Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

8 Σεπτεμβρίου 2025

Το αργό ροκάνισμα της Κύπρου: Από την εισβολή του 1974 στις «μικροεισβολές» που συνεχίζονται μέχρι σήμερα

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 κατέγραψε το πιο σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Οι δύο φάσεις της προέλασης των τουρκικών δυνάμεων οδήγησαν στην κατοχή του 37% περίπου του νησιού και στον βίαιο εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.

Εκείνη την εποχή, η κατάπαυση του πυρός στις 16 Αυγούστου θεωρήθηκε το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων και η γραμμή που χαράχθηκε τότε έμελλε να γίνει το «πράσινο σύνορο» που χωρίζει μέχρι σήμερα τον βορρά από τον νότο. Ωστόσο, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη και πιο επώδυνη: η κατοχή δεν έμεινε παγωμένη, αλλά συνέχισε να επεκτείνεται μέσα από αργές και συστηματικές κινήσεις, τις λεγόμενες «μικροεισβολές», που σταδιακά ροκάνισαν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα στη νεκρή ζώνη και γύρω από αυτήν.

Η εικόνα που παρουσιάζεται σήμερα είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς αλυσιδωτών εξελίξεων. Η πρώτη αμφισβήτηση προκύπτει από τους χάρτες. Ο αρχικός χάρτης κατάπαυσης του πυρός, που κατατέθηκε στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ μετά τις 18:00 της 16ης Αυγούστου 1974, αποτύπωνε τις θέσεις όπως ήταν τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτός ενσωματώθηκε στην έκθεση του Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς και αποτέλεσε σημείο αναφοράς. Όμως πολύ σύντομα ακολούθησαν νέοι χάρτες, το 1975, στους οποίους οι θέσεις των τουρκικών δυνάμεων και της Εθνικής Φρουράς καταγράφηκαν με τρόπο αυθαίρετο.

Ο ΟΗΕ συμπεριέλαβε ως «κατεχόμενα» ή ως «νεκρή ζώνη» εδάφη που ουδέποτε είχαν παραδοθεί ή καταληφθεί, δημιουργώντας έτσι μια διαφορετική χαρτογραφική πραγματικότητα. Από τότε, οι χάρτες της Εθνικής Φρουράς και οι χάρτες του ΟΗΕ παραμένουν διαφορετικοί, με την κυπριακή κυβέρνηση να υιοθετεί τελικά τους δεύτερους, ακόμη και αν αυτό σήμαινε απώλεια κυριαρχίας.

Οι πρώτες μικροεισβολές καταγράφηκαν αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός. Τουρκικές δυνάμεις προωθήθηκαν σε τμήματα που τυπικά έπρεπε να παραμείνουν ελεύθερα, με τον ΟΗΕ να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα τη νέα πραγματικότητα. Η έκταση που προστέθηκε με αυτό τον τρόπο ανέρχεται στο 3,76% του νησιού, ποσοστό που ανεβάζει συνολικά το κατεχόμενο έδαφος σε σχεδόν 40%. Οι περιοχές αυτές επισημάνθηκαν με κόκκινο χρώμα σε ειδικούς χάρτες, οι οποίοι δείχνουν ξεκάθαρα πώς η κατοχή επεκτάθηκε ακόμη και μετά το επίσημο τέλος των επιχειρήσεων.

Ακολούθησαν οι επόμενες δεκαετίες, όπου η Τουρκία αξιοποίησε κάθε κενό για να μετακινεί σιωπηλά τα όριά της. Το 1988 και το 1989 η Εθνική Φρουρά κατέγραψε και διαμαρτυρήθηκε για μικρές αλλά υπαρκτές προωθήσεις στην πράσινη γραμμή.

Το 2000 σημειώθηκαν τρεις διαφορετικές παραβιάσεις στα Στροβίλια, με αποκορύφωμα το 2019, όταν Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν σε τρία σπίτια που βρίσκονταν στην περιοχή και διακήρυξαν ότι πρόκειται για «πολίτες της ΤΔΒΚ». Στην Πύλα, το 2023, υπήρξε νέα αλλαγή του στάτους κβο με την κατασκευή δρόμου που περνούσε από τη νεκρή ζώνη, ενώ στην περιοχή του Αγίου Δομετίου και αλλού καταγράφονται σταδιακές μετακινήσεις φυλακίων.

Πέρα από τα στρατιωτικά δεδομένα, υπάρχει και η χαρτογραφική στρέβλωση που οδηγεί σε συνεχείς συγκρούσεις επί του πεδίου. Περιοχές όπως το Μαμάρη, η Δένεια, η Τρούλοι και η Αθηένου δεν καταλήφθηκαν ποτέ. Εντούτοις, επειδή οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς δεν ήταν πάντα επανδρωμένες για λόγους τακτικής, ο ΟΗΕ τις κατέγραψε ως ουδέτερες ή κατεχόμενες. Αυτό σημαίνει ότι καλλιεργήσιμες εκτάσεις Ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών θεωρούνται «νεκρή ζώνη» και οι ίδιοι εμποδίζονται να τις αξιοποιήσουν.

Συχνά, όταν επιχειρούν να μπουν, βρίσκονται αντιμέτωποι είτε με τις δυνάμεις κατοχής που τους διώχνουν είτε με τον ΟΗΕ που τους κατηγορεί για «παραβίαση του στάτους κβο». Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός παράδοξου καθεστώτος, όπου η ίδια γη θεωρείται άλλοτε κυπριακή, άλλοτε ουδέτερη και άλλοτε τουρκική, ανάλογα με τον χάρτη που χρησιμοποιείται.

Το αργό ροκάνισμα της Κύπρου: Από την εισβολή του 1974 στις «μικροεισβολές» που συνεχίζονται μέχρι σήμερα v798838906

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο πρακτικό αλλά και βαθύτατα πολιτικό. Όταν σε οποιαδήποτε μελλοντική διαπραγμάτευση τεθεί θέμα εδαφικών αναπροσαρμογών, η τουρκική πλευρά θα προσέλθει με βάση τους χάρτες που υιοθετεί ο ΟΗΕ, και όχι με εκείνους της Εθνικής Φρουράς.

Έτσι, ενώ συζητείται θεωρητικά επιστροφή εδαφών ύψους 14%, στην πραγματικότητα το ποσοστό είναι μικρότερο κατά 7% που έχει ήδη χαθεί «στα χαρτιά». Δηλαδή, οι Τούρκοι εμφανίζονται να παραχωρούν λιγότερο, γιατί θεωρούν ως δικά τους τμήματα που ουδέποτε κατέλαβαν στρατιωτικά, αλλά τα κατοχύρωσαν μέσα από τη χαρτογραφική ανοχή του ΟΗΕ και την απραξία των κυπριακών κυβερνήσεων.

Η εικόνα συμπληρώνεται από την καθημερινότητα στις περιοχές επαφής. Στην Αθηένου, στρατιωτικά οχήματα δεν μπορούν να μετακινηθούν για ανεφοδιασμό φυλακίων χωρίς να αμφισβητηθεί η παρουσία τους. Στη Δένεια, αγρότες βρίσκονται στο επίκεντρο συγκρούσεων με Τουρκοκύπριους, ενώ στην Πύλα οι πρόσφατες εντάσεις ανέδειξαν πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση. Η Εθνική Φρουρά καταγράφει τις παραβιάσεις, αλλά χωρίς την πολιτική κάλυψη για να θέσει το ζήτημα διεθνώς, οι κινήσεις αυτές περνούν απαρατήρητες.

Η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, που τυπικά θα έπρεπε να λειτουργεί ουδέτερα, έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι με τη στάση της στηρίζει εμμέσως την Τουρκία. Η ουδετερότητά της, όπως επισημαίνεται, μετατρέπεται σε φιλοτουρκική πρακτική, καθώς καταγράφει τα τετελεσμένα χωρίς να τα αμφισβητεί. Οι κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, αντί να προβάλλουν επιθετικά τους δικούς τους χάρτες και να θέσουν το θέμα σε κάθε διεθνές φόρουμ, επέλεξαν διαχρονικά τον δρόμο της σιωπηρής ανοχής. Έτσι, το ροκάνισμα συνεχίζεται, με μικρά αλλά διαρκή βήματα.

Σήμερα, το αποτέλεσμα είναι ότι περίπου 7,7% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκεται σε μια γκρίζα ζώνη: άλλοτε εμφανίζεται ως κατεχόμενο, άλλοτε ως ουδέτερο, άλλοτε ως έδαφος που «δεν ανήκει πουθενά».

Στην πράξη, όμως, κάθε μέτρο που δεν ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία μετατρέπεται σε κέρδος για την Τουρκία, που εδραιώνει τα τετελεσμένα της. Οι διαδοχικές «μικροεισβολές», άλλοτε με στρατιωτικές κινήσεις και άλλοτε με γραμμές στον χάρτη, έχουν διαμορφώσει μια πραγματικότητα πολύ πιο δυσμενή από εκείνη του 1974.

Η έρευνα αυτή δείχνει ότι το Κυπριακό δεν είναι μόνο το ζήτημα της κατοχής του 37%, αλλά το αργό και σταθερό ροκάνισμα κυριαρχίας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με την ανοχή του διεθνούς παράγοντα και την αδράνεια της Λευκωσίας. Το ερώτημα είναι αν η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνεχίσει να παρακολουθεί παθητικά αυτή τη διαδικασία ή αν θα βρει τον τρόπο να διεκδικήσει ξανά τον χαμένο χάρτη της. Γιατί χωρίς διόρθωση των τετελεσμένων, κάθε μελλοντική λύση κινδυνεύει να στηριχθεί σε λάθος βάση, όπου η Τουρκία θα έχει ήδη κερδίσει περισσότερα από όσα της έδωσε ποτέ το όπλο.

Ετικέτες: