Τελικά, είναι πολύ εύκολο για όλους μας να καταλάβουμε ποιο είναι το πρόβλημα της Ελλάδας, ακούγοντας μια συνέντευξη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως αυτή που έδωσε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Star και στη Μάρα Ζαχαρέα. Ο κ. Μητσοτάκης απευθύνθηκε στους Έλληνες πολίτες με τέτοιο τρόπο, σαν ήταν σίγουρος πως η διανοητική τους ικανότητα είναι τουλάχιστον περιορισμένη και η δυνατότητά τους να συγκρατούν γεγονότα και να κρίνουν καταστάσεις ανύπαρκτη.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει επενδύσει ως πολιτικός στην απαξίωση κάθε προηγούμενης χρονικής περιόδου, η οποία δεν βολεύει το αφήγημά του. Αυτήν τη φορά (στη συγκεκριμένη συνέντευξη) διέγραψε από την ελληνική Ιστορία τα χρόνια από το 2011 έως τον Ιούνιο του 2019 και άφησε στον χώρο του «γκρίζου» και απροσδιόριστου τα χρόνια από την ημέρα που εξελέγη πρωθυπουργός το 2019 έως το 2023, οπότε εξελέγη δεύτερη φορά. Θεωρεί (δικαίως ή αδίκως, αυτό καλείται ο καθένας και η καθεμία από εμάς να το απαντήσει κατά μόνας) πως ο ελληνικός λαός όχι μόνο έχει ασθενή μνήμη, αλλά και καθοδηγούμενη. Το σύνολο των λεγομένων του ήταν μια τελείως διαφορετική καταγραφή όσων έχει ζήσει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 20 χρόνια. Τόσο απλά.
Απευθύνθηκε σε όλους μας, από την τηλεοπτική συχνότητα του Star, με τρόπο που λίγο θέλει να χαρακτηριστεί απαξιωτικός. Έφτασε στο σημείο να παροτρύνει τους πολίτες που έχουν επιλέξει να ψηφίσουν στις ευρωεκλογές μέσω επιστολικής ψήφου να μην κρατήσουν την επιστολή στο σπίτι τους, αλλά να τη στείλουν για να καταμετρηθεί η ψήφος τους. Κάθε άλλος σχολιασμός για τη συγκεκριμένη δήλωση-προτροπή είναι περιττός. Όμως, σε αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μια πλευρά του νομίσματος είναι η άποψη του πρωθυπουργού για την ποιότητα των Ελλήνων και η άλλη είμαστε εμείς οι ίδιοι, και όχι η άποψη που έχουμε για τους εαυτούς μας και την ικανότητα αντίληψής μας. Όλοι εμείς, που αποτελούμε τους αποδέκτες της συμπεριφοράς όχι μόνο του κ. Μητσοτάκη, αλλά όλων των πολιτικών, όλων των κομμάτων.
Είναι ο Έλληνας πολίτης ικανός να κρίνει, να συνδυάσει, να συγκρίνει και, μέσω της γνώσης του και της μνήμης του, να μπορέσει να «αντιπαρατεθεί» με κάποιο τρόπο ή να «αποκρούσει», τέτοιες συμπεριφορές; Είμαστε εκπαιδευμένοι;
Ένα μικρό παράδειγμα της ικανότητας διαχείρισης μιας κατάστασης, η οποία χρήζει σκέψης «έξω από το κουτί» και δυνατότητα πράξης εκτός του manual και των οδηγιών χρήσης, είναι κάτι που συνέβη με το μπλοκάρισμα ενός αριθμού τηλεφώνου σε ένα κινητό. Ο καταναλωτής γύρισε τρία καταστήματα για να καταφέρει να ξεμπλοκάρει την επαφή, που είχε κατά λάθος μπλοκάρει. Όλοι οι τεχνικοί έκαναν ακριβώς τις ίδιες κινήσεις, αλλά το πρόβλημα παρέμενε. Όλες οι κινήσεις by the book, όλες βασισμένες στο manual και η τελική συμβουλή ήταν να γίνει επαναρρύθμιση του τηλεφώνου. Τόση διαδικασία για μια επαφή μπλοκαρισμένη και δεν έκαναν το απλό: Να σβήσουν την επαφή εντελώς, να δεχτούν τηλεφώνημα από τον αριθμό και να επανεγγράψουν την επαφή με διαφορετικό τρόπο. Δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν να σκεφτούν εκτός manual.
Οι Έλληνες έχουμε μάθει από μικροί να παπαγαλίζουμε τα μαθήματα του σχολείου και ο καλύτερος μαθητής να είναι αυτός που γνωρίζει κατά λέξη το βιβλίο. Καμία κριτική σκέψη. Είναι γεγονός πως όλες οι οδηγίες που δίνει το υπουργείο Παιδείας στους εκπαιδευτικούς παροτρύνουν δασκάλους και καθηγητές να καλλιεργούν την κριτική σκέψη. Όμως, από την άλλη, με τον τρόπο που γίνεται η διδασκαλία δεν αφήνει κανένα περιθώριο, οπότε η απομνημόνευση ημερομηνιών και γεγονότων καθίσταται κυρίαρχη έναντι της κατανόησης.
Αυτού του είδους την «εκπαίδευση», την έλλειψη καλλιέργειας της κριτικής σκέψης, εκμεταλλεύονται οι πολιτικοί για να διαστρέψουν την πραγματικότητα και να ξαναγράψουν την Ιστορία. Ίσως έτσι εξηγείται και η περίεργη εκλογική συμπεριφορά ενός μεγάλου ποσοστού του εκλογικού σώματος.
Εκλογικά τεχνάσματα
Την περίοδο που καλούμε προεκλογική είναι σύνηθες να υποχωρούν στην έκφραση του πολιτικού λόγου οι ιδεολογικές προσεγγίσεις. Κατά κανόνα υπερισχύουν η σκοπιμότητα, η υποσχεσιολογία, αλλά και η αντιπαράθεση με αντεγκλήσεις που φτάνουν συχνά στα όρια της χυδαιότητας. Όλα αυτά βεβαίως «ξεχνιούνται» την επομένη των εκλογών», όταν ο «πολιτικός καθωσπρεπισμός» επανέρχεται, αφού «η δουλειά τελείωσε»! Θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Αν πραγματικά το πολιτικό προσωπικό της χώρας επιθυμούσε την εξαφάνιση του πελατειακού κράτους, δεν θα προέτασσε την υποσχεσιολογία, δεν θα υποχωρούσε από τις θέσεις του προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να αυτοεξευτελίζεται μέσα από τον καθρέφτη του αντιπάλου του. Θα μπορούσε, όπως και θα έπρεπε να πράξει, να ανατάξει την ποιότητα του πολιτικού του λόγου προτάσσοντας αξίες και όχι υλικές υποσχέσεις.
Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Δημήτριος Βεζανής (1904-1968) έγραψε ότι «ο Ελληνισμός ως σύνολον ουδέποτε ηγωνίσθη και εθυσιάσθη διά τόκους και μερίσματα, διά μεροκάματα και γιδοπρόβατα, διά δασμούς και ισοζύγια, αλλά μόνον διά την ιδέαν του Ελληνισμού». Και συνεχίζει (σε πιο απλουστευμένη γλωσσικά απόδοση): «Ανέκαθεν η ιδέα του Κράτους για τους Έλληνες ήταν συνδεδεμένη με ένα ηθικό, πνευματικό περιεχόμενο, είτε ήταν αυτό οι νόμοι της αρχαίας πολιτείας, δηλαδή οι υπέρτατοι κανόνες της ζωής των ατόμων και της πόλης, είτε το “αγαθόν” του Πλάτωνα είτε η “αρετή” του Αριστοτέλη είτε η πανελλήνια ιδέα του Ισοκράτη την οποία πραγματοποιεί ο Αλέξανδρος, είτε η προστασία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού είτε η Μεγάλη Ιδέα. Στη συνείδηση των Ελλήνων το Κράτος παρουσιάζεται πάντοτε ως όργανο επίτευξης πνευματικών σκοπών και ηθικών αρχών».
Η υποβάθμιση και η χυδαιοποίηση του πολιτικού λόγου στην εποχή μας απαξίωσαν την έννοια του κράτους, καθιστώντας το πεδίο ρουσφετιού και ιδιοτελών συναλλαγών, μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων. Υπό το καθεστώς αυτό, είναι λογικό όσοι δεν ασκούν κάποιο δημόσιο λειτούργημα (που έχει καταντήσει πλέον βιοποριστικό επάγγελμα) να αδιαφορούν ουσιαστικά για τη λειτουργία του κράτους, αλλά και για την πολιτική γενικότερα, αφού καταλαβαίνουν πως οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο παρά για την καλοπέραση των ιδίων και των οικογενειών τους.
Ως φυσικό επακόλουθο διογκώνεται συνεχώς η αποχή από τις πολιτικές διεργασίες και, φυσικά, από τις εκλογές. Τα ψηφοδέλτια στελεχώνονται κατά κανόνα από πρόσωπα που θέλουν να προσθέσουν άλλη μία σειρά στο βιογραφικό τους, συνήθως ενεργούμενα επιχειρηματικών και άλλων συμφερόντων, και στην καλύτερη φιλόδοξων προσωπικοτήτων, άσχετων με την πολιτική και εύκολα χειραγωγήσιμων από όσους τους προωθούν. Και αυτό συμβαίνει πια όχι μόνο στα λεγόμενα «κόμματα εξουσίας», αλλά και σε μικρότερους σχηματισμούς που φιλοδοξούν να μοιραστούν κομμάτια από την πίτα της δυσαρέσκειας και της σωρευμένης κοινωνικής οργής.
Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου αποτελούν μία χαρακτηριστική περίπτωση. Η μεταστροφή των Ευρωπαίων που αποζητούν πλέον την ανάκτηση των εθνικών τους αξιών με τη γιγάντωση εθνικών ταυτοτικών κινημάτων που αναμένεται να αλλάξουν τους συσχετισμούς στο Ευρωκοινοβούλιο είναι θέμα χρόνου να συμβεί και στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η ύπαρξη πλήθους μικρών κομμάτων που προσπαθούν να αλιεύσουν στη θάλασσα της οργής και της απελπισίας των Ελλήνων, με δολώματα που έχουν να κάνουν με την πίστη τους, με τη χυδαιότητα της woke ατζέντας, με μπόλικη συνωμοσιολογία, ακόμα και με… εξωγήινους σωτήρες (!). Ο στόχος κοινός, κι ας μη το καταλαβαίνουν: Η αποφυγή συγκρότησης ενός σοβαρού εθνικού κινήματος, που με υπευθυνότητα πολιτικού λόγου θα μπορούσε να προβάλει ως η ελπίδα τού αύριο. Θα το πετύχουν άραγε;
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Όταν το παρελθόν γίνεται καταφύγιο