Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

31 Δεκεμβρίου 2025

Η Προεδρία της Δημοκρατίας ως διακοσμητικός θεσμός

«Ρωτήστε τον κύριο Μητσοτάκη!». Με αυτή τη φράση ο Ευάγγελος Βενιζέλος επέλεξε να απαντήσει στη Δήμητρα Κρουστάλλη του Βήματος, όταν ρωτήθηκε αν ευσταθούν οι αποκαλύψεις του Γιώργου Παπαχρήστου για το παρασκήνιο της πρόσφατης προεδρικής εκλογής. Μια απάντηση λιτή, αλλά βαρύνουσα, που άφηνε σαφώς να εννοηθεί ότι η μπάλα βρίσκεται πλέον στο γήπεδο του πρωθυπουργού.

Σύμφωνα με όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, πριν από περίπου έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να συναντήθηκε με τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρο κυβέρνησης σε οικία επιχειρηματία στον Λυκαβηττό, σε απόσταση αναπνοής από τη δική του κατοικία. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, ο πρωθυπουργός allegedly διαβεβαίωσε τον Ευάγγελο Βενιζέλο ότι θα ήταν εκείνος η επιλογή του για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι του είπε, με σχεδόν καθησυχαστικό ύφος: «Μην ακούς τίποτα, μη διαβάζεις ονόματα. Εσύ θα είσαι. Θα σε ανακοινώσω τον Ιανουάριο». Όπως όμως έχει αποδειχθεί επανειλημμένα στην πολιτική πράξη, οι υποσχέσεις συχνά έχουν περιορισμένη αξία. Δεν είναι τυχαία η φράση από το γνωστό βιβλίο The Mafia Manager: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ασήμαντο από μία υπόσχεση».

Σε αυτή τη λογική, τόσο ο Ευάγγελος Βενιζέλος όσο και ο Αντώνης Σαμαράς φαίνεται να παρασύρθηκαν από το πολιτικό «φλερτ» που τους επεφύλαξε ο πρωθυπουργός από το 2019 και μετά. Κολακεύτηκαν, ίσως πίστεψαν ότι υπήρχε χώρος για έναν ρόλο ουσιαστικό, χωρίς να γνωρίζουν πώς πραγματικά τους αξιολογούσε. Όταν όμως τα διακυβεύματα έγιναν αμείλικτα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε –ή επέλεξε– να αποκαλύψει τις πραγματικές του προθέσεις.

Και ποια ήταν αυτή η αποκάλυψη; Πέρα από τις γνωστές στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ προσωπικές αντιπάθειες –όπως το ότι η Μαρίκα Μητσοτάκη δεν έτρεφε συμπάθεια για τον Βενιζέλο λόγω του… «κοντού λαιμού», ή η παλιά δυσφορία απέναντι στον Σαμαρά μετά τη ρήξη και την αυτονομία του– το βασικό ζήτημα φαίνεται να είναι βαθύτερο.

Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, δεν επιθυμεί να συνεργάζεται με πρόσωπα που διαθέτουν ισχυρή, αυτόνομη πολιτική προσωπικότητα. Προτιμά δίπλα του ανθρώπους απολύτως πειθαρχημένους, πιστούς εκτελεστές της κεντρικής γραμμής. Το επιχείρημα των υποστηρικτών του ότι Σαμαράς και Βενιζέλος αντέδρασαν επειδή «δεν πήραν την καρέκλα» μπορεί να περιέχει δόση αλήθειας, αλλά δεν εξαντλεί το ζήτημα – και πάντως δεν τιμά ιδιαίτερα τον ίδιο τον πρωθυπουργό.

Διότι και οι δύο, ακόμη και αν είχαν εκλεγεί Πρόεδροι της Δημοκρατίας, δεν θα απεμπολούσαν την πολιτική τους ταυτότητα. Θα συνέχιζαν να έχουν άποψη για κρίσιμα ζητήματα θεσμών και εξωτερικής πολιτικής. Θα διαφωνούσαν, έστω και στο παρασκήνιο. Και αυτό ακριβώς είναι κάτι που, όπως φαίνεται, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Ο λόγος είναι απλός: ποτέ δεν επιθυμούσε έναν ισοδύναμο πόλο εξουσίας στο ανώτατο επίπεδο του πολιτεύματος. Δεν ήθελε συγκυβερνήτες, ούτε καν θεσμικά αντίβαρα με πολιτικό βάρος. Η εξουσία, στη δική του αντίληψη, έπρεπε να συγκεντρώνεται σε ένα πρόσωπο. Να είναι ταυτόχρονα πρωθυπουργός, ρυθμιστής των θεσμών, επικεφαλής κρίσιμων μηχανισμών, ο τελικός αποφασίζων για όλα.

Το πρόβλημά του, επομένως, δεν ήταν τα ονόματα. Είτε επρόκειτο για τον Βενιζέλο, τον Σαμαρά ή ακόμη και τη Διαμαντοπούλου –με την οποία επίσης δεν χειρίστηκε τις σχέσεις του με τρόπο που να αφήνει περιθώρια συνεργασίας– το ζήτημα ήταν οι αντιλήψεις τους. Οι απόψεις τους για τη δημοκρατία, το Σύνταγμα, τους θεσμούς και τον ρόλο της Προεδρίας της Δημοκρατίας.

Γιατί ούτε ο Βενιζέλος ούτε ο Σαμαράς –όπως και ο Παυλόπουλος στο παρελθόν– θα λειτουργούσαν ως διακοσμητικοί Πρόεδροι. Σε κρίσιμες στιγμές θα μιλούσαν. Και, όπως έκαναν ο Καραμανλής, ο Στεφανόπουλος και ο Παυλόπουλος, θα διατύπωναν δημόσια, έστω με διπλωματικό τρόπο, τις θέσεις τους. Δεν θα αποδέχονταν ποτέ την «ενός ανδρός αρχή».

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Ευάγγελο Βενιζέλο να επιστρέφει ένα προεδρικό διάταγμα γεμάτο νομικές διορθώσεις ή τον Αντώνη Σαμαρά να παρεμβαίνει δημόσια για το Μακεδονικό, αν έβλεπε κινήσεις που θεωρούσε επικίνδυνες. Αυτά, όμως, ήταν ακριβώς τα σενάρια που ο πρωθυπουργός ήθελε να αποφύγει.

Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι αν ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κώστας Τασούλας, αποτελεί τον «ιδανικό» Πρόεδρο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Έναν Πρόεδρο χαμηλών τόνων, μη συγκρουσιακό, που πιστεύει στη συνεννόηση και όχι στις θεαματικές ρήξεις. Τον τύπο του συντηρητικού που, κατά τον Ρόμπερτ Κάπλαν, προτιμά τη συμφιλίωση από τον θρίαμβο.

Ωστόσο, επτά μήνες μετά την εκλογή του, ο κ. Τασούλας έχει αφήσει να φανούν σημάδια ότι δεν είναι απολύτως προβλέψιμος. Οι δηλώσεις του για τις διερευνητικές εντολές μετά τις εκλογές ερμηνεύθηκαν από το Μαξίμου ως έμμεση αμφισβήτηση της αυτοδυναμίας, προκαλώντας εμφανή ενόχληση στον πρωθυπουργό.

Στην τελευταία τους συνάντηση, μάλιστα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να απολογήθηκε στον Πρόεδρο για όσα αποκαλύφθηκαν σχετικά με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, επιχειρώντας –κατά πάσα πιθανότητα– να τα παρουσιάσει ως έναν τακτικό ελιγμό. Ένα «κόλπο», για να κρατηθεί ο Βενιζέλος σε πολιτική αναμονή. Μόνο που, όπως φαίνεται, σήμερα ο ίδιος ο Βενιζέλος είναι σε θέση να «εξηγεί το όνειρο».

Στην πολιτική, άλλωστε, τα πράγματα συχνά ανατρέπονται απροσδόκητα. Μια στιγμή μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Ο Κώστας Τασούλας πιθανότατα θα τηρήσει τον άγραφο κανόνα της Μεταπολίτευσης: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν συγκρούεται δημόσια με τον πρωθυπουργό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, αν χρειαστεί, δεν θα ασκήσει τα θεσμικά του καθήκοντα μέχρι τέλους. Ακόμη και αν χρειαστεί να… κοκκινίσει διατάγματα με το στιλό του.

Δεν υπάρχουν πληροφορίες, απλώς γνώση του ανθρώπου από παλιά. Και η ζωή, όπως λέει συχνά σκωπτικά και ο Αντώνης Σαμαράς, είναι απρόβλεπτη. Και γι’ αυτό, τελικά, παραμένει ενδιαφέρουσα.