Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

13 Σεπτεμβρίου 2025

Η αποσιώπηση μιας κρίσιμης ιστορικής περιόδου που καθόρισε την Ελλάδα και προειδοποιεί για το μέλλον

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα και ταυτόχρονα ανησυχητικά φαινόμενα στον πολιτικό και επιστημονικό διάλογο της χώρας μας είναι η υποβάθμιση της περιόδου από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Παρά την καθοριστική σημασία αυτών των γεγονότων για τη διαμόρφωση της εθνικής μας υπόστασης και της γεωπολιτικής μας θέσης, η συγκεκριμένη χρονική φάση αντιμετωπίζεται με αδιαφορία ή επιλεκτική λήθη, τη στιγμή που προσφέρει αναρίθμητα διδάγματα για το παρόν και το μέλλον.

Το γεγονός αυτό προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο προβληματισμό, αν αναλογιστεί κανείς τις ομοιότητες που παρουσιάζει η σημερινή διεθνής συγκυρία με εκείνη της εποχής των αρχών του 20ού αιώνα. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, οι μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, στο πλαίσιο ενός πολυπολικού και ρευστού γεωπολιτικού τοπίου, επανασχεδιάζουν τα σύνορα και τις ισορροπίες συμφερόντων, με επίκεντρο περιοχές όπως η Μέση Ανατολή και η Ανατολική Μεσόγειος. Τότε, με το πρόσχημα του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σήμερα, μέσα από τη φθίνουσα ισχύ των παραδοσιακών ηγεμονικών δυνάμεων και την άνοδο νέων παικτών.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ισχυρές χώρες της εποχής σχεδίαζαν την αναδιανομή των εδαφών και τη δημιουργία νέων κρατών, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα ζώνες επιρροής που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντά τους για δεκαετίες. Σε ανάλογη λογική κινείται σήμερα η υπερδύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, παρόλο που ασθμαίνει και περιορίζεται πλέον από την αναδυόμενη γεωπολιτική επιρροή του σινορωσικού άξονα, που επανακαθορίζει τα κέντρα ισχύος παγκοσμίως.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης το ιστορικό προηγούμενο της στενής συνεργασίας του εβραϊκού στοιχείου με τους Νεότουρκους στις αρχές του 20ού αιώνα – μια συνεργασία που σήμερα φαντάζει παράδοξη, δεδομένων των τεταμένων σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας. Τότε όμως, η στρατηγική τους σύμπραξη είχε συγκεκριμένα γεωπολιτικά οφέλη για αμφότερες τις πλευρές. Αυτή η αναφορά φωτίζει τη μεταβλητότητα των διεθνών σχέσεων και την ανάγκη για ρεαλιστική ανάγνωση των εξελίξεων και σήμερα.

Η Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, αντί να αξιοποιήσει στο έπακρο τις στρατηγικές ευκαιρίες που της προσφέρθηκαν από τους συμμάχους της Αντάντ, προχώρησε σε αποφάσεις που μόνο ως αυτοκαταστροφικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Η αδυναμία συνεννόησης, η επιμονή σε διχαστικές επιλογές και μια σειρά από λάθη που φτάνουν τα όρια της εθνικής προδοσίας, οδήγησαν στην αποξένωση των συμμάχων και τελικά στη στροφή τους εναντίον μας.

Αυτό που στην αρχή φαινόταν ως ένα θρίαμβο, η Συνθήκη των Σεβρών που προσέδωσε στη χώρα μας τριπλάσια εδάφη και ένα αίσθημα εθνικής ολοκλήρωσης, κατέληξε με τραγικό τρόπο στη Μικρασιατική Καταστροφή, στον ξεριζωμό εκατομμυρίων Ελλήνων και στην οριστική απώλεια των κοιτίδων του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Μια πορεία από την εθνική έξαρση στην καταστροφή, με ενδιάμεσους σταθμούς τις εγκληματικές πολιτικές επιλογές και τη διαρκή σύγκρουση των δύο αντικρουόμενων εθνικών οραμάτων.

Σήμερα, διατηρούμε την ίδια αμεριμνησία, δεν παίρνουμε καμία σοβαρή προφύλαξη απέναντι στις μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες, ενώ τα γεωπολιτικά δεδομένα γύρω μας ανατρέπονται διαρκώς. Η μεγάλη όμως διαφορά σε σχέση με τότε είναι ότι ενώ στο παρελθόν είχαμε την ευκαιρία να μεγαλώσουμε, να αποκτήσουμε επιρροή και να ενισχύσουμε την κρατική μας ισχύ, σήμερα πασχίζουμε να διατηρήσουμε τα κεκτημένα εκείνης της περιόδου. Αγωνιζόμαστε να διασφαλίσουμε την κυριαρχία στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, τον έλεγχο των θαλάσσιων ζωνών και την εδαφική ακεραιότητα που κερδήθηκε με κόπο, αίμα και πολιτική διορατικότητα.

Στη δραματική αυτή ιστορική συγκυρία που εξετάζουμε, συγκρούστηκαν δύο αντικρουόμενες αντιλήψεις για το εθνικό συμφέρον και την πορεία του ελληνικού κράτους. Από τη μία πλευρά, υπήρχε η παλαιομοδίτικη άποψη της περιορισμένης Ελλάδας, «πτωχής πλην τίμιας», που ήθελε μια χώρα κλεισμένη στα σύνορα της Θεσσαλίας, με πολιτική προσκόλληση στο γερμανόφιλο στέμμα και πρόφαση την ουδετερότητα. Από την άλλη πλευρά, η εθνική στρατηγική του Βενιζέλου και των φιλελεύθερων αστών, που πίστευαν σε έναν δυναμικό ρόλο της Ελλάδας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και συνεργάστηκαν με τους Αγγλογάλλους με στόχο την ανάδειξη της χώρας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη.

Η Ιστορία έδωσε την απάντησή της με τρόπο αμείλικτο. Η επιλογή που κυριάρχησε μετά τη δολοφονική διαίρεση του έθνους δεν ήταν αυτή που οδήγησε στην πρόοδο, αλλά εκείνη που οδήγησε στην τραγωδία της Σμύρνης. Ωστόσο, το πολιτικό ρεύμα που συνδέθηκε με την καταστροφή, αντί να περιθωριοποιηθεί, συνέχισε να έχει ισχυρή παρουσία, ενισχυόμενο από βασιλικά κατάλοιπα και εξουσιαστικά συμφέροντα που φρόντισαν να καλύψουν τις ευθύνες τους.

Με πρόσχημα τη «βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων», τον φόβο των βόρειων γειτόνων, τις πολιτικές εκτροπές και τα τεχνητά αφηγήματα που έντυσαν με επιστημονικοφανές περίβλημα, καλλιεργήθηκε η σιωπή. Προσπάθησαν να θάψουν την εθνική μνήμη και να αθωώσουν πρόσωπα και πρακτικές που έφεραν ανείπωτες συμφορές στον ελληνισμό.

Το πρόβλημα είναι ότι μαζί με αυτούς, κινδυνεύουμε να χαθούμε και εμείς – όχι μόνο από την Ιστορία, αλλά και από την ίδια τη συλλογική μας ταυτότητα. Γιατί όταν η λήθη καλύπτει τις κρίσιμες αλήθειες, τότε η επανάληψη των ίδιων λαθών είναι απλώς θέμα χρόνου.

Ετικέτες: