Με αφορμή τις συζητήσεις γύρω από τη μετακίνηση του Ανδρέα Λοβέρδου στη Νέα Δημοκρατία, βρήκα την ευκαιρία να καταθέσω δημόσια κάποιες απορίες που με βασανίζουν από παλιά, σαν μικρά αγκάθια που τρυπούν διαρκώς τη σκέψη. Είναι ερωτήματα ατάκτως ερριμμένα, αλλά πάντοτε παρόντα, που γεννιούνται από την παρατήρηση της πολιτικής, της κοινωνίας και της καθημερινής μας ζωής. Δεν αποζητούν απαραίτητα μια άμεση απάντηση, μα περισσότερο καταγράφουν τις αντιφάσεις που βιώνουμε σε αυτόν τον τόπο.
Πρώτα απ’ όλα, δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται μερίδα νεοδημοκρατών να αντιδρά στη μεταγραφή του «πασόκου» Λοβέρδου, τη στιγμή που εδώ και καιρό χειροκροτούν άλλους πρώην πασοκογενείς, όπως τον Σκέρτσο, τον Γεραπετρίτη ή τον Φλωρίδη. Ακόμη και τον Θεοδωρικάκο, που στο παρελθόν υπήρξε γενικός γραμματέας της ΚΝΕ με όλα τα σύμβολα του τότε νεανικού κομμουνιστικού ενθουσιασμού –με ντουντούκες, πανό και κοντάρια– τον έχουν αποδεχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Και αν το ψάξουμε λίγο βαθύτερα, φτάνουμε ως τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, ο οποίος είχε υπάρξει στενός συνεργάτης του Γεωργίου Παπανδρέου, γεγονός που κάποτε προκαλούσε αλλεργία στους «παραδοσιακούς» δεξιούς. Παρά τις ιστορικές μνήμες που κάποιοι θέλουν να ξεχνούν, η αντίφαση παραμένει.
Στην πραγματικότητα, πιο ρεαλιστής αποδεικνύεται ο φίλος μου ο Προκόπης, που πανηγυρίζει για την έλευση Λοβέρδου, λέγοντας μάλιστα ότι αν έρθουν και άλλοι, όπως ο Κουλούρης, ο Τζουμάκας ή ακόμη και η χήρα του Άκη, μαζί με την Καϊλή, τότε ο Μητσοτάκης θα φτάσει το 55%. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά έχει μια δόση αλήθειας. Ωστόσο, εγώ διερωτώμαι: αν ο Λοβέρδος είχε εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στις εσωκομματικές εκλογές πριν από δύο χρόνια, θα εγκατέλειπε το κόμμα του για να προσχωρήσει στη ΝΔ; Ή μήπως όλα εξαρτώνται από την καρέκλα;
Ένα άλλο ερώτημα αφορά την εκπαίδευση. Πώς γίνεται να επιτρέπονται στη χώρα μας οι ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί, τα ιδιωτικά νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια και ΙΕΚ, αλλά όταν φτάνουμε στο επίπεδο του πανεπιστημίου να υψώνεται απαγορευτικό; Δηλαδή θεωρείται επιτρεπτό τα παιδιά μας να διαπαιδαγωγούνται από «κακούς ιδιώτες» στα πιο κρίσιμα χρόνια της ζωής τους, αλλά απαγορεύεται να σπουδάσουν σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο ως ενήλικες, επειδή –όπως λέγεται– η ανώτατη παιδεία πρέπει να είναι αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν; Μια αντίφαση που δύσκολα εξηγείται λογικά.
Κι έπειτα, υπάρχει και το ζήτημα των προσόντων για τη δημόσια διοίκηση. Για να διοριστεί κανείς ως κλητήρας απαιτείται ποινικό μητρώο, ακτινογραφίες και στρατιωτική θητεία. Για να γίνει όμως βουλευτής, υπουργός ή σύμβουλος υπουργού, δεν ζητείται τίποτα από όλα αυτά. Γιατί άραγε; Και συνδέεται με αυτό η παράξενη ιστορία όσων απαλλάχθηκαν από τη θητεία για «ψυχολογικούς λόγους», αλλά παρ’ όλα αυτά απέκτησαν δίπλωμα οδήγησης, ασκούν εκλογικό δικαίωμα και πολλές φορές φέρουν άδεια οπλοφορίας. Πώς δικαιολογείται αυτή η αντίφαση;
Στο ίδιο πνεύμα, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν υπουργοί Εθνικής Άμυνας να είναι άνθρωποι που δεν υπηρέτησαν ποτέ στον στρατό ή που χαρακτηρίζονται «γιωτάδες». Είναι τυχαίο ή μήπως πρόκειται για άρρητη επιλογή; Μου έρχεται στο μυαλό και το περιστατικό με τον τραγουδιστή Οικονομόπουλο, που επικαλέστηκε αγοραφοβία για να μην υπηρετήσει, ενώ την ίδια στιγμή τραγουδούσε κάθε βράδυ σε γεμάτα νυχτερινά κέντρα. Πώς να μην απορεί κανείς;
Περνώντας στο μεταναστευτικό, εδώ και δεκαπέντε χρόνια η Ελλάδα δέχεται κύματα ανθρώπων που παρουσιάζονται ως πρόσφυγες πολέμου από χώρες που δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι περισσότεροι δηλώνουν Σύριοι, ενώ ο πόλεμος ξεκίνησε το 2011 και οι μαζικές αφίξεις έγιναν από το 2015 και μετά; Τι άλλαξε τότε; Μήπως μέχρι το 2015 υπήρχαν περιορισμοί και στη συνέχεια άνοιξαν οι πόρτες; Και γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν κατευθύνονται σε γειτονικές μουσουλμανικές χώρες, όπως η Ιορδανία, που δεν έχουν πόλεμο, αλλά επιλέγουν το επικίνδυνο ταξίδι με τις βάρκες; Είναι ζήτημα θρησκευτικών διαφορών, όπως είχε ακουστεί κάποτε σε τηλεοπτικό πάνελ; Αν ναι, τότε πώς εξηγείται ότι δεν προτιμούν ούτε τη Ρωσία ούτε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που έχουν διαφορετική πολιτική απέναντι στις μεταναστευτικές ροές; Και γιατί σήμερα, με μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, οι αφίξεις ξεπερνούν ακόμη και τα νούμερα της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ;
Άλλη απορία έχει να κάνει με τις ΜΚΟ. Υποτίθεται ότι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις υπάρχουν για να λειτουργούν ανεξάρτητα από το κράτος και να μη βαρύνουν τον δημόσιο κορβανά. Γιατί λοιπόν σχεδόν όλες χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους; Και γιατί χώρες όπως η Κίνα, με κομμουνιστική διακυβέρνηση, απαγόρευσαν από το 2016 τη δράση των ΜΚΟ στο έδαφός τους, ενώ εμείς επιτρέψαμε να γιγαντωθούν; Μάλιστα, είχαμε ακούσει για σχέδιο καταγραφής των ΜΚΟ από τον Κουμουτσάκο, που όμως ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί. Τι απέγινε;
Ακολουθεί και το ζήτημα της οπλοφορίας. Γιατί απαγορεύεται στους νομοταγείς πολίτες, τη στιγμή που οι κακοποιοί οπλοφορούν χωρίς περιορισμό; Τι προστασία παρέχει τελικά αυτός ο νόμος; Και πώς γίνεται στο σωφρονιστικό μας σύστημα ένας καταδικασμένος σε ισόβια να εκτίει ουσιαστικά 20-25 χρόνια, συχνά με άδειες; Γιατί σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, οι βαρυποινίτες μένουν φυλακισμένοι μέχρι τον θάνατο ή οδηγούνται σε εκτέλεση, ενώ στη Σοβιετική Ένωση έστελναν κόσμο σε αλατωρυχεία για απείρως μικρότερα παραπτώματα; Πώς εξηγείται η ελληνική «φιλευσπλαχνία» σε τέτοιο βαθμό;
Έπειτα, υπάρχει η μεγάλη συζήτηση για το προλεταριάτο. Οι μαρξιστές επιμένουν να μιλούν για την τάξη των εργατών, μα στην Ελλάδα πόσοι ανήκουν σήμερα σε αυτό το στρώμα; Και γιατί οι πιο φανατικοί υποστηρικτές του κομμουνισμού είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή αγρότες, όταν ο ίδιος ο Μαρξ χαρακτήριζε τους δημοσίους υπαλλήλους «παράσιτα» και η Σοβιετική Ένωση διέλυσε την αγροτιά; Πώς γίνεται επίσης να αγνοούν ότι ο Μαρξ θεωρούσε τους μετανάστες εργαλείο των καπιταλιστών για να πιέζουν τους γηγενείς εργάτες; Μόνο εγώ έχω διαβάσει το έργο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»;
Κι ενώ κάποιοι επικαλούνται τον Αλτουσέρ χωρίς να έχουν πλήρη εικόνα, ξεχνούν ότι οι Μπολσεβίκοι απαγόρευσαν τον συνδικαλισμό αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Μικρές λεπτομέρειες που δείχνουν πώς η ιστορία διαστρεβλώνεται.
Ας περάσουμε σε κάτι πιο πρακτικό: την αστυνόμευση. Σε πολλές χώρες χρησιμοποιούνται αστυνομικά σκυλιά για διαδηλώσεις, συλλήψεις ή έρευνες. Είναι αποτελεσματικά και φθηνά. Γιατί στην Ελλάδα κάτι τέτοιο θεωρείται ταμπού; Όπως και οι κάμερες στους δημόσιους χώρους, που αποδεικνύονται πολύτιμες για την εξιχνίαση εγκλημάτων. Γιατί έχουμε 50.000 αστυνομικούς αλλά όταν καλείς το «100» σου λένε ότι υπάρχει έλλειψη προσωπικού; Γιατί δεν αξιοποιούνται σκύλοι; Αν είναι βαρβαρότητα, τότε όλοι οι άλλοι λαοί που το εφαρμόζουν θεωρούνται φασίστες;
Κι άλλα ερωτήματα στροβιλίζουν το μυαλό. Γιατί τόσες γυναίκες της αριστεράς δείχνουν θαυμασμό σε μουσουλμάνους «επενδυτές», ενώ γνωρίζουν ότι σε πολλές ισλαμικές κοινωνίες η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο; Γιατί τα πρόστιμα του νέου ΚΟΚ είναι εξαντλητικά για τους απλούς οδηγούς, ενώ ομάδες όπως οι Ρομά κινούνται συχνά χωρίς πινακίδες, δίπλωμα ή ασφάλεια, ατιμώρητοι ακόμη και δίπλα σε μπλόκα; Και γιατί, τέλος, όλοι οι πρόσφυγες καταφέρνουν να σώσουν τα κινητά τους αλλά ποτέ τα διαβατήρια και τα χαρτιά τους;
Απορίες που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη, με την αίσθηση ότι δεν θα απαντηθούν ποτέ. Και ίσως πράγματι να φύγουμε από τη ζωή με αυτές άλυτες, όπως είπε κάποτε και ο Αττίκ μέσα από το τραγούδι του: «Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς».
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Ο Αλαντίν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2026
Ζαχαράκη: Απολογισμός ζωής και πολιτικής με το βλέμμα στην Παιδεία
Στο φως το σκοτεινό παρασκήνιο της μητροκτονίας στο Κολωνάκι