Στη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα, όπου ο ανταγωνισμός ισχύος μεταξύ κρατών και υπερδυνάμεων διεξάγεται ταυτόχρονα στη ξηρά, στον αέρα, στη θάλασσα και στο διάστημα, η στρατιωτική τεχνολογία έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα καταστροφικής ικανότητας.
Παρά ταύτα, το αποτελεσματικότερο όπλο που έχει αναπτυχθεί δεν ανήκει στο οπλοστάσιο των εξοπλιστικών προγραμμάτων, δεν απαιτεί εργοστάσια, ούτε προκαλεί άμεσες υλικές απώλειες. Πρόκειται για την προπαγάνδα, έναν μηχανισμό εξουσίας αθόρυβο, διαρκή και βαθιά παρεμβατικό.
Η προπαγάνδα συνιστά οργανωμένη μέθοδο διαμόρφωσης αντιλήψεων με επιστημονικά εργαλεία, αντλημένα από την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, τη γλωσσολογία και τη στατιστική ανάλυση συμπεριφοράς. Δεν περιορίζεται στη μετάδοση ιδεών, αλλά αναδομεί την πρόσληψη της πραγματικότητας, επαναπροσδιορίζει το νόημα των λέξεων και μεταβάλλει τα κριτήρια αλήθειας.
Στον πυρήνα της βρίσκεται η υποβολή, η συστηματική δηλαδή διείσδυση μηνυμάτων στο υποσυνείδητο, εκεί όπου η κριτική επεξεργασία αδρανοποιείται και η ιδέα εγκαθίσταται ως αυτονόητο δεδομένο.
Όταν μια ιδέα παγιωθεί στο υποσυνείδητο, παύει να τίθεται υπό έλεγχο. Λειτουργεί ως εσωτερική εντολή, κατευθύνει συναισθήματα, επιλογές και συμπεριφορές και μετατρέπει τη συμμόρφωση σε αυθόρμητη αντίδραση.
Με αυτόν τον τρόπο, η προπαγάνδα δεν πείθει απλώς, αλλά εκπαιδεύει την κοινωνία να σκέφτεται εντός προκαθορισμένων ορίων, καθιστώντας τη χειραγώγηση αόρατη και συνεπώς αποτελεσματικότερη.
Η επανάληψη αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα αυτής της διαδικασίας. Η συνεχής ανακύκλωση των ίδιων αφηγημάτων, όρων και ερμηνειών αποδυναμώνει τη μνήμη, εξομαλύνει τις αντιφάσεις και μετατρέπει το επαναλαμβανόμενο σε αποδεκτό.
Παράλληλα, δημιουργείται μια μορφή νοητικής ανοσίας απέναντι σε εναλλακτικές πληροφορίες, ακόμη και όταν αυτές βασίζονται σε τεκμήρια και λογική συνοχή. Η κοινωνία δεν πείθεται ότι κάτι είναι αληθές, απλώς συνηθίζει να το θεωρεί αδιαμφισβήτητο.
Στο σημερινό τεχνολογικό περιβάλλον, η προπαγάνδα δεν επιβάλλεται πλέον με ωμή μορφή. Διαχέεται μέσω ενός συνεχούς πληροφοριακού θορύβου, στον οποίο η διάκριση μεταξύ είδησης, άποψης, διαφήμισης και ψυχαγωγίας καθίσταται δυσδιάκριτη.
Τα μέσα ενημέρωσης, οι ψηφιακές πλατφόρμες και οι αλγόριθμοι προσωποποιημένης πληροφόρησης λειτουργούν ως επιταχυντές επιρροής, αναπαράγοντας συγκεκριμένα μηνύματα με ρυθμό και ένταση που εξαντλεί τη δυνατότητα κριτικής αντίδρασης.
Η χρήση της προπαγάνδας αποτελεί πλέον σταθερό εργαλείο διακυβέρνησης. Οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως διαρκής στόχος επικοινωνιακής διαχείρισης, με στόχο την αποδοχή πολιτικών αποφάσεων, την ανοχή κοινωνικών ανισοτήτων και τη νομιμοποίηση επιλογών που δεν θα άντεχαν σε ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο.
Η γλώσσα αποστειρώνεται, οι έννοιες απονευρώνονται και η πραγματικότητα παρουσιάζεται σε προκατασκευασμένα σχήματα, προσαρμοσμένα στις ανάγκες της εκάστοτε εξουσίας.
Η εκτεταμένη χρήση προπαγάνδας δεν προκύπτει από την εμπιστοσύνη στη λογική των πολιτών, αλλά από την απουσία της. Σε κοινωνίες όπου η εξουσία στηρίζεται στη συναίνεση μέσω τεκμηριωμένης ενημέρωσης, η προπαγάνδα καθίσταται περιττή.
Η συστηματική της εφαρμογή αποκαλύπτει ότι οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις δεν θεμελιώνονται στην ευημερία των κοινωνιών, αλλά στη διατήρηση της ισχύος, της επιρροής και της κυριαρχίας εντός ενός ανταγωνιστικού διεθνούς πλαισίου.
Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, η απαίτηση των πολιτών για σοβαρή, διαφανή και αντικειμενική ενημέρωση δεν συνιστά ηθικό αίτημα, αλλά θεσμική αναγκαιότητα. Η λειτουργία της δημοκρατίας προϋποθέτει κοινωνίες ενημερωμένες, ικανές να κρίνουν και να αποφασίζουν χωρίς μηχανισμούς υποβολής και χειραγώγησης.
Η απόρριψη της προπαγάνδας αποτελεί όρο πολιτικής αυτονομίας και προϋπόθεση ελευθερίας της σκέψης.