. Η ελληνική κυβέρνηση, αντί να αξιοποιήσει το θεσμικό πλαίσιο για να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα, αποδέχθηκε πλήρως το βάρος, χωρίς να θέσει όρους, χωρίς να απαιτήσει ρήτρες προστασίας για την αγροτική παραγωγή και χωρίς να διασφαλίσει αντισταθμιστικά οφέλη.

Η θεσμοθετημένη εισαγωγή ουκρανικών αγροτικών προϊόντων και η καταστροφή της ελληνικής γεωργίας
Στις ίδιες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τις οποίες αποδέχθηκε και υπέγραψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, περιλαμβάνεται ρητή δέσμευση για τη συνέχιση και εμβάθυνση της προνομιακής πρόσβασης ουκρανικών αγροτικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά. Η δέσμευση αυτή δεν είναι γενική πολιτική διακήρυξη, αλλά συγκεκριμένη εφαρμογή προηγούμενων αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μείωση ή κατάργηση δασμών και ποσοτικών περιορισμών σε βασικά αγροτοδιατροφικά προϊόντα ουκρανικής προέλευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, προϊόντα όπως σιτηρά, καλαμπόκι, πουλερικά, αυγά, ζάχαρη, μέλι, κρέας και γαλακτοκομικά αποκτούν διευρυμένη πρόσβαση στην ενιαία αγορά, με μειωμένους ή μηδενικούς δασμούς. Η εξέλιξη αυτή έχει άμεσο και μετρήσιμο αντίκτυπο στην ελληνική αγροτική παραγωγή, καθώς τα προϊόντα αυτά εισέρχονται στην αγορά σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από το κόστος παραγωγής των Ελλήνων αγροτών.
Η ουκρανική αγροτική παραγωγή λειτουργεί σε καθεστώς που δεν συμμορφώνεται πλήρως με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δεν δεσμεύεται από τα ίδια αυστηρά πρότυπα χρήσης φυτοφαρμάκων και κτηνιατρικών φαρμάκων, ούτε από τις ίδιες περιβαλλοντικές και υγειονομικές προδιαγραφές που επιβάλλονται στους παραγωγούς των κρατών-μελών. Παρά ταύτα, τα προϊόντα αυτά αποκτούν προνομιακή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά με πολιτική απόφαση, χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστική εξίσωση των όρων παραγωγής.
Η ελληνική κυβέρνηση, αντί να θέσει εθνικές κόκκινες γραμμές ή να απαιτήσει ρήτρες προστασίας για την εγχώρια παραγωγή, αποδέχθηκε πλήρως αυτή τη ρύθμιση. Δεν ζήτησε εξαίρεση για ευαίσθητα ελληνικά προϊόντα, δεν απαίτησε μεταβατικές περιόδους ουσιαστικής προστασίας και δεν συνέδεσε τη συναίνεσή της με αντισταθμιστικά μέτρα υπέρ των Ελλήνων αγροτών.
Το αποτέλεσμα είναι η συστηματική συμπίεση των τιμών παραγωγού στην ελληνική αγορά. Οι μικρομεσαίοι αγρότες αδυνατούν να ανταγωνιστούν προϊόντα που παράγονται με χαμηλότερο κόστος, σε καθεστώς χαλαρότερων κανόνων και εισάγονται χωρίς δασμούς. Η παραγωγή εγκαταλείπεται, η κτηνοτροφία συρρικνώνεται και ο πρωτογενής τομέας οδηγείται σε δομική απαξίωση.
Η ζημία δεν περιορίζεται μόνο στο εισόδημα των παραγωγών. Υπονομεύεται η διατροφική αυτάρκεια της χώρας, ενισχύεται η εξάρτηση από εισαγωγές και διαλύεται η αγροτική οικονομία της περιφέρειας. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επικαλείται έλλειψη δημοσιονομικού χώρου για ουσιαστική στήριξη της γεωργίας, ενώ έχει αποδεχθεί απώλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από μελλοντικά κοινοτικά κονδύλια λόγω της χρηματοδότησης της Ουκρανίας.
Η εισαγωγή ουκρανικών αγροτικών προϊόντων, όπως θεσμοθετήθηκε με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αποτελεί συνειδητή πολιτική επιλογή, στην οποία η ελληνική κυβέρνηση συναίνεσε πλήρως. Η επιλογή αυτή συνδέεται άμεσα με την οικονομική επιβάρυνση της Ελλάδας μέσω του ουκρανικού δανείου και ολοκληρώνει ένα ενιαίο πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο η χώρα πληρώνει δημοσιονομικά και κοινωνικά, ενώ η εγχώρια παραγωγή θυσιάζεται στον βωμό υπερεθνικών σχεδιασμών.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί
Όπλο και πυρομαχικά στο λιμάνι: Συναγερμός στην Ηγουμενίτσα