Αναβλήθηκε επ’ αόριστον η δίκη για το Predator – Κίνδυνος παραγραφής των αδικημάτων
Η πολύκροτη δίκη για την υπόθεση του παράνομου κακόβουλου λογισμικού Predator, που είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, οδηγήθηκε σε επ’ αόριστον αναβολή χωρίς να εξεταστεί επί της ουσίας, λόγω της μη ολοκλήρωσης της μετάφρασης κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για την εκδίκαση της υπόθεσης. Η απόφαση αυτή προκαλεί ανησυχίες για την έγκαιρη διεκπεραίωση της διαδικασίας, δεδομένου ότι τα αδικήματα, τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως πλημμελήματα, φέρονται να τελέστηκαν το 2020 και, σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, δηλαδή μέχρι το τέλος του 2025.
Η καθυστέρηση στη μετάφραση των εγγράφων, τα οποία πιθανότατα περιλαμβάνουν τεχνικά στοιχεία και διεθνή έγγραφα σχετικά με τη λειτουργία του λογισμικού και τις δραστηριότητες των εμπλεκομένων εταιρειών, προσθέτει ένα ακόμα εμπόδιο στην ήδη πολύπλοκη υπόθεση, η οποία έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον στην ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη λόγω της φύσης των κατηγοριών και των προσώπων που φέρονται ως στόχοι των παρακολουθήσεων.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου έχουν παραπεμφθεί τέσσερα πρόσωπα, τα οποία κατηγορούνται για παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, βάσει του νόμου 2225/1994, σε βαθμό πλημμελήματος. Οι κατηγορούμενοι είναι ο Ταλ Ντίλιαν, πρώην αξιωματικός των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών και ιδρυτής της εταιρείας Intellexa, η οποία φέρεται να ανέπτυξε και διέθεσε το λογισμικό Predator, η σύζυγός του Σάρα Χάμου, η οποία κατείχε ρόλο διαχειρίστριας στην ίδια εταιρεία, ο επιχειρηματίας Φέλιξ Μπίτζιος, μέτοχος της Intellexa, και ο Γιάννης Λαβράνος, ιδιοκτήτης της εταιρείας Krikel, η οποία φέρεται να εμπλέκεται στη διανομή ή υποστήριξη του λογισμικού στην Ελλάδα. Η παραπομπή των τεσσάρων κατηγορουμένων βασίζεται στο πόρισμα του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αχιλλέα Ζήση, ο οποίος διενήργησε την εισαγγελική έρευνα για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών, συγκεντρώνοντας στοιχεία που κατέδειξαν τη χρήση του Predator για παράνομες παρακολουθήσεις.
Η υπόθεση χρονολογείται από το 2020, όταν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι κατηγορούμενοι φέρονται να χρησιμοποίησαν το κακόβουλο λογισμικό Predator για την παρακολούθηση τουλάχιστον 87 προσώπων στην Ελλάδα. Το λογισμικό αυτό, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πλέον εξελιγμένα εργαλεία κατασκοπείας, επιτρέπει την υποκλοπή δεδομένων από κινητές συσκευές, όπως μηνύματα, κλήσεις, φωτογραφίες και δεδομένα γεωγραφικής θέσης, μέσω της εγκατάστασής του χωρίς τη συγκατάθεση του χρήστη, συχνά μέσω ψευδών συνδέσμων ή άλλων τεχνικών phishing. Μεταξύ των στόχων των παρακολουθήσεων, σύμφωνα με τις κατηγορίες, περιλαμβάνονταν υψηλόβαθμα πολιτικά και κυβερνητικά στελέχη, δημοσιογράφοι, δικαστικοί λειτουργοί και επιχειρηματίες, γεγονός που υποδηλώνει ότι η υπόθεση έχει ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις. Η αποκάλυψη των παρακολουθήσεων, η οποία έγινε αρχικά μέσω δημοσιευμάτων το 2022, πυροδότησε έντονο δημόσιο διάλογο, με κατηγορίες για κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων, ενώ προκάλεσε και διεθνές ενδιαφέρον λόγω της εμπλοκής του ισραηλινού λογισμικού και της εταιρείας Intellexa.
Η έρευνα του Αχιλλέα Ζήση, η οποία ξεκίνησε μετά τις πρώτες καταγγελίες για τη χρήση του Predator, επικεντρώθηκε στις δραστηριότητες των εταιρειών Intellexa και Krikel, καθώς και στη διαδρομή του λογισμικού από την ανάπτυξή του μέχρι τη χρήση του στην Ελλάδα. Το πόρισμά του, το οποίο οδήγησε στην παραπομπή των τεσσάρων κατηγορουμένων, βασίστηκε σε τεχνικά στοιχεία, μαρτυρίες και έγγραφα που κατέδειξαν ότι το λογισμικό χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για την παρακολούθηση δεκάδων προσώπων χωρίς νομική έγκριση. Ωστόσο, η κατηγορία παραμένει σε βαθμό πλημμελήματος, γεγονός που έχει προκαλέσει αντιδράσεις, καθώς πολλοί θεωρούν ότι η σοβαρότητα των πράξεων, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ο αριθμός των στόχων και η φύση των παρακολουθήσεων, θα έπρεπε να οδηγήσει σε κακουργηματικές διώξεις. Η επιλογή του πλημμεληματικού χαρακτήρα των κατηγοριών έχει συνδεθεί με την περιορισμένη νομική βάση που υπήρχε το 2020 για την αντιμετώπιση τέτοιων αδικημάτων, καθώς το ελληνικό νομικό πλαίσιο για την ψηφιακή κατασκοπεία δεν ήταν πλήρως εναρμονισμένο με τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις.
Η επ’ αόριστον αναβολή της δίκης, που ανακοινώθηκε σήμερα, 19 Μαΐου 2025, εντείνει τις ανησυχίες για την τελική έκβαση της υπόθεσης, ιδιαίτερα λόγω του κινδύνου παραγραφής. Εφόσον τα αδικήματα παραμείνουν πλημμελήματα, η πενταετής περίοδος παραγραφής λήγει το 2025, αφήνοντας περιορισμένο χρονικό περιθώριο για την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης. Η καθυστέρηση στη μετάφραση των εγγράφων, τα οποία πιθανότατα περιλαμβάνουν τεχνικές αναλύσεις του Predator, διεθνείς συμβάσεις ή αλληλογραφία μεταξύ των εταιρειών και ελληνικών αρχών, θεωρείται κρίσιμη, καθώς χωρίς αυτά το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση της υπόθεσης. Η υπόθεση έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις για τη βραδύτητα της ελληνικής Δικαιοσύνης, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι η καθυστέρηση ενδέχεται να ευνοήσει τους κατηγορούμενους, ιδιαίτερα αν η παραγραφή επέλθει πριν από την ολοκλήρωση της δίκης.
Η υπόθεση του Predator δεν περιορίζεται μόνο στην ελληνική επικράτεια, καθώς η Intellexa και το λογισμικό της έχουν εμπλακεί σε παρόμοια σκάνδαλα σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Κύπρος, ενώ η εταιρεία έχει τεθεί υπό κυρώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη διάθεση τεχνολογιών κατασκοπείας σε καθεστώτα που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην Ελλάδα, η υπόθεση έχει συνδεθεί με πολιτικές διαμάχες, καθώς οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, όπως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, και δημοσιογράφων προκάλεσαν κατηγορίες για εμπλοκή κυβερνητικών κύκλων ή της ΕΥΠ, αν και τέτοια σύνδεση δεν έχει αποδειχθεί στο πλαίσιο της παρούσας δικογραφίας. Η έρευνα του Αχιλλέα Ζήση δεν κατέληξε σε στοιχεία που να εμπλέκουν απευθείας κρατικούς φορείς, αλλά η ταυτόχρονη λειτουργία του Predator με τις νόμιμες παρακολουθήσεις της ΕΥΠ έχει δημιουργήσει ερωτήματα για το κατά πόσο υπήρξε συντονισμός ή ανοχή από κρατικές αρχές.
Η αναβολή της δίκης αναμένεται να πυροδοτήσει νέες συζητήσεις για την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος στην αντιμετώπιση υποθέσεων υψηλού προφίλ, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν τεχνολογίες αιχμής και διεθνείς διαστάσεις. Η υπόθεση του Predator παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς εγείρει ζητήματα προστασίας της ιδιωτικότητας, διαφάνειας στη λειτουργία των αρχών και ευθύνης των ιδιωτικών εταιρειών που διαχειρίζονται ισχυρά εργαλεία κατασκοπείας. Οι εξελίξεις στη δίκη, όταν και εάν επαναπρογραμματιστεί, θα κρίνουν όχι μόνο την τύχη των κατηγορουμένων αλλά και την ικανότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής, ενώ η πίεση για την αποτροπή της παραγραφής παραμένει έντονη, καθώς η κοινή γνώμη παρακολουθεί στενά για την απόδοση δικαιοσύνης σε μια υπόθεση που έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»
Σαμαράς: «Το 2026 απαιτεί αλήθεια και ευθύνη»