Επτά χρόνια σιωπής και ψευδαισθήσεων για την «έξοδο» από τα Μνημόνια
Η συζήτηση γύρω από την υποτιθέμενη απεμπλοκή της Ελλάδας από το καθεστώς των Μνημονίων, επτά χρόνια μετά την πολυδιαφημισμένη «έξοδο», φαίνεται να αποφεύγεται με επιμέλεια. Κι αν η αποσιώπηση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δική της εξήγηση –λόγω του βεβαρημένου παρελθόντος του–, εντύπωση προκαλεί η απόλυτη απουσία τοποθέτησης και από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το γεγονός αυτό δεν μοιάζει τυχαίο. Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στη λεγόμενη «μεταμνημονιακή» περίοδο απέχουν πολύ από τις υποσχέσεις, και τα διαθέσιμα στοιχεία το επιβεβαιώνουν.
Από το 2019 και μετά, πολλές από τις πιο επώδυνες πολιτικές που εφαρμόστηκαν την περίοδο των Μνημονίων συνεχίστηκαν αμείωτες. Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί το θέμα της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις. Παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις για κατάργησή της, η κυβέρνηση διατήρησε το μέτρο, αναιρώντας μια από τις λίγες θετικές προβλέψεις του 3ου Μνημονίου. Κομβικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν έναν σταθερό αναπτυξιακό προσανατολισμό παρέμειναν στο επίπεδο των εξαγγελιών.
Στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής, αντί για εξορθολογισμό, παρατηρείται στασιμότητα. Οι προσδοκίες για αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας, ελάφρυνση των μισθωτών και μετατόπιση του βάρους από την έμμεση στην άμεση φορολογία δεν ευοδώθηκαν. Ο ΟΟΣΑ και άλλοι οργανισμοί έχουν εδώ και καιρό επισημάνει ότι η ελληνική οικονομική πολιτική στηρίζεται υπέρμετρα στην υπερφορολόγηση των ασθενέστερων στρωμάτων και στην επίδραση του πληθωρισμού. Η αναλογία άμεσων και έμμεσων φόρων παραμένει δυσανάλογη και βαθιά άδικη.
Παράλληλα, οι αμοιβές των εργαζομένων εμφανίζουν καθοδική πορεία. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2023 το μέσο ετήσιο μεικτό εισόδημα για πλήρη απασχόληση στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στις 17.000 ευρώ – δηλαδή σχεδόν 20.000 ευρώ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από το 2009 έως το 2024, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν συνολικά κατά 32,8%, ενώ ακόμα και την περίοδο 2019–2024 –η οποία χαρακτηρίστηκε από επίσημα χείλη ως «αναπτυξιακή»– η μείωση ήταν 1,1%. Την ίδια στιγμή, η παραγωγικότητα ανέβηκε κατά 1,2%, αλλά το πραγματικό ωρομίσθιο υποχώρησε κατά 4,7%. Οι εργαζόμενοι, δηλαδή, παράγουν περισσότερο αλλά αμείβονται λιγότερο.
Αναφορικά με το δημόσιο χρέος, η φαινομενική μείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ αποδίδεται κυρίως στον πληθωρισμό (κατά 67%) και όχι σε ουσιαστική δημοσιονομική εξυγίανση ή διαρθρωτικές αλλαγές. Από την άλλη πλευρά, το ιδιωτικό χρέος εκτοξεύεται. Το 2024, οι οφειλές πολιτών και επιχειρήσεων προς Δημόσιο και τραπεζικό τομέα έφτασαν τα 226 δισ. ευρώ. Χωρίς στρατηγική αναδιάρθρωσης και χωρίς αποτελεσματικά μέτρα στήριξης των ευάλωτων, η κατάσταση μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα που απλώς μετατίθεται για το μέλλον.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η ανάγκη για έναν νέο αναπτυξιακό προσανατολισμό, με έμφαση στην καινοτομία, στη βιομηχανία και στη βιωσιμότητα, παραμένει κενό γράμμα. Παρά τη διεθνή συζήτηση για την ανάγκη μιας σοβαρής βιομηχανικής πολιτικής μετά την πανδημία, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να μην έχει ανταποκριθεί. Η εξάρτηση της οικονομίας από τον τουρισμό, την οικοδομή και τις κρατικές ενισχύσεις παραμένει αμετάβλητη.
Τα καλά και τα στραβά
Ναι, η οικονομία επέστρεψε σε ρυθμούς ανάπτυξης, ναι, βγήκαμε στις αγορές, ναι, καταγράψαμε πλεονάσματα. Από πλεονάσματα άλλο τίποτα. Και αυτά έγιναν επιδόματα, pass, παροχές, ωραίες ανακοινώσεις στη ΔΕΘ.
Όμως, οι παρεμβάσεις της κρίσης έμειναν βιδωμένες. Οι εργαζόμενοι περίμεναν επαναφορά δικαιωμάτων, αλλά οι τριετίες ξεπάγωσαν μόλις πέρυσι – και αυτό με το σταγονόμετρο.
Ο κατώτατος μισθός είναι στα 880 ευρώ μικτά, ενώ οι συλλογικές συμβάσεις παραμένουν είδος υπό εξαφάνιση. Κάπως έτσι μένουμε να βλέπουμε την πλάτη των άλλοτε «φτωχών συγγενών» του πρώην Ανατολικού μπλοκ σε μισθούς και αγοραστική δύναμη. Το όνειρο κάποτε ήταν να γίνουμε Δανία, τώρα παλεύουμε να γίνουμε Τσεχία, Πολωνία.
Συντάξεις με «προσωπική διαφορά»και έμμεσοι φόροι πάντα ψηλά
Οι συνταξιούχοι, πάλι, ζουν με την περίφημη Προσωπική Διαφορά, που στερεί αυξήσεις από περίπου 670.000 άτομα. Επτά χρόνια μετά, το μέτρο που επινοήθηκε ως «προσωρινό» παραμένει κανονικότητα.
Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ και ΕΦΚ ήταν «αναγκαστικοί» λόγω μνημονίων. 7 χρόνια εκτός, κι όμως παραμένουν εδώ – και αποδίδουν καλύτερα από ποτέ στα κρατικά ταμεία. Από το 2018 έως το 2025, τα έσοδα από έμμεσους φόρους αυξήθηκαν κατά 8,1 δισ. ευρώ. Και με τις τιμές στα ύψη, ο λογαριασμός για τον πολίτη είναι διπλός.
Οι νέες «καμπάνες»
Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθαν δύο ακόμη «βόμβες» στην τσέπη των φορολογούμενων:
- η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων, που φούσκωσε τεχνητά τον φόρο εισοδήματος,
- και τα τεκμήρια για τους ελεύθερους επαγγελματίες, που από το 2023 τους έφεραν λογαριασμούς… τριπλάσιους.
Η αλήθεια είναι πως ναι, τα μνημόνια τελείωσαν. Οι πολιτικοί τότε έστησαν φιέστες στην Ιθάκη. Επτά χρόνια μετά, οι πολίτες συνεχίζουν να ζουν με τις ρυθμίσεις εκείνης της εποχής. Αυτή είναι η νέα τους κανονικότητα.
Η απουσία τοποθέτησης από την πλευρά της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την επταετή «μεταμνημονιακή» πορεία της χώρας δεν οφείλεται σε έλλειψη ευκαιριών – αλλά σε έλλειψη αποτελεσμάτων άξιων υπεράσπισης.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
ΠΑΣΟΚ: Διάλογος με κανόνες για τα αγροτικά και σαφές πολιτικό μήνυμα