Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

30 Νοεμβρίου 2025

Το «λαχείο» ως μηχανισμός ξεπλύματος

Σε μια περίοδο που η ελληνική δημόσια ζωή δοκιμάζεται από διαδοχικά σκάνδαλα, η αποκάλυψη ενός υψηλόβαθμου προσώπου του δημόσιου βίου σχετικά με έναν πρωτοφανή μηχανισμό ξεπλύματος μαύρου χρήματος μέσω… λαχείων σε βαλκανική χώρα, έρχεται να προστεθεί σε ένα ήδη ταραγμένο τοπίο. Σύμφωνα με όσα περιέγραψε, η μέθοδος αυτή δεν αποτελεί περιθωριακή πρακτική, αλλά ένα δομημένο, καλά οργανωμένο σύστημα που αξιοποιεί την τύχη ως όχημα νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.

Πώς λειτουργεί το σύστημα του «λαχείου-πλυντηρίου»

Στον χώρο του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι είναι συνήθως οι πιο απροσδόκητες. Μία από αυτές, που χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες σε διάφορες χώρες αλλά σπάνια αποκαλύπτεται δημόσια, αφορά το ξέπλυμα χρήματος μέσω κερδισμένων λαχείων και δελτίων τυχερών παιχνιδιών. Η πρακτική αξιοποιεί μια θεμελιώδη ιδιαιτερότητα: ότι τα κέρδη από τυχερά παιχνίδια θεωρούνται νόμιμα, «καθαρά» και αφορολόγητα εισοδήματα, γεγονός που τα καθιστά ιδανικό εργαλείο για τη νομιμοποίηση παράνομων ποσών.

Η κομπίνα ξεκινάει από τα πρακτορεία, εκεί όπου εκδίδονται τα δελτία. Σύμφωνα με πληροφορίες από πρόσωπα που γνωρίζουν τη λειτουργία τέτοιων κυκλωμάτων, ορισμένοι πράκτορες συνεργάζονται με ομάδες που αναζητούν ευκαιρίες για να ασπρίσουν μεγάλα ποσά. Ο ρόλος τους είναι να ενημερώνουν τους ενδιαφερόμενους όταν κάποιος παίκτης κερδίσει σημαντικό ποσό σε λαχείο, Τζόκερ ή ξυστό. Τα στοιχεία του πραγματικού νικητή —όνομα, επώνυμο, διεύθυνση— καταγράφονται στο πλαίσιο των διαδικασιών εξαργύρωσης και μετατρέπονται σε εμπόρευμα προς πώληση.

Οι άνθρωποι του κυκλώματος εντοπίζουν τον τυχερό και του κάνουν μια προσφορά η οποία παρουσιάζεται ως απόλυτα συμφέρουσα. Του εξηγούν ότι μπορούν να του δώσουν το σύνολο του ποσού που έχει κερδίσει σε μετρητά, άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις. Επιπλέον, του προσφέρουν ένα «δώρο», ένα μικρό μπόνους που λειτουργεί ως δέλεαρ. Με αυτόν τον τρόπο, ο πραγματικός νικητής τελικά αποκομίζει ένα ποσό μεγαλύτερο από αυτό που θα εισέπραττε μέσω των επίσημων διαδικασιών και δεν χρειάζεται να δηλώσει τίποτα στην εφορία ή να εκτεθεί κοινωνικά. Η προϋπόθεση είναι μία: να παραδώσει το κερδισμένο δελτίο.

Για το κύκλωμα, το κέρδος είναι διπλό. Το μαύρο χρήμα που δίνουν στον πραγματικό νικητή μετατρέπεται σε «νόμιμο» έσοδο μέσω της δήθεν εξαργύρωσης του δελτίου από άλλο πρόσωπο, συνήθως από μέλος της οργάνωσης ή από κάποιον «εξετασμένο» συνεργάτη. Τα έσοδα εμφανίζονται ως τυχερό κέρδος και γίνονται αμέσως καθαρά. Η προέλευση του χρήματος καλύπτεται πλήρως, καθώς το σύστημα δεν αφήνει ψηφιακό ίχνος συναλλαγής πέρα από το ότι κάποιος εξαργύρωσε ένα δελτίο.

Η απάτη έχει και δεύτερη εκδοχή, ακόμη πιο εξελιγμένη: τον επαγγελματία «τυχερό». Ορισμένα άτομα εμφανίζονται κατά καιρούς να έχουν κερδίσει πολλές φορές σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κυκλώματα χρησιμοποιούν συγκεκριμένα πρόσωπα ως «βιτρίνες». Οι άνθρωποι αυτοί παρουσιάζουν τα δελτία ως δικά τους, εισπράττουν τα χρήματα, αποδίδουν σχεδόν το σύνολο στο κύκλωμα και κρατούν ένα μικρό ποσοστό ως αμοιβή. Έτσι εξηγούνται οι επαναλαμβανόμενες «τύχες» που κατά καιρούς έχουν προκαλέσει απορίες, αλλά σπάνια ελέγχονται συστηματικά.

Η δυσκολία εντοπισμού της κομπίνας οφείλεται στο ότι οι έλεγχοι γύρω από τα κέρδη των τυχερών παιχνιδιών είναι εξαιρετικά χαλαροί. Οι τράπεζες δεν έχουν λόγο να αντιμετωπίσουν έναν καταθέτη με καχυποψία όταν δηλώνει ότι τα χρήματα προέρχονται από δελτίο. Τα πρακτορεία δεν υποχρεούνται να ταυτοποιούν πλήρως κάθε πρόσωπο που εξαργυρώνει δελτίο, εκτός αν το ποσό είναι πολύ μεγάλο. Το κράτος δεν διαθέτει μηχανισμό καταγραφής επαναλαμβανόμενων «τυχερών» παικτών. Και το σημαντικότερο: κοινωνικά, το να κερδίζει κάποιος στο λαχείο δεν θεωρείται ύποπτο αλλά τυχερό, άρα η εισαγωγή της υπόνοιας φαίνεται αδικαιολόγητη.

Υπάρχει όμως και η τρίτη διάσταση του φαινομένου, ακόμη πιο ανησυχητική: η επίκληση του «κερδισμένου λαχείου» ως δικαιολογία για την κάλυψη ξαφνικών περιουσιακών στοιχείων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου πολιτικά πρόσωπα ή επιχειρηματίες ελέγχονται για αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αναφορά ότι «κάποτε κέρδισα το Τζόκερ» χρησιμοποιείται όχι μόνο για να αποτραπεί η αμφισβήτηση, αλλά και για να αποσπάσει την προσοχή από πιθανές παράνομες δραστηριότητες. Σε πρόσφατες ανακριτικές διαδικασίες και κοινοβουλευτικές επιτροπές, μάρτυρες κατέθεσαν ότι πολιτικά πρόσωπα και συγγενείς τους χρησιμοποίησαν ακριβώς αυτό το επιχείρημα για να εξηγήσουν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς να μπορούν να θυμηθούν ούτε τη χρονολογία ούτε την κλήρωση.

ΟΠΕΚΕΠΕ και η απρόσμενη επιστροφή του «τυχερού δελτίου»

Η εξεταστική επιτροπή που διερευνά το σκάνδαλο των παράνομων αγροτικών επιδοτήσεων μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ έφερε στο φως κάτι που κανείς δεν περίμενε: το «λαχείο» εμφανίστηκε ξανά ως πρωταγωνιστής. Αγρότης, το όνομα του οποίου αναφέρεται στο πόρισμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για πιθανή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, κλήθηκε να καταθέσει.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε άνετος. Όλα άλλαξαν όταν βουλευτές της αντιπολίτευσης τον ρώτησαν πώς εξηγεί ότι η κόρη του έχει κερδίσει… τρεις φορές το λαχείο. Ο αγρότης φάνηκε να αιφνιδιάζεται, εκνευρίστηκε, και αντί να επικαλεστεί προσωπικά δεδομένα ή άσχετο ερώτημα, απάντησε απότομα ότι «δεν είναι δουλειά τους». Η ουσία όμως είναι ότι αρνήθηκε να απαντήσει.

Το γεγονός από μόνο του θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα μεμονωμένο περιστατικό. Μόνο που ακολούθησε κάτι ακόμη πιο αποκαλυπτικό.

Μερικές ημέρες αργότερα, πολιτεύτρια της Νέας Δημοκρατίας –η οποία ελέγχεται μαζί με τον σύζυγό της από την Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος– εμφανίστηκε στην ίδια επιτροπή. Όταν ρωτήθηκε για τις καταθέσεις της, απάντησε πως οφείλονται στο γεγονός ότι «κάποτε κέρδισε το Τζόκερ».

Το πρόβλημα; Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε.

Οι άνθρωποι συνήθως δεν ξεχνούν τις στιγμές που τους άλλαξαν τη ζωή. Ένα κέρδος από Τζόκερ που δημιουργεί σημαντικό τραπεζικό απόθεμα δεν ξεχνιέται. Η αμνησία αυτή προκάλεσε έντονο προβληματισμό και ενίσχυσε τις υποψίες περί οργανωμένης «γραμμής άμυνας» όσων εμπλέκονται στο σκάνδαλο.

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο δυσοίωνη όταν συνδεθεί με μία άλλη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη, αυτή των υποκλοπών. Εκεί, μάρτυρες κατέθεσαν ότι πριν μερικά χρόνια, όταν είχαν εμφανιστεί στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής, τους είχαν δοθεί έτοιμες ερωτήσεις και έτοιμες απαντήσεις — σκονάκια. Είπαν ψέματα κατ’ εντολήν.

Το μοτίβο είναι πλέον σαφές: όταν ο δημόσιος βίος παύει να λειτουργεί με θεσμικούς κανόνες, τότε το στημένο, το κατασκευασμένο, το προσυνεννοημένο γίνεται κανόνας. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι εμπλεκόμενοι στις υποθέσεις συχνά εμφανίζονται όχι ως ύποπτοι, αλλά ως αγανακτισμένοι «θύματα» που επιτίθενται σε όσους τους ελέγχουν.

Η αντιστροφή ρόλων είναι πλήρης:
καταγγελλόμενοι → καταγγέλλοντες
κατηγορούμενοι → κατήγοροι
ελεγχόμενοι → ελεγκτές

Αυτό το φαινόμενο δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία, αλλά στην Ελλάδα έχει πλέον λάβει σχεδόν θεσμοποιημένη μορφή.

Η βαθύτερη παθολογία: όταν το σύστημα παράγει ανοσία

Το φαινόμενο των «τυχερών δελτίων» δεν είναι απλώς μία γραφική λεπτομέρεια. Είναι δείκτης ενός συστήματος που λειτουργεί με χαλαρή θεσμική εποπτεία, προβλέψιμες ρωγμές και αδύναμες δικλείδες ασφαλείας. Η Αρχή για το Ξέπλυμα συχνά βρίσκεται σε πίεση, τα πρακτορεία τυχερών παιχνιδιών δεν θεωρούνται υψηλού ρίσκου, ενώ οι τράπεζες —υπό το πρόσχημα της γραφειοκρατίας— ελέγχουν αυστηρά μικρούς λογαριασμούς αλλά σπάνια μεγάλες μεταφορές με «νόμιμη» προέλευση.

Οι πολίτες πλέον αναγνωρίζουν τα μοτίβα, τα ίδια επιχειρήματα, οι ίδιες συμπτώσεις, οι ίδιες αδύναμες δικαιολογίες.

Και έτσι, το λαχείο, που για δεκαετίες ήταν ένας αθώος θεσμός ελπίδας, επανέρχεται πλέον ως σύμβολο διαφθοράς και νομιμοποίησης παράνομων συναλλαγών. Η επιστροφή του στη δημόσια συζήτηση –από το πουθενά– δεν είναι τυχαία.

Η οσμή του στημένου δεν κρύβεται πια

Όταν σε δύο διαφορετικές υποθέσεις, σε δύο διαφορετικές επιτροπές της Βουλής και σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα επανέρχεται το ίδιο μοτίβο «λαχείο – Τζόκερ – τύχη», είναι δύσκολο να μιλάμε για συμπτώσεις.

Ο δημόσιος βίος μοιάζει πλέον με σκηνικό όπου το στημένο υπερτερεί του αυθόρμητου, το προμελετημένο υπερσκελίζει το αυθεντικό και η συγκάλυψη ανταγωνίζεται την αλήθεια ως κυρίαρχη πρακτική.

Το χειρότερο για όσους έχουν κάτι να φοβούνται είναι πως η κοινωνία έχει αρχίσει να το καταλαβαίνει. Κι όταν η κοινωνία αντιληφθεί το παιχνίδι, η τύχη τελειώνει — και δεν σώζει ούτε το καλύτερο «δελτίο».

Ετικέτες: