Η εξωτερική πολιτική ως excel του Μαξίμου – Αν δεν ήταν επικίνδυνο, θα ήταν απλώς γελοίο
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γιώργος Γεραπετρίτης εμφανίζεται να “εκπροσωπεί” την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης με τη χαρακτηριστική ψυχρότητα του αποστειρωμένου τεχνοκράτη. Ούτε είναι η πρώτη φορά που, πίσω από το προσωπείο του «ειδικού», υπονομεύεται η έννοια της πολιτικής ευθύνης. Όμως, χθες, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Με δηλώσεις που περισσότερο θύμιζαν απόπειρα αποποίησης ευθύνης παρά υπεράσπιση εθνικής στρατηγικής, επιβεβαίωσε το αυτονόητο: η Ελλάδα δεν χαράσσει εξωτερική πολιτική. Διαχειρίζεται παθητικά τις εξελίξεις, με σημαία τον κατευνασμό και οδηγό τον φόβο.
Ο υπουργός Εξωτερικών επέλεξε, για ακόμη μια φορά, να αυτοπαρουσιαστεί σαν… περαστικός από την πολιτική σκηνή. Λες και βρέθηκε στην εξουσία με υπηρεσιακή εντολή να συμμαζέψει ό,τι άφησαν πίσω τους οι άλλοι. Λες και δεν είναι μέλος ενός σκληρά πολιτικού πυρήνα, αλλά απλός διαχειριστής εντολών – ο «εκτελεστής» της βούλησης του πρωθυπουργού και του ΚΥΣΕΑ. Όμως πίσω από τη δήλωση αυτή δεν κρύβεται μόνο η αποποίηση προσωπικής ευθύνης· κρύβεται και η προσπάθεια να μεταφερθεί το βάρος της αποτυχίας αποκλειστικά στους ώμους του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όχι πως δεν του αναλογεί. Αλλά όταν η κυβέρνηση βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, κάθε υπουργός οφείλει να αναλαμβάνει μερίδιο της ευθύνης, όχι να το μετακυλίει.
Ας θυμηθούμε: στην τραγωδία των Τεμπών, ο ίδιος υπουργός είχε αναλάβει τη μεταβατική ηγεσία του υπουργείου Μεταφορών. Τότε επίσης εμφανίστηκε με το ίδιο απολίτικο προφίλ του «ανεξάρτητου ειδικού» – ένας ρόλος που λειτούργησε σαν πολιτικό πλυντήριο για την κυβέρνηση. Σήμερα, στα εθνικά θέματα, η τακτική επαναλαμβάνεται. Αλλά με ακόμη πιο επικίνδυνο αντίκτυπο.
Η διπλωματική πραγματικότητα δεν συγχωρεί. Ενώ η Αθήνα επιλέγει τον δρόμο των μετριοπαθών δελτίων Τύπου και των ευχολογίων, η ανατολική Λιβύη –ακόμη και ο Χαφτάρ, ο «σύμμαχος» στον οποίο η ελληνική κυβέρνηση είχε επενδύσει ρητορικά αλλά όχι πολιτικά– επικυρώνει το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Με άλλα λόγια, η ελληνική διπλωματία όχι απλώς απέτυχε να οικοδομήσει στρατηγικές συμμαχίες, αλλά κατέληξε να βλέπει ακόμα και φιλικά προσκείμενες δυνάμεις να συντάσσονται με τις επιδιώξεις της Άγκυρας. Αν αυτό δεν συνιστά διπλωματική πανωλεθρία, τότε ποιο είναι το όριο του επιτρεπτού στην αποτυχία;
Κι όμως, η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει ως επιτυχίες τα ελάχιστα. Πανηγυρίζει για τον κανονισμό SAFE στην Ε.Ε., χωρίς να διευκρινίζει ότι πρόκειται για κανονισμό που δεν απαιτεί ομοφωνία – άρα δεν ήταν ποτέ αμφίβολο ότι θα περάσει. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο ψευδεπίγραφης επιτυχίας, ο κ. Γεραπετρίτης δεν διστάζει να αφήσει αιχμές προς πρώην πρωθυπουργούς, όπως ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς, και σκιές ακόμη και για τον Νίκο Δένδια – τον μακροβιότερο υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το ερώτημα είναι απλό: αν όλοι αυτοί εφάρμοζαν τη «γραμμή Μητσοτάκη», όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει πει, τότε τι ακριβώς αλλάζει τώρα; Μήπως απλώς αρχίζει η αποκαθήλωση και η προσπάθεια αποστασιοποίησης, ώστε να σωθούν τα πολιτικά κεφάλαια των υπολοίπων;
Το επικίνδυνο δεν είναι ότι αποτυγχάνουμε. Είναι ότι αποτυγχάνουμε με μηδενικό στρατηγικό βάθος. Η Ελλάδα, αντί να ηγείται γεωπολιτικών πρωτοβουλιών, σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις. Αντί να επενδύει σε νέες συμμαχίες και να αποκτά λόγο στον ευρωμεσογειακό διάλογο, διαφημίζει “επιτυχίες” για εσωτερική κατανάλωση. Και αντί να υπερασπίζεται σθεναρά τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αποφεύγει κάθε «μαξιμαλισμό», όπως τώρα έχει ονομαστεί η διεκδικητική εξωτερική πολιτική.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης, λοιπόν, δεν είναι αμέτοχος. Δεν είναι θεατής. Είναι ενεργός συνδιαμορφωτής – ή, τουλάχιστον, σιωπηλός αποδέκτης – μιας πολιτικής που φέρει την υπογραφή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και η Ιστορία, δυστυχώς, δεν θυμάται μόνο τους αρχιτέκτονες των αποφάσεων, αλλά και εκείνους που σιώπησαν όταν έπρεπε να μιλήσουν. Δεν καταγράφει μόνο ποιος υπέγραψε, αλλά και ποιος ανέχτηκε.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να κυβερνάται με λογικές προσωρινότητας και υπεκφυγής. Χρειάζεται στρατηγική, βάθος, εθνική αυτοπεποίθηση και πολιτική ηγεσία που να αναλαμβάνει κόστος – όχι απλώς να το διαχειρίζεται. Όταν όλα γύρω αλλάζουν και οι αντίπαλοι συντονίζονται, η παθητικότητα δεν είναι ουδετερότητα. Είναι συνθηκολόγηση.
Και στην περίπτωση της σημερινής εξωτερικής πολιτικής, η συνθηκολόγηση έχει ονοματεπώνυμο.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Όταν το παρελθόν γίνεται καταφύγιο
Σκιές πολέμου στο κατώφλι του 2026