Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Διπλωματικό σπριντ Μητσοτάκη σε Ρώμη και Βερολίνο με φόντο κρίσιμα ευρωπαϊκά μέτωπα

Μπαράζ διμερών επαφών πραγματοποίησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μέσα σε δύο ημέρες, με στόχο την ενίσχυση των συμμαχιών της Ελλάδας και την προώθηση κρίσιμων εθνικών και ευρωπαϊκών ζητημάτων. Τη Δευτέρα, βρέθηκε στη Ρώμη για συνάντηση με την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, ενώ την Τρίτη συναντήθηκε στο Βερολίνο με τον Γερμανό Καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς. Στο επίκεντρο των συνομιλιών βρέθηκε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που αφορούν την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική και ασφάλεια, με αιχμές τη μεταναστευτική πολιτική, την ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας, τις προκλήσεις στην οικονομία και τις ενεργειακές ισορροπίες. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε και σε θέματα διμερούς ενδιαφέροντος. Στη Ρώμη, τέθηκε επιπλέον το ζήτημα της κατάστασης των ελληνικών σιδηροδρόμων και υπήρξε συμφωνία για συνεργασία με στόχο τη βελτίωση των υποδομών και την αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου. Οι επαφές πραγματοποιούνται σε μια περίοδο όπου διαμορφώνονται οι ισορροπίες ενόψει των ευρωεκλογών και αναδεικνύεται η ανάγκη για κοινή γραμμή των ευρωπαϊκών χωρών σε καίρια θέματα.

Στο Μέγαρο Μαξίμου ήδη ξεκίνησε η πρώτη αποτίμηση των διμερών επαφών του Κυριάκου Μητσοτάκη σε Ρώμη και Βερολίνο, με την ελληνική πλευρά να επισημαίνει πως πρόκειται για ουσιαστικά βήματα, χωρίς όμως να κλείνουν όλα τα ανοιχτά μέτωπα. Η πορεία των συνομιλιών για μια σειρά από «δύσκολα» θέματα, όπως το μεταναστευτικό και η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, παραμένει υπό εξέλιξη και οι επαφές θα συνεχιστούν στο προσεχές διάστημα. Η Αθήνα επιμένει στην ανάγκη για «κατανόηση» και επιδιώκει να διαμορφωθεί ένας κοινός ευρωπαϊκός βηματισμός, σε μια στιγμή που οι συζητήσεις στα ευρωπαϊκά όργανα έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη ένταση. Οι ελληνικές θέσεις εστιάζουν στη δίκαιη κατανομή των βαρών στο μεταναστευτικό και στην ανάγκη για πιο συντονισμένη ευρωπαϊκή απάντηση στις προκλήσεις ασφάλειας.

Το ζήτημα της ευρωπαϊκής άμυνας αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η προσπάθεια της Τουρκίας να διευρύνει τον ρόλο της στην περιοχή και να εμπλακεί περισσότερο στους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς. Κομβικό σημείο σε αυτή τη συζήτηση είναι η επιδίωξη της Άγκυρας να αποκτήσει μαχητικά Eurofighter, κάτι που εξαρτάται από τη στάση των τεσσάρων χωρών που συμμετέχουν στην κοινοπραξία παραγωγής τους – Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο. Η πιθανή υλοποίηση αυτής της αγοράς δημιουργεί νέα δεδομένα για τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο και αξιολογείται προσεκτικά από την ελληνική πλευρά, καθώς η επανεμφάνιση της Τουρκίας στον ευρωπαϊκό εξοπλιστικό χάρτη επηρεάζει άμεσα και τα εθνικά συμφέροντα.

Σαφές πλαίσιο για τη συμμετοχή τρίτων χωρών στην ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας θέτει η Αθήνα, στέλνοντας μήνυμα με αποδέκτη κυρίως την Τουρκία. Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν πως η τυπική ιδιότητα μιας χώρας ως υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε. δεν αρκεί για να συνάψει αμυνικές συνεργασίες με την Ένωση. Για να υπάρξει ουσιαστική συνεργασία στον τομέα αυτό, απαιτείται πλήρης συμμόρφωση με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της Ε.Ε. ή η σύναψη επίσημης συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας (Security and Defense Partnership). Όπως ξεκαθαρίζουν από το κυβερνητικό στρατόπεδο, χωρίς τέτοιες εγγυήσεις, η Ε.Ε. διατρέχει τον κίνδυνο να αναπτύξει σχέσεις που τελικά θα στραφούν ενάντια στα ίδια της τα συμφέροντα ή θα δημιουργήσουν νέες εξαρτήσεις από δυνάμεις εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου.

Από το Βερολίνο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απάντησε και στο επίμαχο ζήτημα της τουρκικής επιδίωξης για την απόκτηση μαχητικών Eurofighter, στέλνοντας έμμεσο αλλά σαφές μήνυμα. Όπως τόνισε, από τη γερμανική πλευρά υπάρχει κατανόηση ότι τέτοιου είδους πωλήσεις και μελλοντικές αμυντικές συμπράξεις θα πρέπει να βασίζονται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αυτές περιλαμβάνουν την επίδειξη υψηλού βαθμού συμμόρφωσης από τις τρίτες χώρες προς την ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και εξωτερικών σχέσεων ή την υπογραφή συμφωνίας που να δεσμεύει τις δύο πλευρές σε κοινές αρχές και στόχους. Με φόντο την τουρκική κινητικότητα, το μήνυμα της Αθήνας είναι σαφές: οι αμυντικές σχέσεις της Ε.Ε. δεν μπορεί να εξελίσσονται ερήμην των κανόνων και των στρατηγικών της επιδιώξεων.

Στο επίκεντρο των συζητήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη με την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι και τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς βρέθηκε το σύνθετο και ιδιαίτερα πιεστικό ζήτημα του μεταναστευτικού. Η ελληνική πλευρά επιμένει στην ανάγκη ταχείας και ουσιαστικής εφαρμογής του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εξωτερική διάσταση του προβλήματος. Το μήνυμα από την Αθήνα είναι καθαρό: χωρίς ενίσχυση της προστασίας των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. και χωρίς μια συγκροτημένη πολιτική επιστροφών για όσους δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας, καμία ευρωπαϊκή πολιτική δεν μπορεί να αποδώσει.

Παράλληλα, στη συνάντηση με τον Φρίντριχ Μερτς αναδείχθηκε ένα ευαίσθητο και δύσκολο για την Αθήνα ζήτημα: η δευτερογενής μετανάστευση, δηλαδή η μετακίνηση μεταναστών από χώρες πρώτης υποδοχής –όπως η Ελλάδα– προς κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά. Το Βερολίνο ζητά αυστηρότερη διαχείριση αυτού του φαινομένου και η διαφορά προσέγγισης είναι εμφανής. Το θέμα παραπέμφθηκε σε τεχνικό επίπεδο και πλέον καλούνται οι αρμόδιοι υπουργοί των δύο κυβερνήσεων να αναζητήσουν κοινό έδαφος για συνεργασία, χωρίς να διακυβευθεί η ήδη εύθραυστη ισορροπία εντός του νέου Συμφώνου. Η Αθήνα καλείται να κινηθεί με ακρίβεια σε ένα τοπίο γεμάτο απαιτήσεις, επιδιώκοντας στήριξη χωρίς να επιβαρυνθεί μονομερώς.

Μια πρόσφατη απόφαση γερμανικού δικαστηρίου επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ευαίσθητο ζήτημα για την ελληνική πλευρά: τη δυνατότητα επιστροφής προσφύγων στη χώρα πρώτης αίτησης ασύλου, δηλαδή την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ότι αιτούντες άσυλο που έχουν καταθέσει πρώτα αίτηση στην Ελλάδα και μεταβαίνουν στη Γερμανία μπορούν να επιστραφούν, εντός του πλαισίου του Κανονισμού του Δουβλίνου. Η εξέλιξη αυτή προκαλεί προβληματισμό στην Αθήνα, σε μια στιγμή που η κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει νέες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και ετοιμάζεται να καταθέσει σχετικό νομοσχέδιο εντός του μήνα.

Ωστόσο, κυβερνητικές πηγές εμφανίζονται καθησυχαστικές, υποστηρίζοντας πως το θέμα των δευτερογενών μεταναστευτικών ροών δεν αποτελεί πλέον μείζον ζήτημα για τη Γερμανία. Όπως σημειώνεται, το Βερολίνο αναγνωρίζει τις προσπάθειες της Ελλάδας στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., τόσο στα θαλάσσια όσο και στα χερσαία περάσματα. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η διαδικασία ασύλου έχει επιταχυνθεί σημαντικά, γεγονός που στο παρελθόν αποτελούσε βασικό σημείο κριτικής από τις γερμανικές κυβερνήσεις.

Παρότι το κλίμα δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης, η ελληνική πλευρά παραμένει επιφυλακτική, καθώς γνωρίζει ότι το μεταναστευτικό συνεχίζει να λειτουργεί ως εστία ενδοευρωπαϊκής έντασης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα επιδιώκει να διατηρήσει τις ισορροπίες, αποφεύγοντας την επαναφορά σε παλαιότερα σχήματα που την επιβάρυναν δυσανάλογα, και να διεκδικήσει μια πιο λειτουργική και δίκαιη μεταναστευτική πολιτική εντός της Ε.Ε.

Σημαντικές συμφωνίες με ισχυρό αποτύπωμα στην οικονομία, τις υποδομές και την ενεργειακή πολιτική υπεγράφησαν στη Ρώμη, στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας–Ιταλίας. Συνολικά 12 συμφωνίες και 2 μνημόνια συνεργασίας κλείδωσαν, με δύο τομείς να ξεχωρίζουν: οι σιδηροδρομικές μεταφορές και η ενέργεια.

Στον τομέα των μεταφορών, Αθήνα και Ρώμη έδωσαν το πράσινο φως σε ένα επενδυτικό πακέτο-μαμούθ για την αναβάθμιση του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου. Η συμφωνία μεταξύ του ελληνικού υπουργείου Μεταφορών και της ιταλικής κρατικής εταιρείας σιδηροδρόμων προβλέπει επενδύσεις άνω των 760 εκατομμυρίων ευρώ. Από αυτά, 400 εκατομμύρια θα καλυφθούν από την ελληνική πλευρά και 360 εκατομμύρια από τον ιταλικό όμιλο, ο οποίος δεσμεύεται να προχωρήσει στην αγορά 23 νέων τρένων – οκτώ ταχείας κυκλοφορίας και 15 για προαστιακή χρήση. Παράλληλα, θα διαμορφωθούν σύγχρονα αμαξοστάσια για τη μακροχρόνια και αξιόπιστη συντήρηση του στόλου, ώστε να καλυφθούν πάγιες ελλείψεις και να ενισχυθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των σιδηροδρομικών μεταφορών.

Στο πεδίο της ενέργειας, υπεγράφη Μνημόνιο Κατανόησης μεταξύ του ΑΔΜΗΕ και του ιταλικού διαχειριστή TERNA για την αναβάθμιση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Ιταλίας. Ο στόχος είναι σαφής: ο τριπλασιασμός της υφιστάμενης δυναμικότητας διασύνδεσης από τα 500 στα 1.500 MW. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τον ρόλο της Ελλάδας ως βασικού πυλώνα ενεργειακής σταθερότητας και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Με την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές και την ενδυνάμωση των διασυνδέσεων, η χώρα αποκτά κομβικό ρόλο στον νέο ενεργειακό χάρτη της περιοχής.

Το νέο πρόσωπο της ελληνικής οικονομίας και η σταθερότητα που διαμορφώνεται σε πολιτικό και μακροοικονομικό επίπεδο βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Γερμανό Καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς. Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, «τα τελευταία έξι χρόνια η Ελλάδα γράφει ένα νέο κεφάλαιο», στέλνοντας σαφές μήνυμα για την πορεία εξόδου από τη δεκαετία της κρίσης και για τη δυναμική επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας.

Από την πλευρά της Αθήνας δίνεται έμφαση στο ότι η χώρα έχει περάσει οριστικά σε μια φάση κανονικότητας, με βασικό στόχο την προσέλκυση επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς. Η πολιτική σταθερότητα, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική υπευθυνότητα και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αποτελούν – σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές – τα κλειδιά για την επόμενη ημέρα. Η «αλλαγή σελίδας» δεν είναι απλώς διακήρυξη, αλλά στρατηγικό αφήγημα της ελληνικής πλευράς, το οποίο τέθηκε καθαρά στο τραπέζι στο Βερολίνο, με στόχο την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των εταίρων και των αγορών.