Η Τουρκία αναδεικνύεται σε κρίσιμο κρίκο των παγκόσμιων διαδρομών διακίνησης κοκαΐνης ανάμεσα στη Λατινική Αμερική και τις ευρωπαϊκές, ρωσικές και καυκάσιες αγορές, ενώ ταυτόχρονα κατατάσσεται στις χώρες με ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα οργανωμένου εγκλήματος και χαμηλή θεσμική ανθεκτικότητα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Οργανωμένου Εγκλήματος 2025 της Παγκόσμιας Πρωτοβουλίας κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος με έδρα τη Γενεύη.
Ο δείκτης του 2025 αποδίδει στην Τουρκία βαθμολογία εγκληματικότητας 7,20, κατατάσσοντάς την δέκατη ανάμεσα σε 193 χώρες, τρίτη στην Ασία και δεύτερη στη Δυτική Ασία, κάτι που αντανακλά επιδείνωση σε σχέση με το 2023 και σημαίνει ότι η χώρα βρίσκεται πλέον σταθερά μέσα στο παγκόσμιο «δεκάρι» των πιο επιβαρυμένων από το οργανωμένο έγκλημα κρατών.
Η βαθμολογία ανθεκτικότητας της Τουρκίας ανέρχεται στο 3,96, τοποθετώντας τη στη 131η θέση παγκοσμίως, στην 25η στην Ασία και στην όγδοη στη Δυτική Ασία, στοιχείο που υποδηλώνει περιορισμένη ικανότητα θεσμών, δικαιοσύνης και κοινωνίας των πολιτών να αντιμετωπίσουν τις εγκληματικές δομές παρά την ένταση του φαινομένου.
Ο δείκτης μετρά την εγκληματικότητα με βάση την παρουσία και ισχύ δεκαπέντε παράνομων αγορών, καθώς και την επιρροή οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, ενώ η ανθεκτικότητα αποτυπώνει το κατά πόσο μια χώρα μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά μέσω κυβερνητικών πολιτικών, δικαστικού συστήματος, εποπτικών μηχανισμών και ενεργής κοινωνίας των πολιτών.
Η έκθεση για την Τουρκία περιγράφει τη χώρα ως βασικό διάδρομο για τη διακίνηση ηρωίνης που προέρχεται από το Αφγανιστάν και κατευθύνεται προς τις ευρωπαϊκές αγορές κατά μήκος της βαλκανικής οδού, επισημαίνοντας ότι, παρότι οι κατασχέσεις ηρωίνης εμφανίζουν μείωση από το 2022, οι ποσότητες που εντοπίζονται παραμένουν πολύ μεγάλες.

Στον χώρο της ηρωίνης η έκθεση αναφέρει ότι κυριαρχούν κουρδικές και συριακές ομάδες, οι οποίες αξιοποιούν τη γεωγραφική θέση της χώρας και τα πορώδη σύνορα, ενώ καταγράφεται και αυξανόμενη εμπλοκή ξένων δικτύων που δραστηριοποιούνται σε συνεργασία με τοπικούς διαμεσολαβητές.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον ολοένα ενισχυόμενο ρόλο της Τουρκίας στο παγκόσμιο εμπόριο κοκαΐνης, καθώς η χώρα λειτουργεί πλέον ως γέφυρα μεταξύ των παραγωγικών κέντρων της Λατινικής Αμερικής και των αγορών της Ευρώπης, της Ρωσίας και του Καυκάσου, με τα τουρκικά κυκλώματα να συνδέονται όλο και στενότερα με λατινοαμερικανικά καρτέλ.
Σύμφωνα με την έκθεση, οργανώσεις τύπου μαφίας με έδρα την Τουρκία συνεργάζονται με καρτέλ της Λατινικής Αμερικής στην αλυσίδα μεταφοράς, αποθήκευσης και διανομής κοκαΐνης, ενώ ορισμένα άτομα που συνδέονται με κρατικούς μηχανισμούς φέρονται να έχουν συνεταιριστεί και με δίκτυα εμπορίας ανθρώπων, θολώνοντας τα όρια μεταξύ εγκληματικών δομών και θεσμικών κέντρων ισχύος.
Η καλλιέργεια και η εμπορία κάνναβης περιγράφονται ως ευρέως διαδεδομένες δραστηριότητες, ιδίως στις νοτιοανατολικές επαρχίες όπως το Ντιγιαρμπακίρ και το Μπινγκόλ, με μεγάλες εκτάσεις να αξιοποιούνται για την παραγωγή, παρά τις κατά καιρούς επιχειρήσεις των τουρκικών αρχών.
Η κάνναβη παραμένει το πιο διαδεδομένο ναρκωτικό στην εγχώρια αγορά, με τα κέρδη από την καλλιέργεια και διακίνησή της να καταλήγουν σε ποικιλία εγκληματικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου στην Τουρκία Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, το οποίο σύμφωνα με την έκθεση έχει συνδεθεί με χρηματοδότηση μέσω της συγκεκριμένης παράνομης αγοράς.

Παράλληλα, η εμπορία συνθετικών ναρκωτικών, με κυριότερα παραδείγματα το Captagon και τη μεθαμφεταμίνη, έχει επεκταθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, με την Τουρκία να λειτουργεί τόσο ως χώρα διέλευσης όσο και ως χώρα περιορισμένου προορισμού για τις ουσίες αυτές.
Οι κατασχέσεις συνθετικών ναρκωτικών καταγράφονται κυρίως κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία και στην Κωνσταντινούπολη, ενώ η έκθεση σημειώνει ότι ιρανικές ομάδες έχουν επανειλημμένα εμπλακεί στην παραγωγή μεθαμφεταμίνης σε τουρκικές πόλεις, αξιοποιώντας αστικά δίκτυα διανομής.
Ο ρόλος της Τουρκίας στο οργανωμένο έγκλημα ξεπερνά κατά πολύ τη σφαίρα των ναρκωτικών και επεκτείνεται, σύμφωνα με την έκθεση, στην εμπορία ανθρώπων, στο λαθρεμπόριο όπλων και παραποιημένων προϊόντων, στα οικονομικά εγκλήματα, στις διαδικτυακές απάτες, καθώς και σε περιβαλλοντικά αδικήματα και εγκλήματα που σχετίζονται με φυσικούς πόρους.
Η εμπορία ανθρώπων παραμένει σημαντική πηγή ανησυχίας, με την Τουρκία να λειτουργεί τόσο ως χώρα προορισμού όσο και ως κέντρο διέλευσης, ενώ η πλειονότητα των θυμάτων είναι αλλοδαποί, ανάμεσά τους Σύροι, Ουζμπέκοι, Αφγανοί και Κιργίζιοι, οι οποίοι συχνά εγκλωβίζονται σε καταναγκαστική εργασία ή σεξουαλική εκμετάλλευση.
Η έκθεση κάνει λόγο για πολλαπλές μορφές εκμετάλλευσης, όπως καταναγκαστική εργασία, σεξουαλική κακοποίηση και καταναγκαστικός γάμος, με τις γυναίκες και τα κορίτσια από τη Συρία να είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις παραμεθόριες περιοχές, ενώ αναφορές γίνονται και σε περιπτώσεις εμπορίας οργάνων και εικονικών γάμων που χρησιμοποιούνται ως μέσο εκμετάλλευσης.
Η Τουρκία εξακολουθεί να αποτελεί βασικό πέρασμα για την παράνομη διακίνηση μεταναστών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω της στρατηγικής της θέσης, του εκτεταμένου προσφυγικού πληθυσμού και των εναλλακτικών διαδρομών που συνδέουν την Ανατολική Μεσόγειο με τα Δυτικά Βαλκάνια.

Η παράνομη διακίνηση συνεχίζεται κατά μήκος των οδών της ανατολικής Μεσογείου και των Δυτικών Βαλκανίων, ενώ η έκθεση σημειώνει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός Τούρκων υπηκόων επιχειρεί επίσης παράτυπη είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που αποδίδεται στην οικονομική κρίση και την πολιτική αβεβαιότητα.
Τα δίκτυα διακινητών έχουν πλέον επεκταθεί διεθνώς και εμπλέκουν ομάδες από τη Συρία, την Κεντρική Ασία και την Αφρική, δημιουργώντας πολυεπίπεδες αλυσίδες μεταφοράς και εκμετάλλευσης προσφύγων και μεταναστών.
Ο εκβιασμός περιγράφεται ως φαινόμενο που έχει επανεμφανιστεί δυναμικά μέσα στο πλαίσιο των οικονομικών προκλήσεων, με ομάδες οργανωμένου εγκλήματος να στοχοποιούν υπερχρεωμένα άτομα και νόμιμες επιχειρήσεις, χρησιμοποιώντας απειλές, βία και εκφοβισμό για να αποσπάσουν χρήματα ή μερίδια σε δραστηριότητες.
Ορισμένες από αυτές τις ομάδες φέρονται να αξιοποιούν ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας ως «βιτρίνα» για την άσκηση πίεσης και εκφοβισμού, ιδίως σε χώρους νυχτερινής διασκέδασης και νυχτερινής ζωής, όπου η φυσική παρουσία «προστασίας» λειτουργεί και ως μήνυμα ισχύος.
Η Τουρκία παίζει σημαντικό ρόλο και στο παγκόσμιο παράνομο εμπόριο όπλων, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρα προέλευσης, διέλευσης και προορισμού, με όπλα τουρκικής προέλευσης να έχουν εντοπιστεί σε αγορές της Ευρώπης, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής.
Στο εσωτερικό της χώρας η παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων συμβάλλει στην αυξανόμενη ένοπλη βία, ενώ οι αρχές αναφέρουν κατασχέσεις δεκάδων χιλιάδων μη καταχωρημένων όπλων, συμπεριλαμβανομένων και όσων έχουν παραχθεί σε παράνομα εργοστάσια.
Η έκθεση προσδιορίζει την Τουρκία ως μία από τις βασικές πηγές και κέντρα διανομής παραποιημένων προϊόντων παγκοσμίως, από ενδύματα και φαρμακευτικά σκευάσματα μέχρι ηλεκτρονικά είδη και καλλυντικά, τα οποία διακινούνται σε εγχώριες αγορές και στο εξωτερικό.
Η εγχώρια ζήτηση για παραποιημένα προϊόντα έχει ενισχυθεί εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού και της φτώχειας, με τα «μαϊμού» προϊόντα να πωλούνται τόσο σε αστικές και τουριστικές αγορές όσο και μέσω διαδικτυακών πλατφορμών, παρά τις κατά καιρούς επιχειρήσεις καταστολής.

Τα οικονομικά εγκλήματα, όπως η απάτη, η υπεξαίρεση και η φοροδιαφυγή, καταγράφονται ως ευρέως διαδεδομένα, ενώ σε υποθέσεις υψηλού προφίλ εμφανίζονται να εμπλέκονται δημόσιοι αξιωματούχοι και επιχειρηματίες, γεγονός που ενισχύει την εικόνα διάχυτης διαφθοράς.
Μια έρευνα του 2024 αποκάλυψε δίκτυο απάτης στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, το οποίο χρησιμοποιούσε αρχεία ασθενών βρεφών για να διεκδικήσει πλαστές πληρωμές κοινωνικής ασφάλισης, δείχνοντας πώς τα συστήματα πρόνοιας μπορούν να μετατραπούν σε πεδίο οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος.
Τα οικονομικά εγκλήματα που εκδηλώνονται μέσω του κυβερνοχώρου, όπως το ηλεκτρονικό «ψάρεμα» και η κλοπή ταυτότητας, εμφανίζουν αυξητική τάση, ενώ η ευρεία χρήση μη αδειοδοτημένου λογισμικού και η διαδικτυακή πειρατεία έχουν καταστήσει την Τουρκία ευάλωτη σε επιθέσεις ransomware και κακόβουλου λογισμικού.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι στη χώρα δραστηριοποιούνται τόσο εγχώριες όσο και ξένες κυβερνοομάδες, συμπεριλαμβανομένων ατόμων που έχουν εκπαιδευτεί στη Ρωσία, οι οποίες αξιοποιούν τα κενά ασφάλειας και τη χαλαρή εποπτεία για να υλοποιούν επιθέσεις και οικονομικές απάτες.
Οι οργανώσεις τύπου μαφίας στην Τουρκία περιγράφονται ως αποκεντρωμένα δίκτυα που έχουν επεκτείνει τη δράση τους σε πολλαπλές παράνομες αγορές, από την εμπορία ναρκωτικών και τη διακίνηση ανθρώπων μέχρι τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και τους εκβιασμούς, διαμορφώνοντας ένα πολύπλοκο εγκληματικό οικοσύστημα.
Περισσότερες από δύο ντουζίνες ομάδες εκτιμάται ότι λειτουργούν σε εθνικό επίπεδο, με τις συμμαχίες μεταξύ προσώπων και ομάδων που έχουν βάση κυρίως την Κωνσταντινούπολη να διαμορφώνουν το συνολικό εγκληματικό τοπίο και τις ισορροπίες ισχύος.
Η έκθεση επισημαίνει επίμονους ισχυρισμούς για διασυνδέσεις ανάμεσα στο οργανωμένο έγκλημα και πρόσωπα που είναι ενσωματωμένα στον κρατικό μηχανισμό, με αναφορές σε εμπλοκή σε λαθρεμπόριο, διακίνηση ναρκωτικών, όπλων και παραποιημένων προϊόντων, καθώς και σε αποδοχή δωροδοκιών σε συνοριακά περάσματα.
Παρά τον δημόσιο έλεγχο και τις κατά καιρούς αποκαλύψεις, η λογοδοσία χαρακτηρίζεται ως περιορισμένη, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η αίσθηση ατιμωρησίας και να εδραιώνονται οι σχέσεις μεταξύ εγκληματικών δομών και τμημάτων του κράτους.
Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι ξένες εγκληματικές οργανώσεις από τα Βαλκάνια, τη Ρωσία, την Κεντρική Ασία και τη Λατινική Αμερική έχουν αναπτύξει ισχυρή παρουσία στην Τουρκία, αξιοποιώντας τόσο τη στρατηγική γεωγραφική θέση όσο και το χρηματοπιστωτικό της σύστημα για ξέπλυμα και διασύνδεση αγορών.
Η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη «γκρίζα λίστα» της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης το 2024 καταγράφεται ως θετικό βήμα προς τη συμμόρφωση με τα διεθνή πρότυπα κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ωστόσο η έκθεση τονίζει ότι οι ευπάθειες παραμένουν σημαντικές.
Παράνομες χρηματοοικονομικές ροές που συνδέονται με ναρκωτικά, λαθρεμπόριο και εμπορία καυσίμων συνεχίζουν να διαπερνούν το σύστημα, ενώ η ευρύτερη οικονομική αστάθεια, η υψηλή inflόρηση, η υποτίμηση του νομίσματος και η εξάπλωση άτυπων αγορών διευκολύνουν τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος.
Η ασθενής επιβολή των κανονιστικών ρυθμίσεων και η αντιληπτή ανισότητα στο δικαστικό σύστημα διαβρώνουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη των πολιτών και ενισχύουν τη δυνατότητα των εγκληματικών δικτύων να λειτουργούν σε καθεστώς σχετικής ασυλίας.
Τέλος, η έκθεση υπογραμμίζει ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Τουρκία λειτουργούν υπό ισχυρή κρατική επιρροή και ότι οι δημοσιογράφοι που αποκαλύπτουν υποθέσεις διαφθοράς ή εγκληματικών δραστηριοτήτων αντιμετωπίζουν συχνά λογοκρισία, διώξεις ή άλλες μορφές πίεσης.
Ένας νόμος που ποινικοποιεί ό,τι οι αρχές χαρακτηρίζουν «παραπληροφόρηση» φέρεται να έχει χρησιμοποιηθεί για τη φίμωση επικριτικών φωνών και τον περιορισμό της αντιπολίτευσης, ιδίως σε προεκλογικές περιόδους, γεγονός που κατά την έκθεση περιορίζει τη διαφάνεια και ενισχύει το περιβάλλον μέσα στο οποίο το οργανωμένο έγκλημα μπορεί να ευδοκιμεί.