Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

19 Δεκεμβρίου 2025

Η ευρωπαϊκή ελίτ απέτυχε στην αυτονομία και σήμερα οι ΗΠΑ την ωθούν σε επικίνδυνη μετάλλαξη

Το κείμενο της νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ ασκεί σκληρή κριτική στην Ευρώπη, αλλά, με έναν παράδοξο τρόπο, επαναφέρει στο προσκήνιο τον ίδιο τον ευρωπαϊσμό. Όχι ως ρητορική ενότητας, αλλά ως παλιά πολιτική φιλοδοξία, τη μετατροπή της Ευρώπης σε αυτόνομη και ισχυρή γεωπολιτική δύναμη, ικανή να σταθεί απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο ευρωπαϊσμός, παρά τις μεταμορφώσεις του, γεννήθηκε μέσα από μια αίσθηση στρατηγικής ανεπάρκειας. Η απαρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης συνδέεται άμεσα με το τραύμα της κρίσης του Σουέζ το 1956, όταν Βρετανία και Γαλλία συνειδητοποίησαν, με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο, ότι δεν μπορούσαν πλέον να ενεργούν ως μεγάλες δυνάμεις χωρίς την αμερικανική στήριξη. Η αποτυχία της στρατιωτικής επέμβασής τους στην Αίγυπτο, μετά την εθνικοποίηση της διώρυγας από τον Νάσερ, αποκάλυψε τα όρια της ευρωπαϊκής ισχύος και κατέστησε σαφές ότι καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορούσε μόνη της να επιτύχει στρατηγικούς στόχους.

Αυτό το σοκ λειτούργησε ως καταλύτης. Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1957, υπογράφηκε η Συνθήκη της Ρώμης και δημιουργήθηκε η ΕΟΚ. Μέχρι τότε, η ιδέα της ενοποίησης συναντούσε αντιστάσεις, ιδίως στη Γαλλία, ενώ μόνο η Δυτική Γερμανία την υποστήριζε ενεργά, βλέποντας σε αυτήν μια ευκαιρία πλήρους επανένταξης στη διεθνή σκηνή. Το Σουέζ άλλαξε τις ισορροπίες και γέννησε την προσδοκία ότι μια ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να αποτελέσει, έστω συμβολικά, μια μορφή «εκδίκησης» απέναντι στην αμερικανική υπεροχή.

Η φιλοδοξία αυτή δεν περιορίστηκε στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η ταπείνωση της Βρετανίας οδήγησε σε μια απροσδόκητη φιλοευρωπαϊκή στροφή, που κατέληξε στην ένταξή της στην ΕΟΚ το 1973, έστω και καθυστερημένα λόγω των αντιρρήσεων του Ντε Γκωλ. Ωστόσο, η στρατηγική αυτονομία παρέμεινε περισσότερο ιδέα παρά πραγματικότητα. Η οικονομική και, κυρίως, η στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ ήταν συντριπτική, ενώ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο η εγγύτητα της Σοβιετικής Ένωσης καθήλωσε την Ευρώπη σε μια μόνιμη εξάρτηση, με το ΝΑΤΟ να αποτελεί τη θεσμική της έκφραση.

Η κατάρρευση του κομμουνισμού δεν ανέτρεψε ουσιαστικά αυτή την πραγματικότητα. Αντίθετα, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση μεγάλωνε οικονομικά και διευρυνόταν θεσμικά, η ευρωπαϊκή ελίτ επανήλθε στο όραμα της στρατηγικής αυτονομίας, λαμβάνοντας όμως αποφάσεις που αποδείχθηκαν μακροπρόθεσμα επιζήμιες. Η πολιτική ενοποίηση επιχειρήθηκε με έμμεσο και πιεστικό τρόπο, μέσω του κοινού νομίσματος και της ενίσχυσης συγκεντρωτικών θεσμών, χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστική οικονομική και δημοσιονομική ένωση και χωρίς τη λαϊκή συναίνεση.

Παράλληλα, η Ευρώπη επέλεξε να μην επενδύσει σοβαρά στη στρατιωτική της ισχύ, θεωρώντας δεδομένη την αμερικανική προστασία μέσω του ΝΑΤΟ. Οι πόροι κατευθύνθηκαν αλλού, κυρίως στη διόγκωση ενός κοινωνικού κράτους που λειτουργούσε και ως πολιτικό άλλοθι. Την ίδια στιγμή, η ενεργειακή στρατηγική βασίστηκε στην υπόθεση του φθηνού ρωσικού εφοδιασμού, εις βάρος επενδύσεων σε εγχώριες και στρατηγικές πηγές, όπως η πυρηνική ενέργεια.

Το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο. Η Ευρώπη δεν έγινε πιο αυτόνομη, αλλά πιο ευάλωτη. Όταν η Ρωσία κινήθηκε στρατηγικά στην Ουκρανία, μια αμυντικά αδύναμη και ενεργειακά εξαρτημένη Ένωση στράφηκε ξανά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κατέστησε σαφές ότι η αμερικανική προτεραιότητα είναι πλέον η Κίνα και όχι η διαρκής κάλυψη των ευρωπαϊκών αδυναμιών, η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με τις επιλογές της.

Εδώ αναδύεται το παράδοξο. Αν ο Τραμπ και ο Πούτιν λειτουργούν ως οι «βάρβαροι» που ταράσσουν τις βεβαιότητες, τότε για την ευρωπαϊκή ελίτ αποτελούν, πράγματι, μια κάποια λύση. Οι πιέσεις αυτές αναβιώνουν τον παλιό ευρωπαϊσμό της στρατηγικής αυτονομίας, όχι ως ρητορικό σχήμα, αλλά ως αναγκαιότητα. Η απομάκρυνση των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τον επανεξοπλισμό και την αναζήτηση ενεργειακής αυτάρκειας, ανοίγει τον δρόμο για μια Ευρώπη που θα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με κράτος.

Αυτό, όμως, σημαίνει και την αναβίωση του φεντεραλιστικού οράματος μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, εξέλιξη που παραμένει βαθιά διχαστική. Για όσους εξακολουθούν να υποστηρίζουν μια Ευρώπη των πατρίδων, ο νέος αυτός ευρωπαϊσμός δεν αποτελεί λύση, αλλά πρόβλημα. Και η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο απρόσμενος καταλύτης αυτής της πορείας δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ.

Ετικέτες: